Να πιάσουμε το χέρι του Διαβόλου


Στις 27 Ιουνίου συμπληρώνονται 26 χρόνια που έφυγε ο Κωστής Μοσκώφ. Θέλω να γράψω σήμερα γι᾽ αυτόν τα «λιγοστά μου λόγια προτού δεν είναι πια καιρός».

Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
Περίμενα τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ’ αγαπώ

Αυτοί οι αποσπασματικοί στίχοι αποτελούν τη δική του αντίστιξη, ή αντιπαράθεση, στα μόλις πενήντα εννέα χρόνια της επίγειας παρουσίας του, αλλά και της απέραντης τρυφερότητας που έκρυβε μέσα του.

1970 – Ο Κωστής Μοσκώφ στο σπίτι του στον Πλαταμώνα Πιερίας
1970 – Ο Κωστής Μοσκώφ στο σπίτι του στον Πλαταμώνα Πιερίας



Τι να πρωτοθυμηθώ απ’ τον Κωστή Μοσκώφ... Τον ιδιαίτερα χαριτωμένο τρόπο που έλεγε εκείνα τα… αθώα ψέματά του, θαρρείς και ήθελε να ξορκίσει την αλήθεια. Την εντελώς ιδιόμορφη χρήση των χαϊδευτικών, ή υποκοριστικών προσφωνήσεων, όταν κάποιον δεν τον… ‘πήγαινε’, όπως ας πούμε : “ο καημένος ο Mέρκος … πολύ καλό παιδί !”
Την εποχή που «υπηρέτησα» κι εγώ στον Οργανισμό «Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης ᾽97» είχα, μεταξύ άλλων, την πρωτοβουλία να πάρω μερικές συνεντεύξεις από φίλους-δημιουργούς , που δημοσιεύονταν κάθε μήνα στο, συλλεκτικό πια, μηνιαίο περιοδικό Ενενήντα επτά. Από μια τέτοια συνομιλία μας με τον Κωστή Μοσκώφ μεταφέρω δυο-τρία αποσπάσματα που ίσως «λένε τα πάντα».

K.M.:

«… Όταν υπάρχει αυτή η τεράστια ανισότητα, που υπάρχει, οποιοσδήποτε τρόπος απονομής δικαιοσύνης είναι σωστός. Δηλαδή δεν αισθάνομαι ότι με εκμεταλλεύονται. Αισθάνομαι ότι αν οι άνθρωποι που επωφελούνται είναι άνθρωποι που έχουν ανάγκη, αυτό είναι αποκατάσταση μιας ισορροπίας, μιας δικαιοσύνης… Ένα πράγμα, που ίσως δεν προφταίνω να το κάνω εγώ, γίνεται εκ των πραγμάτων. Μέσα σ’ όλη αυτήν τη χοάνη που ζούμε, αισθάνομαι ότι αναγκαίο για να βρούμε τις ισορροπίες μας είναι, κάποια στιγμή, να πιάνουμε το χέρι του Διαβόλου. Διάβολος είναι, στην παράδοσή μας, ο άνθρωπος που δεν ξέρει να αγαπήσει. Λοιπόν, να πιάνουμε το χέρι του διαβόλου, του ανθρώπου που δεν μπορεί, ή δε θέλει, και να ζεσταίνουμε το χέρι αυτό ώστε να τον κάνουμε να αγαπάει. Παράλληλα, έχω μάθει να σέβομαι και την αποτυχία. Δηλαδή ο άνθρωπος δεν είναι γραμμένο να επιτύχει. Μπορεί και να αποτύχει. Και πιο μεγάλη είναι η αποτυχία στην αγάπη. Η μεγάλη πίκρα είναι να μην μπορείς να αγαπήσεις και να αγαπηθείς, που κι αυτό όμως πρέπει να μάθουμε να το προσκυνούμε και να το αποδεχόμαστε.
… Πέρα απ’ αυτό όμως υπάρχει και το κονταροχτύπημα, όπως είπες Θέμη, με τον Θάνατο. Μέσα από μια χρόνια αρρώστια – από τα τριάντα μου, που κατά καιρούς έχει υποτροπές, εξάρσεις, κ.λπ., έχω μάθει να βλέπω τη ζωή πιο σοβαρά και θεωρώ μεγάλο προνόμιο για έναν άνθρωπο να έχει μια σοβαρή αρρώστια στη ζωή του. Παύει να είναι αυτό που δομικά – οργανικά θα ’λεγα, έρχεται να γίνει ο άνθρωπος που δεν είναι στερημένος από υλικά αγαθά…
Και να γίνει ένας άνθρωπος που βλέπει τη ζωή όπως είναι, μέσα από τις αντιφάσεις της, και μαθαίνει να πλέει ανάμεσα. Για μένα είναι χαρά ο Άλλος, με μεγάλο άλφα, έχω αυτήν την αίσθηση του συνόλου, της ολικότητας, και βλέπω τον εαυτό μου σαν ένα κομματάκι από τη σάρκα του κόσμου, αυτό πια στην καθημερινή μου ζωή , και μέσα από τον λόγο και μέσα από την πολιτική δράση. Κι αυτό για να το συνδέσω με τα προηγούμενα, ισχύει όχι μόνο για τον εγγύς πλησίον αλλά και με τον …απόμακρο πλησίον.
... Βέβαια, ο Θάνατος μαζί με την αίσθηση της ισορροπίας, που εκδηλώνεται με τη διάθεση να τα βρω με τους άλλους, με οδήγησε σταδιακά να βρεθώ ο ίδιος ― όχι εγκεφαλικά, ούτε τρυφερά, αλλά μέσα σε μια μεγάλη πυρκαγιά. Τσουρουφλίζομαι κι έχω υποστεί κατά καιρούς οδυνηρά εγκαύματα. Θέλω να πω προσπάθησα να μην κάνω πρόχειρες, αλλά βαθιές σχέσεις και με επικίνδυνες καταστάσεις ... Συνήθως αυτές αποτυχαίνουν, αλλά μένει η μεγάλη πορεία, το ωραίο ταξίδι. Και το γνωρίζεις εσύ προσωπικά... Στην αίσθηση της αποτυχίας πρέπει να ξέρεις να κρατάς το κεφάλι ψηλά.»

Πλαταμώνας 1970
Πλαταμώνας 1970



Από το πλούσιο βιογραφικό του πρέπει να θυμίσω, για τους νεώτερους, πως ο Κωστής Μοσκώφ σπούδασε Νομικά στη Θεσσαλονίκη και έκανε μεταπτυχιακό στο Παρίσι στα χρόνια της ‘τελευταίας’ δικτατορίας στην Ελλάδα. Αναγορεύτηκε διδάκτωρ Ιστορίας και Ανθρώπινης Σκέψης στην Ανώτερη Σχολή Σπουδών του Παρισιού και – απ’ όσο ξέρω από τον ίδιο, ενώ είχε δυο προσκλήσεις που του προδιέγραφαν μια λαμπρή καριέρα σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού, προτίμησε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Εκείνη την εποχή, πολύ νέο, από τα είκοσι εννιά του χρόνια, τον σημάδεψε ο θάνατος με μια αργόσυρτη ασθένεια που κράτησε τελικά τριάντα χρόνια. Δεν ήταν όμως μόνο αυτός ο λόγος...
Για τρεις συνεχόμενες τετραετίες εκλέγονταν πλειοψηφών δημοτικός σύμβουλος και, παρεπόμενα, θήτευσε για ένα μικρό διάστημα Δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Έγραψε κυρίως ιστορικά βιβλία και δοκίμια, αλλά και ποίηση, και μια ― σπάνιου ρυθμού, συνοπτική περιδιάβαση του χωροχρόνου του με έκδηλες τις προσωπικές αναφορές. Η φιλοσοφία, ή αγωνία του, αφορούσε τον «πλησίον» και το «Άλλο Εγώ», όπως συνήθιζε και καθιέρωσε, σαν όρο, να αποκαλεί τους συνανθρώπους μας, ψάχνοντας ― με τον δήθεν αδιάφορο τρόπο του, τον χαρακτήρα, τον ψυχισμό και κυρίως την προς αυτόν «ανταπόκρισή» τους...

Εδώ – αντί για οποιοδήποτε άλλο σχόλιο, παραθέτω λίγους στίχους από το ποίημα «Σταθμός Λιτοχώρου» ενός Άλλου, κοινού μας φίλου-ποιητή, του Αλέξη Ασλάνογλου:

...
Η αγωνία που φέρνει
Η μοναξιά δίπλα στον Άλλο
Η μοναξιά μέσα στον Άλλο
Η μοναξιά μέσα στο πάθος του Άλλου ...

Το 1989 αγγίζει την πιο ευτυχισμένη ίσως περίοδο της ζωής και της καριέρας του. Διορίζεται μορφωτικός ακόλουθος της πρεσβείας μας στο Κάιρο, θέση που κυριολεκτικά ανέδειξε και τίμησε με το παραπάνω, δημιουργώντας υποθήκες προς την Πολιτεία για την συνέχιση του εμπνευσμένου έργου του.
Καθιέρωσε και διοργάνωνε τα Συμπόσια για τον Καβάφη, με Έλληνες και ξένους ομιλητές, δημιούργησε το Μουσείο Καβάφη και το «Σπίτι του Τσίρκα», ήρθε σε δημιουργική επαφή με τον αραβικό κόσμο αλλά και ευρύτερα της Μέσης Ανατολής και μετέφρασε αραβική και εβραϊκή ποίηση. Είναι από τους πρώτους που επέμενε και πέρασε στους σύγχρονους πολιτικούς το μήνυμα πως ο πολιτισμός αδελφώνει τους λαούς και αποτελεί την καλύτερη θωράκιση και άμυνά μας. Είναι μεγάλο κρίμα και αποτελεί άλλη μια, μέσα στις πολλές, επιβεβαίωση της εθνικής μας παθογένειας ότι το εμπνευσμένο έργο του δεν είχε την πρέπουσα - ανάλογη συνέχεια. Πριν λίγες μέρες μάλιστα πληροφορήθηκα από την κόρη του Αμίνα, πως σε σχετική εκδήλωση στο σπίτι του Καβάφη στην Αλεξάνδρεια ούτε καν αναφέρθηκε το όνομά του. Κρίμα και ντροπή...

1993,  Αλεξάνδρεια – Γ΄ Συμπόσιο Καβάφη. Ο Κ. Μοσκώφ ασπάζεται τον Θ. Λιβεριάδη μετά την εισήγησή του
1993, Αλεξάνδρεια – Γ΄ Συμπόσιο Καβάφη. Ο Κ. Μοσκώφ ασπάζεται τον Θ. Λιβεριάδη μετά την εισήγησή του



Διακινδυνεύω την εκδοχή πως δύσκολα θα επιτευχθεί μια ρεαλιστική προσέγγιση της πολύμορφης όσο και αινιγματικής, για μερικούς, προσωπικότητας του Μοσκώφ. Τυπικά θα μπορούσαν να τον κρίνουν μόνο σαν ιστορικό. Που θα ήταν άδικο για ένα πνεύμα ελεύθερο και ανοιχτό στον κόσμο. Ο Κωστής ήταν ποιητής με την πλατιά σημασία της λέξης. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δημιουργούν ποίηση με τις πράξεις τους και την ίδια τη ζωή τους. Και σαν ζωντανά ποιήματα πορεύονται…
Για μένα υπήρξε φίλος σαράντα χρόνια και ίσως κάποτε τον πίκρανα όταν, σε σχετική ερώτησή του, του είπα πως τον λογαριάζω αληθινό ποιητή όταν «ανοίγεται» και όχι όταν «κατασκευάζει».

Κωστή, 26 χρόνια μας λείπεις. Ποια βία σε έκανε να φύγεις και να κρυφτείς ;
Να δεχθώ πως μας έχεις ήδη απαντήσει μ' εκείνο το ποίημα που αφιέρωσες στον Σάκη;

Κατεβαίνω τις στενές κοιλάδες του Γράμμου
βιάζομαι
να σκεπάσω
με το πανωφόρι του Έρωτα
την άρρωστή μας Επανάσταση…

“You, hypocrite lecteur, mon semblable, mon frére !” ( T.S.Eliot )


1997 – Τελευταίο καλοκαίρι του Κ. Μοσκώφ στον Πλαταμώνα
1997 – Τελευταίο καλοκαίρι του Κ. Μοσκώφ στον Πλαταμώνα




Και μετά ...το Τέλος ; Μπορεί όμως να πρόκειται και για απλή αλλαγή χώρου... Ο Κωστής τα καλοκαίρια στον Πλαταμώνα έβγαζε λίγα έπιπλα έξω, στην πεζούλα που έβλεπε τη θάλασσα μέσα από κορμούς δένδρων τυλιγμένους με κισσούς. Το γραφείο, την καρέκλα του, ένα κρεβάτι, δυο πολυθρόνες. Όλα ξύλινα, σαν μύγες μες στο γάλα των fer forgé και των πλαστικών μιας αστικής βεράντας. Το σκηνικό παρέπεμπε σε μετακόμιση, ή ανάλογης ετοιμότητας. Οι όποιοι δικοί του, εμείς οι Άλλοι, ήμασταν στην άκρη του πλάνου, σαν παραστάτες.
Ώσπου κουράστηκε στην ίδια θέση, καταπώς ο «απόκρυφος» Καβάφης «βαρέθηκε να βλέπει τη σκηνή και σήκωσε τα μάτια του στα θεωρεία»... Πήγε λοιπόν λίγο πιο πέρα, ούτε ....εξήντα βήματα.
Μπήκε στην απόλυτη δροσιά και υγρασία, έτσι την μοναξιά επικυρώνοντας, καθώς πολύ αγάπησε τζιτζίκια, γρύλους και παγόνια.

Το πέτρινο λιοντάρι του κήπου έσφιξε δυνατά το χέρι του Διαβόλου σφραγίζοντας τούτη την «ετυμηγορία».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: