Η γλώσσα κάτω από την πέτρα


Οι εξελίξεις είναι βίαιες


Υπάρχουν δύο είδη βίας

Η βία της βιασύνης
(των ατζαμήδων που αιματοκυλιούνται
και αιματοκυλούν το σκηνικό)
και η ακαριαία

Κανένας δεν μιλά για την ακαριαία
Τόσο πολύ οι άνθρωποι
θαμπώνονται
από τις μηχανές της

Παράγουμε τεχνολογία
όπως παράγουμε το μέλλον
Όπως τα φύκη στο Προκάμβριο
παράγοντας οξυγόνο άλλαξαν
τις τύχες του πλανήτη

Τα ζάρια τώρα ήρθαν
στα ματωμένα χέρια μας


Πρωινό σώμα χωρίς όρια

Η βότκα με είχε αποβραδίς ανατινάξει
κι ήμουν ασύστατη
―μες στη βιόσφαιρα ωστόσο―
γαλάζιο χυμοτόπιο απείρων διαστάσεων
να με παρατηρεί στο μικροσκόπιο
το νυσταγμένο μάτι του θεού

Δεν με τρομάξαν οι καμπάνες, αντιθέτως
Τσαμπιά από κούπες βροντερές
χύναν παράφορα στους ουρανούς το γάλα τους
όπως δίνουμε μια και κάνουμε
του κεφαλιού μας
κι ας πάει και το παλιάμπελο

Πού στήνονται άραγε
οι γαλανόλευκες γιορτές κι οι τέντες τους;
Σε ποια ανεμισμένα οροπέδια;

Κι έρχομαι στο προκείμενο: μπορώ
να λείπω σώμα μου;
Να σε αφήνω να αγκομαχάς
σαν τη γεννήτρια στο κρεβάτι και να τρέχω
να ηλεκτροδοτώ στο μακρινό Θιβέτ τα πανηγύρια;




Η θηλιά του Οιδίποδα

Αν ζούσα φεύγοντας
από ένα μέρος στο άλλο
διαρκώς αντικρίζοντας
καινούργια τοπία
πόλεις
ανθρώπους
σαν μια μπάμπουσκα που βγάζει
και βγάζει
απ' την κοιλιά της
μια καινούργια εαυτή
πάνω στο χάρτη

θα μίκραινα απλώς
μέρα τη μέρα
ώσπου μια μέρα
θα χανόμουν χωρίς ίχνη

Μόνο αν επέστρεφα
αν συναντούσα τον ίδιο άνθρωπο
στο ίδιο μέρος

θα έπεφτα
πάνω στο ίχνος μου
πάνω στη μοίρα μου

θα άκουγα της φάκας το πορτάκι
θα καταλάβαινα
ότι ο κύκλος όταν κλείνει γίνεται θηλιά,
εμπλέκεσαι στην Ιστορία




Η γλώσσα κάτω από την πέτρα

Πώς πίστεψα αλήθεια ότι θα βρω
όταν οι πάγοι λιώσουν
πάλι την ίδια γη που άφησα
την ίδια υπόθεση στη μέση

Μόνη θα πει πώς φύλαγα άδειο κόσμο
Η ασημένια άτρακτος αντικατοπτρισμός που αναχώρησε
Κι όλοι οι δρόμοι σ' εμένα καταλήγουν

Κλείνω λοιπόν τη γλώσσα μέσα μου
και τη σκεπάζω με την πέτρα
Κάνω όπως τα άλλα πλάσματα
Σαν υπνοβάτιδα να με αναλάβουν με τη νυχτικιά μου
από αγκαλιά σε αγκαλιά κι από ποτάμι σε ποτάμι
γίνομαι πλέξη ίδια με το κελάηδημα

χορός με το πυκνό κοπάδι της βροχής
χόρτο που νανουρίζει ο άνεμος
σπόρος, αυγό, πουλί, καρφί
που πάνω του κρεμάστηκε το σπίτι
στη σκιερή γωνιά του τοίχου ο διακόπτης
που κατεβάζει όλα τ' άστρα



Κυρία επί των τιμών

Γαλάζια κοιλιά της σιωπής χωρίς στόμα, θάλασσα που χωνεύεις την αφθονία στα κυκλοθυμικά σου έντερα, σε ποια νερά ερχόμενη να καταθέσω τα στεφάνια μου;

Ούτε σειρές και κύκλοι ορισμών αλλά τρελός αδένας που τα καβαλάει, θυμός και θαυμασμός, ζώο που μπρουμυτίζει με τη φόρα της ύλης στον κήπο της γλώσσας: η ποίηση

Όλα είναι μίμηση σωμάτων, μόνο να αποδίδεις πρέπει τη λειτουργία στο σύστημα. Για παράδειγμα στην ερώτηση «γιατί να γράφει κανείς;» το υποκείμενο είναι «σώμα» αντί για «άνθρωπος»

Κι έπειτα η συνεχής αναβολή του τέλους, όπως δεν φεύγει το καράβι αν δεν φυσήξει και μόνο στις κορφές βαράει ο άνεμος τις πόρτες ― κάνει να περπατούν σκιές στα ταβάνια

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: