Το καθεστώς του Ιουνίου είναι ανατρεπτικό και κρυφίως δικτατορικό, μοιάζει με τσουλήθρα σε παιδική χαρά άνω των 18 και σε πάει όπου θέλει περιφέροντας τη νοσταλγία καταγάλανης θάλασσας.
Αν ο Ιούνιος ήταν πρωινό, θα ήταν μια ποικιλία ροφημάτων (με εξαίρεση το κώνειο), θα ήταν μια κρεμ καραμελέ που ισορροπεί τρεμοπαίζοντας με εντυπωσιακή σταθερότητα στην κορυφή όλων των ημερών και περιχύνεται στα πρωινά των αργιών. Θα φορούσε λευκά εσώρουχα και θα πηγαινοερχόταν στην βεράντα χωρίς την παραμικρή ντροπή (ακόμη κι αν το σπίτι βρισκόταν σε κοινή θέα, στο κέντρο της πόλης), κελαηδώντας σαν αηδονάκι του μεσονυχτίου. Θα απλωνόταν σαν μπουγάδα αψεγάδιαστη και με το παραμικρό αεράκι θα τρεμόπαιζε, αφήνοντας τα νυχτερινά όνειρα να κυλήσουν από ψηλά και, σαν μπαλάκια του τένις ―ταπ ταπ ταπ―, να χοροπηδούν στις τσιμεντένιες ταράτσες, αναστατώνοντας πρόσκαιρα γάτες, περιστέρια, ανθρώπους και λοιπά μη μεταναστευτικά.
Αν ο Ιούνιος ήταν μεσημεριανό, θα ήταν χειμαρρώδης λευκός αφρός σαν να πεταγόταν από ένα γυάλινο μπουκάλι μπίρας ή από ουρά μεγάλου ψαριού που παιχνιδίζει στο θαλασσινό νερό (εξαιρείται ο καρχαρίας). Θα ήταν μια ελπιδοφόρα θεωρία περί των ατρόμητων κολυμβητών που διασχίζουν την Μάγχη, μια ποικιλία των σιωπών που ανασηκώνουν οι ρίζες των οπωροκηπευτικών ―ντομάτες, αγγούρια, κρεμμύδια― και, φυσικά, θα περιείχε το θρόισμα της ιεράς ελαίας, σκορπίζοντας υποθέσεις για τα μελλούμενα, καθώς ο καπνός από τα τσιγάρα των συνδαιτημόνων θα ανυψωνόταν ως θυσία χαρμόσυνης συντροφιάς στη σκιά μουριάς κατάφορτης δαιμονίων.
Αν ο Ιούνιος ήταν δείπνο, θα ήταν περιγιάλι ή θα ήταν δωρεά γωνιακού καφενείου ανάμεσα από δυο έρημους χειμωνιάτικους δρόμους, θα είχε τη μυρωδιά θηλυκής ελαφίνας και τη γεύση πέστροφας σερβιρισμένης με μυστικά ροής ποταμού, θα είχε τη δροσιά μιας ανέμελης ανεμώνης στο στήθος δασκάλας ξένων γλωσσών (what΄s your name? Do you like to make love tο me?), θα πετούσε με φτερά τζιτζικιού ανάμεσα στους φίλους και αχρείαστα θα ήταν τα μαχαιροπήρουνα και τα άλλα συνήθη σκεύη, όπως πιάτα, ποτήρια και κατσαρολικά, θα ήταν κούνια φτιαγμένη από τις πιο προκλητικές φαντασιώσεις, αυτές που δεν συγχωρούνται με τίποτε, ούτε στην κόλαση, ούτε στον παράδεισο, θα είχε το άρωμα τριαντάφυλλου παλιάς τριανταφυλλιάς, ανθισμένης σε χώμα δουλεμένο από την αγωνία τής αναμονής.
Αν ο Ιούνιος ήταν δείπνο, θα ήταν η αίσθηση του μελλοθανάτου που πιστεύει ακλόνητα πως καλά έπραξε ότι έπραξε και δεν τον νοιάζει αν πεθάνει.