Κατάλογοι ή λίστες

«Να θυμηθούμε τον περιώνυμο Κήπο του Ιερώνυμου Μπος...». Ιερώνυμος Μπος: «Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων» (λεπτομέρεια), Μουσείο Πράδο
«Να θυμηθούμε τον περιώνυμο Κήπο του Ιερώνυμου Μπος...». Ιερώνυμος Μπος: «Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων» (λεπτομέρεια), Μουσείο Πράδο


Π  Ρ  Ω  Τ  Η    Σ  Υ  Ν  Ε  Χ  Ε  Ι  Α

Οι παντός είδους κατάλογοι, από τη φύση τους καταδικασμένα, ναυαγισμένα κείμενα, ακόμη κι αν έχουν τυχαίως διασωθεί ακέραιοι από τα τροχισμένα νύχια του Χρόνου, για να ξαναγυρίσω άλλη μια φορά σ’ αυτούς, αφού το ’φερε και πάλι η κουβέντα, έχουν ωστόσο ασκήσει την ποιητική γοητεία τους αδιακρίτως απάνω σε ζωγράφους και συγγραφείς, παρομοίως και σε μουσικούς, δεν θα μπορούσε να ’ναι διαφορετικά και για τους άλλους ανθρώπους. Κατάλογοι, αλλιώς λίστες, είναι οι καταγραφές των χιλιάδων μουσικών δίσκων και βιβλίων σου, κατάλογοι-πορτολάνοι, ήτοι λιμενοδείκτες είναι και οι καταγραφές των αγριολούλουδων για όσους αρέσει να πατούν γερά στο χώμα, κατάλογοι και οι καταγραφές των άστρων για τους αιθεροβάμονες που αιθεροβατούν. Οι κατάλογοι, γενικώς, θεωρούνται δύσκολη υπόθεση, γιατί πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να μείνουν σημαντικά πράγματα έξω, άλλοι τους θεωρούν εύκολη δουλειά σαν το κομπολόι που παίζουν οι χασομέρηδες ή το κομποσκοίνι που ξεκουκκίζουν οι καλογέροι. Τι άλλο είναι, άλλωστε, παρά κατάλογοι οι ζωγραφικοί πίνακες, που κάποτε ήταν πολύ της μόδας κι απαριθμούσαν ζωγραφικώς διάφορες «νεκρές φύσεις»; Λούλουδα, καρπούς, θηράματα, αντικείμενα, συνήθως ωοκέλυφα κεραμικά ή λεπτεπίλεπτα γυάλινα, που ήταν πρόκληση για τον ζωγράφο να δείξει τη δεξιότητά του στον ζωγραφικό ρεαλισμό, όλα αυτά προβάλλουν σε κοινή θέα στους τέτοιους πίνακες, όπου αδιακρίτως, θεσπέσια κι απεχθή πράγματα αναμείξ, ορίζουν άλλοτε μια σοφή και γεμάτη υγεία, άλλοτε ακατάστατη, σκόρπια ή κι άρρωστη ψυχή, την ψυχή του κάθε ανθρώπου. Οι κατάλογοι αυτοί εκτός από ποιήματα, μουζικές και άλλα, μπορούν ακόμη να περιέχουν παρακλήσεις, κατάδεσμους, μαγικές επικλήσεις, κατάρες, προσευχές, ακόμη μαγειρικές συνταγές και εδέσματα, όπως εκείνος ο θηριώδης κατάλογος για υπομονετικούς (και ολίγον μαζοχιστές αναγνώστες, εδώ που τα λέμε), ο τιτλοφορηθείς Κανών περιεκτικός πολλών εξαιρέτων πραγμάτων των εις πολλάς πόλεις και νήσους και έθνη και ζώα εγνωσμένων του Δαπόντε Κωνσταντίνου Καμινάρη, του μετονομασθέντος Καισάριου, που επιμελήθηκε ο γνωστός φιλόλογος, ο πολύς Γ. Π. Σαββίδης και εξέδωσε περίπου προ τριακονταπενταετίας, το 1991, η πάλαι ποτέ Ποικίλη Στοά της Λέσχης του Δίσκου σε μιαν προκλητικά αξιομνημόνευτη για την εξαιρετική αισθητική της άμα τε και σπάταλη (ωστόσο ούτε κατά διάνοια νεοπλουτίστική ή χυδαία ― πώς κατάφεραν αυτό το θαύμα;) έκδοση, παρόμοια με τη μόλις προηγηθείσα (1989) των Εντεψίζικων του Μαθιού Πασκάλη (= Γιώργου Σεφέρη), πάλι με φιλολογική επιμέλεια του ψευδώνυμου Γ. Π. Ευτυχίδη (alias του Γ. Π. Σαββίδη και πάλι).
Να θυμηθούμε τον περιώνυμο Κήπο του Ιερώνυμου Μπος με την αφάνταστη εκείνη καταγραφή όλων των ειδών των Επίγειων Απολαύσεων ή μήπως τον κολαστήριο κύκλο του όπου καταχωρίζονται σε ισάριθμες φέτες τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα του ανθρώπου; Να θυμηθούμε τις Εκατό Παροιμίες σ’ ένα και μόνο πίνακα του Πίτερ Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου ή τις Απεικονίσεις των Μαρτυρίων της Κόλασης του ίδιου; Ή μήπως ν’ αναθιβάνομε τις Επτά Πράξεις του Ελέους του άλλου, του νεότερου Πίτερ Μπρίγκελ, που μου φαίνεται σαν πιο ισορροπημένος και ψυχοπονιάρης για τον συνάνθρωπο από τους άλλους δυό;
Προσωπικώς, προτιμώ τη μακάβρια, αλλά τρισχαριτωμένη μες στην αφέλειά της, λαϊκή τοιχογραφία με τους αμαρτωλούς της Κόλασης, που εντυπωσίασε τον δικό μας ποιητή σε παλιά εκκλησιά της Κύπρος, και από ζωγραφική που της είχε ταχθεί να είναι, εκείνος την έκανε στο πι και φι ποίημα με τον τίτλο «Λεπτομέρειες στην Κύπρο», βάζοντας κι αυτός μες στο ποίημά του

τον παραυλακιστή, τον παραζυγιαστή, τον παρα-
μυλωνά, και τον κατάλαλο·
την αποστρέφουσα τα νήπια και την αποκαλόγρια.

Τέλος άκρη άκρη, πρόσθεσε και τον Πανταχού Παρόντα, τον Ακοίμητο και Παντάνακτα Σκώληκα, μαθές αυτοπροσώπως τον Άδη.

Προσφάτως, σε ώρα σχόλης μπήκα ξανά στον γλυκό πειρασμό να γράψω πειραματικά έναν αλλιώτικο κατάλογο με τα διάφορα σκατολοΐδια που βρίσκονται απάνω στο γραφείο μου εκεί καρσί στο παλιό καρυδένιο σκρίνιο με τα τριάμισι συρτάρια και τα οκτώ γυαλένια πόμολα, όπου η μάννα μου μεν φύλαγε τα ακριβά κεντίδια της προίκας της, εγώ δε στοιβάζω τα δικά μου χειρόγραφα, δακτυλόγραφα κι έντυπα κεντίδια, αλλά κι ό,τι άλλο έχει συγγένεια μ’ αυτά ‒ θετικές ή χεστήριες κριτικές κι επιστολές, συγχαρητήρια δελτάρια επί τη νέα εκδόσει, βιαστικά, πειθαναγκαστικά και βεβιασμένα σημειώματα ευχαριστιών, αλλά και άλλα της ειλικρίνειας αυτά, προϊόντα αναλόγως της καλοσύνης, της ευγένειας, κάποτε και της κακίας, μαθές όσα επιτάσσει το τυπικόν και η κοινωνική ορθότης των καιρών, αυτή που μας έχει φλομώσει με την υποκρισία και με τις υπερβολές της…
Με βασάνισε (συναισθηματικά θέλω να πω) αυτή η λίστα ώσπου να τη συντάξω ― όσο γερνά κανείς όλο και πιο ευεπίφορος στη νοσταλγία και στον συναισθηματισμό κατασταίνεται, όλο και συχνότερα ακούει το κλάμα των πραγμάτων εντός του. Συντάζοντάς την ένιωσα ότι τα πράγματα, όσο ασήμαντα κι αν είναι, έχουν τη δικιά τους ιστορία, τη δικιά τους ομιλία και ψυχή, που φανερώνει σπουδαία μυστικά σ’ όποιον μπορεί να σκύψει και ν’ ακούσει. Πόσοι άνθρωποι εμπλέκονται στο να φτειάξουν ή να χρησιμοποιήσουν τα αντικείμενα, που συνεργώνουν ένα γραφείο; Άραγες πρόκοψαν, άραγες ατύχησαν αυτοί οι άνθρωποι; Πέθαναν ή ζουν ακόμη; Αν μόνο ημπορούσε κανείς ωσάν λαγωνικό να ιχνηλατήσει τα σημάδια τους, καθένας και μια διαφορετική, αλλά και τόσο όμοια με των άλλων ανθρώπων τις ιστορίες, που όλες μαζί, άμα τις έβαλες κοντά κοντά, νά σου, και εξιστορούν τη σάγκα ολόκληρης της ανθρωπότητας, αληθινά μυθιστορήματα επί μυθιστορημάτων! Άλαλα και βουβά τα πράγματα έχουν ωστόσο το ιδίωμα να ζωντανεύουν, να γίνονται λαλούμενα όργανα με φωνή και μουζική σαν τον καρυοθραύστη του παραμυθιού. Μόλις πας να τ’ αγγίξεις και να τα προκαλέσεις με την αφή και τη ματιά σου, λες και περίμεναν ακριβώς αυτό, ξυπνούν από τη νάρκη κι αρχίζουν ν’ ανακλαδίζονται. Άλλα κλαίνε, άλλα γελούν, άλλα σκορπίζουν την ευωδιά τους ή ξαποστέλνουν την αποφορά τους, πού νά βρεις χαρτωσιά; Συνεπικουρούνται από εκείνη τη φεύγουσα αίσθηση, την αριθμημένη ως έκτη, που έχει όργανό της τη μνήμη κι εγκατοικεί στου νου τις ρύμες και τ’ αυλάκια, στα συρταρωτά έγκατα της ψυχής.

Όποιος έχει διαβάσει τον εμβληματικό Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις ίσως θυμάται το παροιμιώδες χάος που επικρατεί στο αναμπούμπουλο συρτάρι του Μπλουμ, έτσι που το περιγράφει ο συγγραφέας. Τελειώνοντας τον δικό μου κατάλογο, τον διάβασα σ’ ένα φίλο, φανατικό αναγνώστη (και βαθύ γνώστη) της λογοτεχίας. Με έκπληξη άκουσα κάτι που δεν το ήξερα, ότι κι ο γνωστός, ιδιόρρυθμος αμερικανός συγγραφέας Θωμάς Πίντσον (μερικοί προφέρουν το επώνυμό του Πίνσον) έχει κάνει κι αυτός έναν κατάλογο στο μυθιστόρημά του Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας όπου περιγράφεται το γραφείο του ήρωά του Σλόθροπ. Ο φίλος μού εξήγησε ότι πρόκειται κυρίως για το δωμάτιο του γραφείου με τα αντικείμενα ακατάστατα και χύδην ριγμένα μέσα εκεί, αλλά και πάνω στο ρυπαρό γραφείο-έπιπλο, έναν αντικατοπτρισμό του ιδιοκτήτη του, όπως φαίνεται. Του είπα ότι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο και προθυμοποιήθηκε να μου φέρει το σχετικό απόσπασμα. Εξακρίβωσα ότι πρόκειται για μιαν έξυπνη, ρεαλιστική περιγραφή, ωστόσο η ανάγνωσή της δεν με πτόησε ούτε με απέτρεψε από το να δημοσιοποιήσω εδώ τον κατάλογο του εδικού μου γραφείου ―κάπου βρίσκω πάντα την ευκαιρία να βολεύω τους καταλόγους ― τις λίστες, τις παρεκβάσεις και τις παρεκβολές ή τα ιντερλούδια, όπως και να τα ονομάσεις το ίδιο κάνει―, που αγαπώ καταχρώμενος την υπομονή του αναγνώστη μου. Ο μάστορας Γεώργιος Βιζυηνός χωρίς άλλο θα με κάκιζε, μάλλον θα με έψεγε γι’ αυτό το χούι μου: «Δεν αγαπώ τας παρεκβολάς εν τοις διηγήμασιν», έγραψε ορθά-κοφτά στη διήγησή του «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας». Τελοσπάντων, δεν βλέπω ομοιότητες στα δυο κείμενα, άλλο το γραφείο του ενός, άλλο του άλλου. Ιδού την εδώ παρακάτω η περιγραφή του δικού μου γραφείου-έπιπλου, πού δεν είναι από ξύλο, παρά είναι φτειαγμένο από μέταλλο και κρύσταλλο, δυο εντελώς «ψυχρά» υλικά ―είν’ αλήθεια― για να «ψύχεται» κάπως, μαθές να μην παραζεσταίνεται και γίνεται νιανιά η γραφή απάνω του.
Ένα παλιό στυπωτήρι μελανιού από μέταλλο, ξύλο και στυπόχαρτο για να κουκουλώνεις όσο γίνεται τις αναπόφευκτες μουτζούρες πάνω στο λευκό χαρτί, όταν γράφεις με τον αγαπημένο στυλογράφο σου. Αν και αυτό το κάνεις μόνο αν γνωρίζεις εξαρχής ―πράγμα σπάνιο― τι ακριβώς θα γράψεις ή έστω έχεις την ψευδαίσθηση ότι η γραφή είναι «οριστική»! Αν και κάθε «τέλος» δεν είναι παρά ένα πένθος, που του ταιριάζει το χρώμα του πανσέ, είναι πια πράγμα δύσκολο να βρεις μενεξεδί μελάνι και στυπόχαρτο, τα σβάρνισε κι αυτά, τα σάρωσε μαζί μ’ όλα τ’ άλλα το χαμσίνι των νέων καιρών, κι έτσι σήμερα κανείς δεν χειρογραφεί, προπαντός κανείς δεν διορθώνει κι ούτε γνωρίζει, άλλωστε, το χρώμα το μενεξεδί, αποκλειστικό τώρα πια της Ποιήσεως χρώμα.
Τρία μολύβια (τα δύο μηχανικά), μα εσύ προτιμάς το πιο φτηνό και μαλακό ίσως γιατί είναι απολύτως αθόρυβο όταν το σύρεις πάνω στο χαρτί και δεν ανατριχιάζεις ακούγοντάς το, όλο ξύλινο από τη μύτη ώς την άλλη άκρη του, ένα Faber που παντρεύτηκε με την Castell πριν από χρόνια και φτιάξανε το πιο αχτύπητο μαλακό μολύβι, το γερμανικό Faber-Castell 6B.
Ένα στυλό διαρκείας Cross, που σου είχε φέρει δώρο ακριβό από την Αμερική φίλος αγαπημένος, μισόν και βάλε αιώνα πριν, το 1968, μαζί μ’ ένα ακόμη ακριβότερο πεσκέσι, αυτό ανεκτίμητο, τη Missa Solemnis του Μπετόβεν στην ανεπανάληπτη ηχογράφηση της Ορχήστρας Φιλαρμόνια υπό τις οδηγίες του Κάραγιαν (το 1959 στη Βιέννη κι όχι στο Λονδίνο, όπως θα ήταν φυσικό), με προεξάρχουσα μονωδό την Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ μαζί με τον δικό μας βαρύτονο Νίκο Ζαχαρίου, τον Ρωσοσουηδό τενόρο Νικολάι Γκέντα και τη μεσόφωνο Κρίστα Λούντβιχ να εκλιπαρούν ο ένας πιο σπαραχτικά από τον άλλον μαζί κι η χορωδία, μαζί κι ολόκληρη η ανθρωπότης το έλεος του θεού για το αδύναμο κι ανόητο ον που είναι ο άνθρωπος, αποδίδοντας κατά την ερμηνεία τους ιδιαιτέρως ευκρινώς και σοφά τονισμένο, ίσως τολμηρότερα από όσο υποδεικνύει η παρτιτούρα τον σπαραξικάρδιο στεναγμό στο λειτουργικό κείμενο, τον πιο συχνό στεναγμό του πάσχοντος ανθρώπου, το «Α(χ)!» και το «Ω(χ)!» που φέρνει τον Θεό κοντύτερα στον άνθρωπο ― «Α! miserere nobis, Αχ! λυπήσου μας», το «Ω(χ)!» της συντριβής, αλλά και το «Α(χ)!» της γεμάτης αξιοπρέπεια περήφανης απαίτησης του ανθρώπου από τον Σωτήρα του, του ανθρώπου που έχει γνωρίσει τα όρια του εαυτού του και ξέρει πλέον ότι από μόνος του, χωρίς το χέρι ενός θεού, αδύνατο να σωθεί. Ήταν δυο δίσκοι βινυλίου της εταιρείας Angel, θυγατρικής της EMI, όπου τα καθέκαστα εκείνης της ηχογράφησης του 1959 περιγράφει ολοζώντανα η ίδια μονωδός, όταν αργότερα το 1998 ξανακυκλοφορήθηκε η ίδια μνημειώδης ηχογράφηση, αυτή τη φορά σε δίσκο ακτίνας ή «συμπαγή δίσκου», όπως ανεπιτυχώς μεταφράστηκε στα Ελληνικά ο καινοφανής όρος compact disc ή άλλως δίσκος ακτίνας. Το 1959 ήσουν δεκατεσσάρω’ χρονώ’ και μόλις είχες ακουστά από έναν πιο γραμματιζούμενο από τους υπόλοιπους καθηγητές σου, καλή του κι άγια ώρα!, για την ύπαρξη ενού παλιού, κουφού μουσικού ― σκέψου να μην τύχαινε ν’ ακούσεις αργότερα αυτό το έργο, που μαζί με κάποια άλλα μουσικά και ποιητικά, σφράγισε την ίδια τη ζωή σου! Θα ’χες τότε απομείνει, ναι, ένας ανάπηρος της ζωής, ένας άνθρωπος μισερός που δεν θα είχε μάθει να κολυμπάει. Αυτόν τον στυλό Cross τον έχεις από τότε οπλισμένο πάντα με κόκκινο μελάνι, απίκο για τις διορθώσεις, που άμα δεν γίνουν στην ώρα τους και δεν τονιστούν ευκρινώς, συχνά ξεφεύγουν κι όταν το ανακαλύπτεις είναι πια αργά. Μαζί οι ξύστρες, οι γομολάστιχες, τα διορθωτικά υγρά, όλα όσα δεν γράφουν, αλλά σβήνουν, πιο χρήσιμα αυτά από τα μολύβια και τις πένες. Τούτα τα εργαλεία πάνω στο γραφείο έτοιμα στη σειρά, χρειαζούμενα για το επιτήδευμα αυτής της «βάναυσης», βαρείας και ανθυγιεινής τέχνης, που την γεννά η απουσία, την τρέφει η απόγνωση και τη θεριεύει η ελπίδα ― όλα χρειαζούμενα, η γομολάστιχα, η γομολάστιχα το πιο αναγκεμένο απ’ όλα!…
Σε μια φαρφουρένια μακρόστενη πιατελίτσα βάζεις τ’ άλλα, τα πιο ασήμαντα, ωστόσο απαραίτητα: ανταλλακτικές μύτες των μηχανικών μολυβιών, συνδετήρες, ξύστρες, αυτοκόλλητους σελιδοδείχτες, αλλά και άλλους πλουμισμένους με κεντίδια για τα βιβλία που μια ζωή τ’ αγαπάς και δεν τ’ αποχωρίζεσαι κι όλο μες στις σελίδες τους τρυπώνεις και χάνεσαι ‒ να μην αρχίσεις να σκαρώνεις και των αγαπημένων βιβλίων σου τον κατάλογο τώρα! Σε τρία γυάλινα, χοντρά και πλατύστομα δοχεία περιμένουν τη σειρά τους τα κοινά μολύβια κατά χρώματα και σκληρότητα, οι πένες και τα στυλό διαρκείας, στο τελευταίο οι μαρκαδόροι, χοντροί και λεπτοί, σε τέσσερα χρώματα, μαύρο, κόκκινο, μπλε και πράσινο, αυτούς σπάνια τους χρησιμοποιείς, προσπαθείς να μην κάνεις διακρίσεις στη δημοκρατία των λέξεών σου υπερφωτίζοντας κάποιες σε βάρος των αλλωνών, άλλοτε το πετυχαίνεις, άλλοτε όχι. Υπάρχει κι ένας μενεξεδής μαρκαδόρος, αυτός είναι για χαράζει το εξαιρετικό πένθος στις λίγες σελίδες που απομένουν λευκές· η πάντα υγρή μύτη του από τσόχα ποτίζει βαθιά, ανεξίτηλα το χαρτί, αδύνατον να σβηστεί…
Ένας μεγεθυντικός φακός με κοκάλινο χέρι για να μεγαλώνει μόνο όσα πρέπει να μεγαλώσουν, τα υπόλοιπα καλύτερα ας μένουν αλάργα και μικρά.
Ένα κρυστάλλινο τριθέσιο σερβίτσιο με ξηρούς καρπούς, τρίμματα της λιχουδιάς των Αζτέκων, μαθές της ακατέργαστης σοκολάτας, και καραμέλες βουτύρου για συντροφιά παρηγοριάς τις ώρες της ατελείωτης νύχτας, ν’ αποξεχνάς ότι παράργησες να πλαγιάσεις και σ’ έζωσε η λιγούρα ― σπάνια τα καταφέρνεις ν’ αντισταθείς, κι όλο σαν το ποντικό ψάχνεις μες στο ψυγείο και τα ντουλάπια να βρεις κάτι να μασουλίσεις τις μικρές μεταμεσονύχτιες ώρες, που ’ναι οι πιο πίζουλες και για τη βουλιμική πείνα της γραφής.
Μια σχεδόν τετράγωνη ―έχει σημασία αυτό το «σχεδόν»― αστραφτερή μαγιόλκα 19,5 Χ 19,0 εκατοστά, έργο αγαπημένης ζωγράφου μ’ ένα κοριτσάκι που παίζει μ’ ένα αστέρι δεμένο σε σπάγκο, όπως άλλα παιδιά κάνουν με το μπαλόνι, κι έχει το φεγγάρι ζωγραφισμένο στο φουστανάκι του. Τυλίγει, ξετυλίγει το κοριτσάκι τον σπάγκο με το κρεμασμένο αστέρι. Αν και τα πόδια του στηρίζονται γερά στο χώμα και τα μάτια του χαμηλοβλέπουν, το κοριτσάκι μ’ ένα δακρυόεν χαμόγελο φαίνεται σαν να νοσταλγεί έναν άλλο κόσμο διαφορετικό από τον εδικό μας. Από τις πλάτες του κοριτσιού φυτρώνουν δυο διάφανα πεταλουδένια και μη-μου-άπτου φτερά, κανείς δεν ξέρει για ποιον ακριβώς λόγο, μόνο η ζωγράφος ίσως ξέρει ―ποιος ξέρει, αν ξέρει; Στην Τέχνη κανείς δεν ξέρει για βέβαιο― θ’ αντέξουν, δεν θ’ αντέξουν στο μακρινό ταξίδι τους αυτά τα φτερά;, αναρωτιέσαι κι αλαφιάζεσαι με την ερώτηση και μόνο, τρέμεις μην πάθει κάτι ―για όνομα του θεού!― το κοριτσάκι, όπου πάνω στο άτελο σωματάκι του εσύ ακουμπάς με σιγουριά το παλιό φλιτζάνι από κρακελαρισμένη πορσελάνη της Μπαράνοφκα για το τσάι της γαλήνης και τον καφέ της υπομονής, από τύχη αγαθή το ίδιο που χρησιμοποιούσε κι η Μέλπω! Δίπλα του, ένα υποποτήριο από αδιάβροχο πεπιεσμένο χαρτί με μιαν εφηβική αυτοπροσωπογραφία του Ίγκον Σίλε, που δεν πρόλαβε να γεράσει κι απόθανε νέος κι όμορφος, γιατί, όπως λέγεται, τον αγαπούσαν οι θεοί· σ’ αυτό ακουμπάς το κολονάτο ποτήρι σου με το νερό, αλλά κάποιες φορές το χέρι σου ξαστοχεί από αδεξιότητα και μουσκεύει όλα ένα γύρο. Τότε θέλεις να κλάψεις για την αφηρημάδα που σε δέρνει, την κουτουράδα που έκαμες, μαζί και για όλες τις άλλες κουτουράδες της ζωής σου, που συχνά τις θυμάσαι όλες μαζί ― και πάντα βράδυ.
Ένα παλαιό ρολογάκι πανταντίφ είναι κρεμασμένο πάνω στην άσπρη βάση του φωτιστικού, έτοιμο καθ’ όλα να ξαναλειτουργήσει, αν αποφασίσεις να το κουρδίσεις, ωστόσο δεν τ’ αποφασίζεις. Βρίσκεται εκεί σταματημένο στις έντεκα και πενήντα εννέα λεπτά ακριβώς. Για ποιο λόγο, δεν θέλεις να το θυμάσαι, κάμε κάμε τα κατάφερες να ξεχάσεις τον λόγο πια. Και τώρα υποψιάζεσαι ότι θέλησες να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου ότι εν δυνάμει ένα, μόνο ένα λεπτό απομένει έως τη δωδεκάτη ώρα. Ένα άλλο πάλι ελβετικό ρολογάκι, επιτραπέζιο αυτό και οβάλ, με γούστο καμωμένο, λατινικούς αριθμούς και πεποικιλμένους δείκτες, ενθύμιον δώρο αγαπημένου φίλου, φευγάτου πια, σταλμένο κατ’ εντολή του από τον άλλο κόσμο, αφού εγνώριζε την αδυναμία σου για τα ρολόγια, έφτασε στα χέρια σου μετά τον θάνατό του. Επάλεψες συνεχώς επί πολύν καιρό να το συνεφέρεις ρυθμίζοντάς το να διαβάζει «σωστά» την ώρα χωρίς πισωγυρίσματα ― άραγες διαβάζεται ποτέ από τον άνθρωπο και τα ρολόγια «σωστά» η ώρα; Τελικά, εσύ ποτέ δεν τα κατάφερες να πετύχεις τη «σωστή» ώρα κι έτσι απογοητευμένος, αλλά και κατά κάποιο τρόπο λυτρωμένος, το έχεις αφήσει στις ιδιοτροπίες του άλλοτε να τρέχει, άλλοτε να αργοπορεί ανάλογα προς τα παράξενα, τα ανεξήγητα καπρίτσια του Χρόνου και τα πέριξ τεκταινομενα της ζωής, πιστεύοντας ότι αυτό και μόνον αυτό από τα τόσα ρολόγια που διαθέτεις σου στέλνει σωστή την πληροφορία κι άλλο τόσο σωστό το μήνυμα της σχετικότητας του Πανδαμάτορα…
Ένα ντοσιέ όπου μέσα χρόνια τώρα καταθέτεις διάφορα μικρά χειρόγραφα, επιστολές και ταχυδρομικά δελτάρια, ποιήματα και μικροδιηγήματα. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις, διότι γνωρίζεις ότι αν το κάνεις θα ξαναρχίσεις νταραβέρια με τον Χρόνο, οπού είδες κι έπαθες ώσπου να τον καταργήσεις ― τρόπος του λέγειν, να μην κοροϊδευόμαστε, ποιος ποτέ κατάργησε τον Χρόνο για να ’χεις την πεποίθηση ότι θα μπορέσεις κι εσύ να το καταφέρεις; Ἅπαντες ἐν αὑτῷ ἐσμὲν καὶ ἐν αὐτῶ ζῶμεν, κανένας ἐξαιρούμενος, μόνο οι φευγάτοι, αλλά ούτε κι αυτοί.



[ Απόσπασμα από την ανέκδοτη νουβέλα του Π.Κ. Μποϊλές ο Μποϊκλής

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: