Μεροκαματιάρηδες διαφθορείς

Καραβάτζο: «Η σύλληψη του Ιησού», 1602. Εθνική Πινακοθήκη Ιρλανδίας
Καραβάτζο: «Η σύλληψη του Ιησού», 1602. Εθνική Πινακοθήκη Ιρλανδίας


Είναι παντού τριγύρω μας. Μας απειλούν με πολιορκητικούς κριούς ηχηρών μεταμφιέσεων, φλύαρες μετονομασίες που λεκιάζουν την ψυχή, την εύπλαστη παρθένα λύπη μας, το εκμαγείο και το ναύλο του πορθμέα, έσχατη μνήμη εκβολής στη θάλασσα των γενεών γόνιμου χείμαρρου που επιστρέφει στην πηγή, ύδατα πλήρη νεογνών χρησμών που οι επερχόμενοι θα πουν ζωή μας. Βλέπω ήδη τους επισκόπους να σιδερώνουν τα άμφια, τα ψαλίδια να ακονίζονται, τον μανδύα να λάμπει, τα άξιος να δοκιμάζουν την ηχώ τους στον ουρανίσκο των πιστών, τις λεπτομέρειες της τελετής, την πνευματική κουρά, το οριστικό μες στους αιώνες Όνομα.
Όμως οι διαφθορείς καραδοκούν. Να ‘τους που μαγειρεύουν τον χυλό της λήθης, στήνουν τους ψευδεπίγραφους χαρταετούς ψηλά στης Καθαράς Δευτέρας μας τον ουρανό, να σκοτεινιάσουν το άστρο που μας δόθηκε να καίει από μέσα τη ζωή, να μας την παραδώσει σώμα λιλιπούτειας Άνοιξης που απ’ τη στιγμή της γέννησης σαν τον πιστό τον σκύλο μάς ακολουθεί.
Καλά αυτά. Τώρα ας φορέσουμε τις μάσκες, τη στολή, ας πάρουμε τα σύνεργα. Καταδυόμαστε σε λίμνη άγνωστη, θολά είναι τα νερά της, γεμάτα όντα επικίνδυνα.
Στην αρχή βλέπεις ύδατα διαυγή. Όντα γνώριμα κυκλώνουν την πορεία σου, κάποτε υποπτεύεσαι ένα που απειλεί, περνάει αδιάφορο, δε σ’ ακουμπά, όλα βαίνουν καλώς. Είναι μακριά ακόμα ο βυθός, το μέγα Σπήλαιο, το μέρος που θα δωρηθεί ή θα του δωρηθείς οριστικά. Κυλάς αργά και αναπόδραστα:

δελτίο ειδήσεων κρατικού καναλιού / δελτίο ειδήσεων, γενικώς / εγώ με κοιλιά επισκόπου φορά μουτσούνα έφηβη και χαριεντίζεται στην πλατεία / «―Έτσι έχουν τα πράγματα» / «―Ακούστε να δείτε» / φρόνημα διαφυλάσσει το κύρος του διά προεδρικών διαταγμάτων / η καλοσύνη κηρύσσεται αφελής και καταδικάζεται με βραχεία αναστολή / ένας υψώνει την φωνή του να κρυφτεί / άλλος υψώνει τη φωνή να τον χειροκροτήσουν / «―πέτα τη μπάλα στην εξέδρα και περπάτα αργά» / εύρωστοι αριθμοί, άνθρωποι πεινασμένοι / νέα γυναίκα μετρά τα ψιλά της μπροστά στο ταμείο / κάποιος δυσανασχετεί / ένα εγώ πέφτει σαν λεπίδα λαιμητόμου σε κατάλευκο αυχένα / ψάχνουμε λέξη συγγενή της γυναικοκτονίας / υπάλληλος φιλά το χέρι του αφεντικού / κάποιος μιλάει για φιλότιμο εν τη ερήμω / κάποιοι γελούν με δάκρυα / «―πού να σου εξηγώ» / «―πού να τρέχεις τώρα, αδερφέ» / περνά ένα φόρεμα με κάποια μέσα / η κάποια συνοφρυώνεται μπροστά σε μια γριά με τσεμπέρι / στο Μέγαρο πωλούνται εισιτήρια των 8 και των 80 ευρώ / θέσεις διακριτά άλλες / μουσική αδιάκριτα ίδια / το Μέγαρο είναι ναός της μουσικής / τα Μέγαρα είναι επίσημοι διαφθορείς / έφηβοι παραλαμβάνουν σχολικά βιβλία / καλό να διαβάζεις / κυρίως όταν δε σου δίνει χαρά / γιγάντιο πανό με μεγάλους μαέστρους /άλλο, με ανερχόμενους αστέρες / ουρανός πλήρης ετερόφωτων σωμάτων / μέγας φακός μεγεθύνει 7 νάνους / συμπτώματα κοινής αρρώστιας, όπως κρυολόγημα / γκριμάτσα στη βουλή διεκδικεί καταγραφή στα πρακτικά / διάγουμε δημοκρατία τηλεοπτική / χοιρίδιο ινδικό περιστρέφει εξουθενωμένο τον τροχό του / σχολείο επισκέπτεται το μπαλκόνι πάνω από τα δυτικά έδρανα / οι τρεις βουλευταί της αιθούσης καλωσορίζουν τους πελάτες / όλα βαίνουν επιτυχώς / στο τέλος της κοινοβουλευτικής εκγύμνασης, οι βουλευταί αποχωρούν / προηγούνται οι βουλεύτριες με το νεόκοπο όνομα / φημολογείται ότι ο μισθός τους δε συνάδει με τα προλεχθέντα / τα παιδιά βλέπουν / ακούγεται εκπυρσοκρότηση εκκίνησης / κάποιοι εκκινούν πιο κοντά στον τερματισμό / κανένας δεν διαμαρτύρεται / ο Πάπας και ο Πατριάρχης είπαν πως είναι θέλημα Θεού / μέγαρο και εργατικές κατοικίες κοιτάζονται κατάματα / μόνον οι εργατικές κατοικίες χαμηλώνουν το βλέμμα / οδηγός Cayenne μαρσάρει μπροστά σε αστέγους / κάποιος αγοράζει σειρά άλλου σε χειρουργείο / κάποιος πεθαίνει / όλα βαίνουν επιτυχώς / μετά την εκκαθάριση 35.000 περιπλανώμενων, ευρωπαϊκός μουσικός διαγωνισμός καλωσορίζει αντιπροσωπεία μη ευρωπαίας χώρας / η καλλίπυγος εκπρόσωπος λέγεται Γκολάν, μια σύμπτωση / δηλώνει υπερήφανη χωρίς να διευκρινίζει για ποιο πράγμα / στο σκηνικό τυφώνες και καπνοί αιμάτινων εκρήξεων / σημαία κυματίζει μπρος στην κάμερα / είναι πολλά τα λεφτά Άρη μου / Άριοι διατηρούν ιστορικά διδακτικές σημειώσεις / έξυπνα ηχητικά συστήματα φιλτράρουν τις αποδοκιμασίες / παλαιάς κοπής ταχυδακτυλουργοί εξαφανίζουν τους διαδηλωτές / έτερη χώρα, για σχετικούς λόγους, αποκλείεται / εδραιώνεται η φήμη πως οι Ουκρανοί γεννάνε πιο πολύτιμα παιδιά από τους Παλαιστίνιους /

Βγαίνεις από τη λίμνη, να αναπνεύσεις. Κοιτάζεις αν σου λείπει ένα κομμάτι κρέας ή μια φούχτα ψυχής, αν είσαι άλλος απ’ αυτόν που μπήκες. Όλα σωστά, έτσι σου φάνηκε. Φοράς τη μάσκα, κάνεις το σταυρό σου, βυθίζεσαι, με το κρανίο σου γεμάτο προσευχές. Όλο και πιο βαθιά:

ο ψάλτης λέει ένα Πάτερ ημών / τονίζει προσεκτικά το «ὡς καἰ ἡμεῖς ἀφίεμεν» / πιστός με ψήφο επιστολική κατακεραυνώνει το ανάγλυφο της εκφοράς / παπάς διαβάζει την Παραβολή του Ασώτου / ειδήμων θεολογών πιστοποιεί πρόβλημα στην ορθοφωνία / ο Isaac Stern, μέσα σε φράκο, παίζει ένα Stradivarius στη σκηνή της «αίθουσας Χρήστος Λαμπράκης» / γκρίνιες για ελάσσονες τονικές αστοχίες / σχολιάστηκε ότι τα ακριβά εισιτήρια υπήρξαν μείζονες διαφθορείς / κανένας δε μιλάει για συγκίνηση / εύπορος ξεφυλλίζει βιογραφικά επισκόπων για καλό σκοπό / διαλέγει το πιο πλούσιο, για να εξομολογηθεί μπροστά του / μέλος της Ακαδημίας ασκεί την ορθοφωνία του σε λέξεις όπως πρόεδρος, αντιπρύτανης, κοσμήτορας, διαπρεπής, και άλλα / ο Κολοκοτρώνης, έφιππος, δείχνει με το δάχτυλο τα συνηθισμένα / ο Μακρυγιάννης παίζει τον τζουρά του / τζάμπα ο κόπος σου να μάθεις δυο κολλυβογράμματα, καημένε μου / ο κυρ Αλέξανδρος παίρνει έναν υπνάκο στη Δεξαμενή πάνω από το κρασάκι του / εφεύρεση πιστοποιεί EQ και IQ με το πάτημα ενός κουμπιού / κάποιος κοιτάζει έναν νάνο από ψηλά / άλλος κοιτάζει ένα μικρό παιδί / κανείς δεν χαμηλώνει το ανάστημα / ο Κουρεντζής διευθύνει επιτυχώς την 9η με 7 σκουλαρίκια στα αυτιά του / κάποιος παραγγέλνει να του γυαλίσουν τα παπούτσια / στο σπίτι, ο Εγγονόπουλος πλένει μονάχος τα εσώρουχά του / ο Μινώταυρός του στάζει ακόμα αίμα μέσα στη μνήμη της μεταπολίτευσης / ένας διευθυντής σφουγγαρίζει με αργές κινήσεις το πάτωμα του γραφείου του / απ’ το διπλανό διαμέρισμα ακούγεται ένα Σ’ αγαπώ, σαν κάποιος να παραγγέλνει φρέντο εσπρέσο / φωνή υψώνεται, να φοβηθείς / αμάξι χώνεται μπροστά σου πριν απ’ το φανάρι / κάποιος εμβολιάζεται στη θέση σου / 37.000 πεθαίνουν κατά τη διάρκεια της πανδημίας / όλα διεξήχθησαν ορθώς / σε νεοσύλλεκτο απονέμεται απολυτήριο τρελού / περηφανεύεται γι’ αυτό σε πρωινή τηλεοπτική ζώνη / κανείς δεν ντρέπεται /

Γρήγορη επιστροφή στην επιφάνεια. Μεγάλη ανάσα. Πιο βαθιά.

Λέγεται πως θα απαγορευτεί να έχεις άποψη διαφορετική απ’ την επίσημη / για το κοινό καλό / η πολιτεία κόβει πρόστιμο σε όποιον διαμορφώνει ιδία άποψη / μάθημα μείζον προς τους νέους / κάποιος εκβιάζει ψηφοφόρους μπρος στην κάλπη / άλλος τους κολακεύει, το ίδιο κάνει / κανένας δεν διαμαρτύρεται / «-ο λαός θα μιλήσει» / κάποιος φοράει ρούχα που οι άλλοι δεν μπορούν να αγοράσουν / κάποιος κυκλοφορεί αμάξι που οι άλλοι δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν / τον σφράγισε η επιτυχία όπως το πυρωμένο σίδερο την αγελάδα / κάποιος μένει σε σπίτι που οι άλλοι δεν μπορούν / άγνωστος μέσα στην οθόνη γλείφει το κουταλάκι της αναγνωρισιμότητας / κανένας που ξέρω δεν τον ξέρει / πολύφερνη ακαδημαϊκή τηλεπερσόνα δεσπόζει στην απογευματινή ζώνη με στερητικές μικροαπατεωνιές / κανείς δεν τα προσέχει αυτά / εσύ να προσέχεις μόνο τους χρηματοδότες σου / κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει / τώρα θάνατος έφηβος ακονίζει το δρεπανάκι του / χαμογελά καλοσυνάτα κι ετοιμάζεται για τη θητεία του / να στρογγυλεύεις με επιμέλεια την κουβέντα σου, να μη μπερδεύει στα σεντόνια των νοικοκυραίων /

Πιο βαθιά. Θα μας φτάσει ο αέρας; Ίσως:

εκεί ένας καλλιτέχνης / κάποιος στέλνει άλλους στον πόλεμο / λέγεται ηγέτης / γραφιάς αποφασίζει τους εξοπλισμούς / υπουργός λέει πως είναι εντάξει να έχουν περίθαλψη μόνο όσοι μπορούν να πληρώσουν / παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς, οι ψηφοφόροι του είναι πρόσωπα υπαρκτά / ο Κωνσταντίνος Δασκαλάκης αδυνατεί να λύσει τον προρρηθέντα γρίφο / κάποιος λέει τα παιδιά του πιο άξια απ’ τα παιδιά των άλλων / τα χρηματοδοτεί, ως είναι πρέπον / γέμισε ο τόπος δίκαιους πορτοφολάδες / έλα, να μη χαλάμε τώρα την εικόνα μας / ο καλός θεούλης της δημοκρατίας ξυλοφορτώνει προληπτικώς τους αδικημένους / για να αντέχουν στο μέλλον, μα και για να θυμούνται ότι ουδείς λόγος διεκδίκησης υφίσταται / στο βάθος ιαχές θριάμβου / τα νερά γίνονται όλο και πιο θολά /

Ύφαλος με συμβουλές πνιγμένων άλλης εποχής:

«ὡς σεαυτόν», το είπε, δεν το είπε; / ή μήπως άλλο εννοούσε; / μη σε ταράζει αγάπη μου η χυδαιότητα / δε φταις εσύ για τα παιδιά που πνίγονται / να στέκεις μπρος στους άλλους με τα πόδια ανοιχτά, για να ριζώνει το ανάστημά σου / να φωνασκείς πάνω απ’ το ξένο πιάτο / να συναινείς στην αδικία, φτάνει να πληρώνεσαι καλά / να λες στους νέους το σωστό, πριν ψάξουνε και βρούνε το δικό τους /
[σβησμένες συλλαβές δεξιά κι αριστερά, αδύνατον να συνεχίσεις την αντιγραφή, όμως, μέσες-άκρες, έχεις πιάσει το νόημα]

Αναδύεσαι αργά. Ήδη υποπτεύεσαι στον βυθό σαύρες αποτρόπαιες που κλωσούν τα χειρότερα. Επιστρέφεις σε ό,τι αντέχει ακόμα ο νους σου:

Ο διαφθορέας μπαίνει στο καθιστικό με τις τσέπες του γεμάτες βεβαιότητες. Θυμήσου πως εσύ του άνοιξες. Μετά θα ‘ρθει η αποκτήνωση. Είναι η ώρα που οι καθρέφτες σου θα στέκονται βουβοί στο βάθος. Είναι εύκολο να συνηθίσεις ένα τέρας. Ο διαφθορέας ξέρει. Ζει σαν ποτέ να μην υπήρξε θάνατος. Δε δίνει τόπο στη γιορτή. Δίνει τον χρόνο του στις επενδύσεις. Ξέρει πως όλα έχουν την τιμή τους. Ίσως καταλαβαίνει την ασχήμια, ίσως όχι, πάντως την επιτρέπει. Μετά σηκώνει ένα δάχτυλο, να δώσει συμβουλή. Χτίζει παράσταση φτηνή, κάτω απ’ την τέντα του «Medrano». Διατρέχει τη σκηνή στρίβοντας τη λεκάνη του δεξιά κι αριστερά, όλοι είναι μέσα στο βεληνεκές της εποπτείας του, το μόνο που απουσιάζει είναι τα ρεβόλβερ του Κλιντ Ίστγουντ. Νοιώθει άξιος, αφού πληρώνει τους υπηρέτες του. Δεν ξέρει τι σημαίνει να παρίστασαι εν ονόματι. Βλέπει στο άνθος την αισθητική, όχι μια επανάσταση σε εξέλιξη. Λέει τη ζωή του πιο άξια απ’ τη ζωή ενός ανθισμένου κήπου. Ανίκανος να χτίσει παρουσία που κάθε στιγμή γεννιέται, ανδρώνεται κι αποχωρεί. Δεν ξέρει να αποσύρεται, γι’ αυτό είναι μοίρα του το να εξαφανιστεί από προσώπου γης.
Κι ας μην ξεχνάμε ότι έρχονται εκλογές, και κάθε εχέφρων περιμένει τέρατα διαφθείροντος λόγου, Ιμαλάια ψευδών, νήσους πλήρεις ακατέργαστης διαφθοράς, απ’ τους πολιτικούς ταγούς ετούτης της έρημης χώρας.

[ Και να που, μες σε μια απρόσμενη παρένθεση, θέλω να θυμηθώ πως φέτος, 15 Ιουνίου, κλείνουν 30 χρόνια χωρίς την παρουσία του Μάνου Χατζιδάκι. Ένα μεγάλο κομμάτι ζωής. Κι όμως εκείνο που ίσως επιθύμησε, μιας μορφής αθανασία που η φυσική πατρότητα δεν θα του επέτρεπε, το έχει ήδη με πολλούς τρόπους κερδίσει. Θυμήθηκα λοιπόν ότι ο διαφθορέας, που είναι είδος διαχρονικό, δεν έχει διακριτή καταγωγή, μπορεί να είναι ο καθένας μας όταν τα πράγματα ζορίσουν. Εκείνη η κάποτε χυδαία επίθεση της Αυριανής μες στην απόλυτη απελπισία τἠς οποίας κανείς απ’ τους σημαντικούς πολιτικούς παράγοντες, ακόμα και φίλοι του, δεν του συμπαραστάθηκε, φροντίζοντας να σώσουν το δικό τους το πολιτικό τομάρι, συμπεριλαμβανομένων ατυχώς και σημαντικών για το συλλογικό εκτόπισμα προσώπων όπως η Μελίνα Μερκούρη και ο Μανώλης Γλέζος (ο Πάγκαλος, ο Λαλιώτης, ο Μπέης, ο Ζίγδης, ο Δρεττάκης, ο Γ.Α.Μαγκάκης, ανάμεσα σ’ άλλους ― όλοι είχαν έναν καλό λόγο να συνταχθούν με τη φυλλάδα που τότε ανεβοκατέβαζε κυβερνήσεις ή στην καλύτερη περίπτωση διέπρατταν ελαφρά τη καρδία την αστοχία να κοιτάζουν αλλού από το καίριο, την προϊούσα διαφθορά του δημοσίου λόγου και συνακόλουθα της συλλογικής ψυχής μας), εκείνη λοιπόν η απάνθρωπη επίθεση προς το πρόσωπό του και η σχεδόν πάνδημη στην επικράτεια της πολιτικής έλλειψη υποστήριξης, είναι πολύ διδακτική για τον τρόπο που πρέπει να σκεφτόμαστε τις συγγένειες. Ο Χατζιδάκις έμεινε ―με κάποιες λίγες φωτεινές εξαιρέσεις― γυμνός από φίλους, και πολέμησε αυτή τη λάσπη μοναχός, όπως μπορούσε. Σήμερα σκέφτομαι πως μέσα απ’ αυτή τη μάχη σταχυολόγησε τις ανοιχτές πληγές που λίγο μετά τον θανάτωσαν. Με τι όπλα πολέμησε αυτόν τον άνισο, τον ήδη προδιαγεγραμμένο πόλεμο; Δεν ξέρω, αλλά υποπτεύομαι.
Ακούγοντας προχθές κάποια αγαπημένα έργα του που από καιρό δεν είχα επισκεφτεί, βεβαιώθηκα πως η επιστροφή στην ηχητική μνήμη μιας περιόδου που ήδη απέχει μισό αιώνα απ’ το σήμερα, δεν είναι ένα παιχνίδι της αισθητικής, ούτε μια αισθηματική μεταγλώττιση αποθησαυρισμένων ερώτων. Είναι, το ξέρω τώρα απ’ την απόσταση που κοιτάζω, ένα βαθύ βάπτισμα στην προίκα μιας εντοπιότητας που η ψυχή μας, θέλοντας και μη, με χίλια μάτια αντιλαμβάνεται, τους πρωταρχικούς ήχους που ήδη μέσα από τη μήτρα της μητέρας μάς νανούρισαν και που ο Μάνος ήξερε να αναρτά σε θέση περίοπτη μες στο πατρικό σπίτι, γνωρίζοντας ότι αυτό ειδικά το σπίτι ποτέ δεν θα πάψουμε να το επισκεπτόμαστε.
Το ήξερε συνειδητά; Νομίζω ναι. Γιατί τι άλλο είναι η Συνείδηση στην επικράτεια των αοράτων, αν όχι η ηρωική εξαίρεση σε εκείνο το «Παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὀ ποτήριον τοῦτο», που όλοι κάτω απ’ το τρωτό πετσί μας κουβαλάμε; Τι είναι, αν όχι ο τρόπος του ανδρείου στην ψυχή, την ώρα που πρώτη φορά αντιλαμβάνεται πως είναι αυτός μονάχος του που θα σώσει τον κόσμο; Αυτή η αντιστροφή του τρόπου της διαφθοράς, το γύρισμα της φόδρας, εκείνο το φάρμακο της μνήμης που τη σωστή στιγμή σε σέρνει έξω απ’ τα σαγόνια της αποκτήνωσης και σε σώζει, είναι η καταφυγή μας μες στη γενικευμένη απαξίωση του καίριου, στην οποία οι νεόσοφοι των καιρών, καθημερινά, μάς καταδικάζουν. Ασπίδα στην επέλαση των διαφθορέων θα ήταν τέτοια φυλαχτά, που θα κατέκλυζαν τη χώρα με προσευχές, εδραιώνοντας ηχητική υπεροπλία μνήμης που θα ξέρει να μιλά ταυτόχρονα σε όλες τις αισθήσεις, όσο και στο κουρασμένο σαρκίο του νου. Όσο περνάει ο καιρός, νιώθεις όλο και πιο απελπισμένα την ανάγκη μιας αδιαπέραστης τέτοιας ασπίδας ―πώς διαφορετικά να το ισοζυγιάσεις;― όχι κάτι λιγότερο από τη δωρεά να περπατάς τον παράδεισο ως προκαταβολή κι όχι ως επαιτεία.]

Δίπλα σ’ αυτά τα απλοϊκά ―αφού κι ο τρόπος του διαφθορέα απλοϊκός είναι― αναδύεται τώρα η υπόθεση εργασίας, η υποψία πως τα πράγματα δεν είναι απαραιτήτως μόνον έτσι. Αν, με μια γενναιόδωρη προς το συλλογικό ήθος ντρίμπλα, ελευθερωθούμε απ’ τη σκιά των φυλάκων και υποθέσουμε ότι οι διαφθορείς είναι απλοί πεπτωκότες Άγγελοι που η κατάσταση της πτώσης δεν τους επιτρέπει τον βηματισμό στο αυτόνομο κρατίδιο της καλοσύνης μας, τότε ίσως κρίνουμε σοφό να ακονίσουμε την κόψη των κριτηρίων, ώστε, τουλάχιστον, κάθε στιγμή, να ξέρουμε τι είναι τι. Συνειδητά και κατ’ επανάληψιν να καταδυθούμε στις λίμνες των απρεπειών, να αντιληφθούμε ―με όλο μας το πετσί, κι όχι μονάχα με του νου τον παλιό Δούρειο Ίππο― πως μες σε κάθε δευτερόλεπτο είναι δυνατόν να χωρέσει μια ολόκληρη Αποκάλυψη, εκείνη η βραχύβια μα ανακουφιστική βεβαιότητα ότι το βλέμμα μας και μόνον είναι που οικοδομεί την πραγματικότητα. Τότε θα αυτοκαθαρθούν οι αμαρτίες μας, θα λιπανθεί η μήτρα των αθώων κριτηρίων να γεννοβολήσει ηπείρους εδαφών απάτητων, θα συλλαβίσουμε για μια φορά, ωραίοι νεοσύλλεκτοι, στο πέταγμα μιας πεταλούδας το δικαίωμα αυτού του κόσμου να ξαναγεννηθεί στη νέα του Πλειστόκαινο, με τις ευλογίες ενός μοναδικού και ίδιου για πιστούς και για απίστους Θεού. Θα αξιωθούμε τότε τη δικαίωση, το διάβασμα ετούτης της πολύτιμης στιγμής σαν κιβωτού πλήρους ζωής, διεσταλμένο χρόνο μέσα στον οποίο πάντοτε, έναντι του θανάτου θριαμβεύουμε.

[ Είναι, άραγε, ακόμα μια διαφθορά το να ονειρεύεσαι; ]

(19 Μαΐου 2024)

Καραβάτζο: «Στέφανος ἐξ ἀκανθῶν», 1620-1604. Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης
Καραβάτζο: «Στέφανος ἐξ ἀκανθῶν», 1620-1604. Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: