Into the Box / Ηθική τού Ερήμην, ΙΙ

Into the Box / Ηθική τού Ερήμην, ΙΙ



Όσο Εκείνη είναι στο Μέλλον μου, κι εγώ στο Παρελθόν Της,
το μόνο σίγουρο είναι ότι ήδη ανταμώσαμε, κάνοντας τον Χρόνο χαρτοπόλεμο

___________

είναι γνωστό τοις πάσι, κι οι πέτρες το ξέρουν, βούκινο είχε γίνει ότι εκείνος κι Εκείνη αρέσκονταν στο να μεταμφιέζουν τις ημερομηνίες, να τραγουδάνε το τραγούδι που ξεγελάει το χρόνο, να χάνονται στις δίνες των δευτερολέπτων, να κολυμπάνε ύπτιο και πεταλούδα στον ωκεανό της μνημοσύνης, να ξετρελαίνονται με τις διαφοροποιήσεις της διάθεσης, με την διελκυστίνδα των διακυμάνσεων, να μπερδεύουν το χθες και το σήμερα, να ανακατεύουν ξανά και ξανά την τράπουλα της φθοράς, να ρίχνουν τις πασιέντσες της αναμονής (τίνος άραγε γεγονότος ή συμβάντος; — πότε μιας ποιητικής συλλογής, πότε μιας έκθεσης ζωγραφικής, πότε ενός ακόμα ξεφαντώματος), ανθιστάμενοι δημιουργικά, είναι η αλήθεια, στις απειλές της αδράνειας, σ᾽ εκείνη την αίσθηση του κενού που, όπως συζητούσαν, καθήλωνε συχνά τον Γιώργο Μακρή, και ενδεχομένως τον οδήγησε σ᾽ εκείνη την αδόκητη αυτοχειρία (δίχως να λείπει μια στάλα χιούμορ πάντως: Ο Έλλην Πεσόα, ο Γιώργος Β. Μακρής, όταν θορυβημένος ο θυρωρός του τον ρώτησε, «Τι έχετε, κύριε Μακρή; Σας βλέπω αναστατωμένο», απαντήσε, «Τίποτα, τίποτα, κατεβαίνω αμέσως». Πήρε το ασανσέρ, ανέβηκε στον έκτο όροφο, και τωόντι κατέβηκε αμέσως, μ᾽ ένα άλμα από το μπαλκόνι, αναχωρώντας εκουσίως από το παλκοσένικο του βίου. Σχεδόν τα ίδια λόγια, παραδόξως, είπε ο συγγραφέας Ουίλιαμ Μπάροουζ, ενόσω τον διακόμιζαν στο νοσοκομείο με το ασθενοφόρο: «Επιστρέφω αμέσως!») —

φυσικά, αμφότεροι εκείνος κι Εκείνη (ιδίως Εκείνη) είχαν ταχθεί, μάλλον σθεναρά, κατά της λεγόμενης διασάλευσης των αισθήσεων με άλλα μέσα πέραν της δημιουργικότητας, πάει να πει της μετουσίωσης & μεταρσίωσης όσων συνέβαιναν γύρω τους και εντός τους σε καλλιτεχνικό δρώμενο, καθώς (σχεδόν) τα πάντα γίνονταν υλικό επεξεργασίας: εισιτήρια, φωτογραφίες από το κινητό, πολαρόιντ, ξυλαράκια, στιγμές, μνήμες, μορφασμοί, γέλια, χορογραφίες βλεμμάτων, κόπιτσες, ροζανθοί, χαρτοπετσέτες αποτελούσαν την ύλη εκείνου του Βιβλίου της Ανησυχίας του Εικοστού Πρώτου Αιώνα, που συνέθεταν, νοερά στην αρχή αλλά κατόπιν και στην πραγματική πραγματικότητα, δουλεύοντας στα ενδιαιτήματά τους, αλλά και σε καφενεία και μαγέρικα, πότε καθένας μόνος του και πότε παρέα, με σελοτέιπ, ψαλίδια, γραφομηχανές, στυλογράφους, μολύβια, αποσυνδέοντας και ανασυνδέοντας, αποδομώντας και αναδομώντας, προκειμένου να παίξουν με τον μηχανισμό του χρόνου, με τον μηχανισμό της σάρκας (ο μηχανισμός της σάρκας είναι εξαιρετικά ακριβής, έγραψε κάποτε η Μαργκερίτ Ντιράς), με τον μηχανισμό της Λήθης, που θέλησαν, από κοινού, να αποδιαρθρώσουν, ναι, να ξεχαρβαλώσουν λαχταρούσαν τον μηχανισμό της Λήθης —

παραδείγματος χάριν, στις σελίδες αυτού του συναρμολογούμενου βιβλίου που κατασκεύαζαν, που σκάρωναν (μπορείς να πεις), θα συναντήσουμε ακαριαία ποιήματα, καταγραφές καβγάδων, πολαρόιντ που τους τράβηξε και τους δώρισε η κοινή τους φίλη Χλόη Ακριθάκη, σουβέρ από το Μπαρ Au Revoir, μια κάρτα του φαγάδικου Μυρτιά, σκίτσα του Κώστα Τσώλη και του Capten, ημερολογιακά θραύσματα από ένα γλέντι, στιγμιότυπα από μια περιπλάνηση στο κέντρο της Αθήνας, σύντομα χωρατά, θησαυρισμένα χειρόγραφα του Γιώργου Κακουλίδη και του Θάνου Σταθόπουλου και του Νίκου Καρούζου, ένα αυστηρό πρόγραμμα διατροφής, σημειώσεις για πόλεις και ενδύματα, λίστες με αγαπημένα τραγούδια, αγαπημένες ατάκες από κινητογραφικές ταινίες, σχεδιάσματα δοκιμίων με φιλοσοφικές ανταύγειες —

ανάμεσα σε φωτογραφίες ντανταϊστών, λεττριστών, καταστασιακών, πρωτοσύγκελων της Beat Generation, αλλά και μία του Μάρτιν Χάιντεγκερ (!), διαβάζουμε, με τον γραφικό χαρακτήρα εκείνου, «Η ηθική του Ντισάν είναι η ανατροπή κάθε ηθικής που επιχειρεί να αρνηθεί την ηθική της ανατροπής. Και η ηθική της ανατροπής είναι η ηθική τού ερήμην. Είναι, δηλαδή, η ηθική τού να συλλογίζεσαι και να πράττεις ενώ οι άλλοι είναι απόντες, να συλλογίζεσαι και να πράττεις ανεπηρέαστος από τους άλλους, προσηλωμένος σε μιαν ακραιφνή ανιδιοτέλεια, επιμένοντας να αδιαφορείς τόσο για τις επικρίσεις όσο και για τα εγκώμια. Είναι η ηθική της άρνησης κάθε παγίωσης ιδεών ή συναισθημάτων, συνεπώς η ηθική της άρνησης κάθε οικείας συμπεριφοράς, κάθε τρόπου να συνάπτουμε σχέσεις, εντέλει κάθε παραδεδεγμένης μορφής σύνδεσής μας με τους άλλους». Και πιο κάτω: «Ο έρωτας, μετά το πέρασμα του Ντισάν, παύει να είναι αυτό που ήταν, και οι τρόποι με τους οποίους πασχίζαμε (και ενίοτε καταφέρναμε) να τον εκφράσουμε, να τον κοινοποιήσουμε, καθίστανται άκυροι. Τώρα πια, εδώ και τόσον καιρό μετά το Tu m και τα Δεδομένα, ο έρωτας —πύκνωση και απόγειο κάθε σχέσης που αξίζει το όνομά της— έχει διαζευχθεί από την ιδεολογία και την ιδεοληψία του εσπευσμένου, δεν ανήκει πλέον στον τόπο του ρητώς εκπεφρασμένου, αρνείται να επιμένει στη διασάλπιση, ξεφεύγει, για πάντα, από το νυν. Γίνεται μυστικός ψίθυρος. Γίνεται κρυφό ουρλιαχτό με σιγαστήρα. Μετά το πέρασμα του Ντισάν, επικράτεια του έρωτα είναι η βραδύτητα («αργοπορία σε γυαλί», για να μιλήσουμε με τα δικά του λόγια). Μετά το πέρασμα του Ντισάν, τρόπος και ηθική του έρωτα είναι ο τρόπος και η ηθική του ερήμην, ο τρόπος και η ηθική της δημιουργικής σιωπής, ο τρόπος και η ηθική της απόλυτης ευγένειας — της ευγένειας της μη-διεκδίκησης. Ενώ όλοι περιμένουν να διεκδικήσεις την Αγαπημένη, εσύ βραδυπορείς, φεύγεις και επανέρχεσαι απροειδοποίητα, μεταμφιέζεις τις προθέσεις, επινοείς νέες στρατηγικές αβρότητας. Πράγματι, μετά το πέρασμα του Ντισάν, ο έρωτας γίνεται και αυτός μία cosa mentale, μια υπόθεση της ευγενούς νοημοσύνης, ένα σύνολο στρατηγημάτων που δεν αποσκοπούν στην κατάκτηση αλλά στην απόλυτη ελευθερία, σε ένα πράγματι επικίνδυνο παιχνίδι με το όντως κινδυνώδες» —

κι ακόμα, ανάμεσα σε πολαρόιντ της Χλόης (τα δάχτυλα εκείνου κι Εκείνης ενόσω διορθώνουν στο λάπτοπ Εκείνης ένα ποίημα που συνέθεσαν από κοινού· το χαμόγελο Εκείνης καθώς απολαμβάνει μια μπίρα· εκείνος κι Εκείνη να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, καθώς από τα ηχεία ακούγεται Ερίκ Σατί· Εκείνη και ο Κώστας Τσώλης να παίζουν τάβλι), διαβάζουμε, με τον γραφικό χαρακτήρα Εκείνης, τις φράσεις/σημείωσεις, «Όταν τον έζωνε ο ζόφος, η προσφυγή του ήταν ο Ιμάνουελ Καντ και οι Sonic Youth»· «Πάλι παραμιλούσε στον ύπνο του, έλεγε για λίμνες και λέμβους, κάποια στιγμή γελούσε»· «σκέφτομαι ένα βιβλίο με ποιήματα και άνθη, το κάθε ποίημα θα είναι ένα άνθος, το κάθε άνθος θα είναι ένα ποίημα»· «η μυσταγωγία των στιγμών, αχ πόσο λείπει το ιερό από την καθημερινότητα, φροντίζω & μεριμνώ για την επαναφορά του ιερού στα μικρά, τάχατες ασήμαντα πράγματα — το ότι είμαι γυναίκα διευκολύνει, βοηθάει, συμβάλλει στο εγχείρημα»· «να μεταφράσω Μπίσοπ όπως μετέφρασα Κάρσον, στάγδην αρχικά & κατόπιν ορμητικά, δέκα ώρες κάθε μέρα, σε κατάσταση έλλογης παραφοράς»· «άλλοτε μου φαίνεται ότι είναι υπέργηρος, & ώρες ώρες κάνει σαν παιδί — ενθουσιώδες, παρορμητικό, απολύτως επιπόλαιο· με κουράζει, πολύ με κουράζει, αλλά και με γοητεύει, θα δούμε, θα δούμε, θα δω, τι να πω;»· «ένα βιβλίο καμωμένο όλο με ξυλομπογιές, πενάκια, λεπτά πινέλα, ακουαρέλες — δίχως λυρικές μαρμαρυγές, ευγενικά σκληρό, με τόνο αποστασιοποιημένο»· «χαράματα έπεσα στο κρεβάτι, αφού σίγουρα θα σηκωθείς πιο νωρίς, Ντάρλινγκ, ετοίμασέ μας, πλιζ, μακαρόνια με κιμά, ξύπνα με το μεσημεράκι»· «έχω να φορέσω ρολόι μια δεκαετία, στον ύπνο μου πυροβολώ λεπτοδείκτες, τσακίζω με βαριοπούλα τη συλλογή του από Swatch Moma, εκτός από κείνο του Μπασκιά»· «μου έρχονται, τώρα δα που πίνω κρασί, στο μπαλκονάκι και ακούω Μπλίξα Μπάργκελντ, οι φράσεις: ακραιφνής φροντίδα του ουρανοκατέβατου / αναπάντεχα κυλούν οι ώρες / του σώματος η ύλη είναι φωτογενής / τρεις καβουροσαλάτες / οι Pink Floyd στην Πομπηία / η αποσβολωτική ομορφιά της Αν Σέξτον / θέλω (εγώ που μόνο συλλέκτρια δεν είμαι) να κάνω μια συλλογή από μεταλλικές ξύστρες με μανιβέλα / τα δημοτικά τραγούδια και τα τραγούδια που μου έλεγε η γιαγιά μου, τι ανεκτίμητα, το υλικό μου / μα είναι συνομήλικος με τον πατέρα μου! / ρακή από κορόμηλα / να δω όλα τα φιλμ του Μέκας / tender is the fight».


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: