Ένα ποιητικό curriculum vitae

Ένα ποιητικό curriculum vitae

Στάθης Κουτσούνης, «Ρόδο σε καθρέφτη», Μεταίχμιο 2024


__________

Σύμφωνα με τον μύθο του πλατωνικού σπηλαίου σκιές μόνο της ιδέας βλέπουμε, ποτέ την ίδια την ιδέα. Το αντίγραφό της, ας πούμε αλλιώς…
__________



Ρόδο σε καθρέφτη «καταπροσωπίζει» ο Στάθης Κουτσούνης στη νέα ποιητική του συλλογή, με ένα ποιητικό curriculum vitae, μικρό σαν τη μικρή ζωή μας και μεγάλο όσο μας θέλησε εκείνη. Ρόδο της μοίρας του, όπως θα συμφωνούσε και ο Γιώργος Σεφέρης.
Η συλλογή αποτελείται από έξι μέρη με 24 ποιήματα και 5 ιντερμέδια. Similia similibus, αλλιώς ομοιοπαθητικά, και mutatis mutandis μας δίνει την εντύπωση μιας τραγωδίας αποτελούμενης από επεισόδια και ανακουφιστικά ιντερμέδια.
Σε πρώτο πρόσωπο, όπου μας ενημερώνει τι έκανε όταν ήταν μικρός και πώς αντιδρούσε η μητέρα του, γράφει:

Όταν ήμουν μικρός
τα ποιήματα με τρόμαζαν
τόσο που η μητέρα μου για να διαβάσω
μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτούρη

Αυτός, λοιπόν, ήταν ο ποιητής που τρόμαζε τον Στάθη Κουτσούνη. Το «γιατί» αναλύεται στην εξέλιξη της συλλογής. Σαν σε καθρέφτη κοιτάζει το alter ego του και, όταν περνούν τα χρόνια, αρχίζει να γράφει και μας ανοίγει τα χαρτιά του. Ποιος τον επηρεάζει, ποια περιπέτεια ποιητικής ψυχής βιώνει, πώς βρίσκει τον δρόμο του, πώς βλέπει μέσα στον καθρέφτη το ιδεατό, πώς πολεμά, πώς αντιδρά.
Οι τίτλοι των ποιημάτων, σχεδόν όλοι είναι μονολεκτικοί. Σαν σημαδούρες πέφτουν, τοπόσημα στο αχανές ποιητικό πεδίο που περιμένει τον σπορέα του, τον κηπουρό, τον καλλιεργητή του. Ωστόσο, η ομολογημένη «δυστοκία» είναι εκεί:

εγώ ακόμη να εξημερώσω τη λευκότητα
ακόμη να δαμάσω το θηρίο

«Θηρίο», λέξη τρομακτική, παραπέμπει στον Σαχτούρη που έκανε προτάσεις στο θηρίο για να το καλοπιάσει να μη φύγει: «Μη φεύγεις θηρίο/ θηρίο με τα σιδερένια δόντια/ θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι/ θα σου δώσω ένα λαγήνι/ θα σου δώσω ένα κοντάρι/ θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις».
Εντάξει, θέλει κι αυτό δολώματα για να μη σε φάει, για να σου κάνει τη χάρη, για να σε βοηθήσει, αν και όταν το θελήσει. Έτσι, ανέκαθεν οι ποιητές κοιτάζουν τον ουρανό και προσεύχονται να κατεβεί η έμπνευση. Ο Ελύτης έστηνε καρτέρι και παρακαλούσε την Πούλια, ο Σεφέρης αισθανόταν να ανοίγει στο στήθος του η πληγή όταν κατέβαιναν τα άστρα και συγγένευαν με το κορμί του. Και ο Κουτσούνης, τι; Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι η παθιασμένη ερωτική επιθυμία, αυτή που σηκώνει το βάρος της αλληγορίας και της κληρονομημένης από τους αρχαίους μας προσωποποίησης των ιδεών. Η Ποίηση ντύνεται γυναίκα ερωτική που ξυπνά ανομολόγητους πόθους, που διεγείρει τις αισθήσεις, που ξεσηκώνει αισθησιακές ανατριχίλες, όπως φαίνεται δραματικά στο ποίημα «Κίνδυνος».

Περνάς κι η ομορφιά σου κυματίζει
ρόδο σε καθρέφτη
το ντεκολτέ σου επηρμένο
ανοιγοκλείνει και τα δάχτυλά μου
τρυγούν το έρεβος που ανθίζει στη σχισμή

Το ποίημα θα γίνει πιο αποκαλυπτικό, θα μπει σε λεπτομέρειες που όλες όμως δεν δείχνουν άλλο παρά τη λυσσαλέα επιθυμία να την κατακτήσει. Είναι μια τεχνική να φορτώσεις στο ομοίωμα όλα εκείνα που δεν έχεις τη δυνατότητα να κάνεις στο πρωτότυπο. Επανέρχομαι στον Ελύτη, όπου οι ιδέες όλες αποκτούν πρόσωπο μικρής ανάλαφρης κόρης, και στον Σεφέρη, για τον οποίο τα αγάλματα έχουν μια εσωτερική ζωή. Ζωή, Ελλάδα, Ποίηση παίρνουν υπόσταση θηλυκή, γίνονται πηγή έμπνευσης, σώμα της ποίησης της ίδιας, αλλά και της ιδέας της που σε όλη τη ζωή του βασανίζει τον ποιητή. Βλέπει τον «κίνδυνο» με τα μάτια του, τον αγγίζει με τα δάχτυλά του, οσφραίνεται τα αρώματά του σε θανάσιμη σχεδόν αναμέτρηση μέχρις εσχάτων:

μα ξάφνου οσφραίνομαι ότι εσύ
δολώνεις τα αγκίστρια σου με ρήματα

όμως εγώ με αίμα σε ορέγομαι
έλα δεν θέλω να σε κάνω ποίημα
δεν θέλω να παγιδευτείς
μες στον λαβύρινθο των λέξεων
για να σε καταπιεί τα τέρας
έλα και δεν θα το αντέξω
τα άκρα μου να μείνουνε μετέωρα

Τι άλλο να πει και πώς να διατυπώσει τη φλόγα που τον καίει; Ο Καρυωτάκης είχε πει πως σάρκα και αίμα θα έβαζε στους στίχους, ο Σεφέρης, άλλης κοπής και εποχής, αρκέστηκε σε μια σεμνή «ρουκέτα»: τα μαλλιά της όμορφης/ τ’ άσπρισαν τα κρίνα/ στο κορμί της όμορφης/ έγραψα βιβλία, αλλά στον Ερωτικό Λόγο ήταν πιο συγκλονιστικός για τη δύναμη του κεντρίσματος, έβαλε απέναντι στο ρόδο της μοίρας τον εαυτό του: … τ’ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα/ το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί …/ Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα/ να ’σουν εσύ που θα ’φερνες την ξεχασμένη αυγή! Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα/ ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια

Κεκρυμμένος λόγος, δεν μπορείς να μη δεις την εξέλιξη του ίδιου συναισθήματος που ο νεότερος ποιητής αποστασιοποιημένος διατυπώνει αλλιώς, αλλά στο βάθος για το ίδιο αίσθημα πρόκειται. Το δικό του ρόδο μες στον καθρέφτη, σαν μια πλατωνική ιδέα ή σαν τον ήλιο που δεν μπορεί κανείς να κοιτάξει κατάματα, παρά μόνο τη σκιά του, το είδωλό του, το ψέμα, το ψέμα το ζωτικό, στο οποίο όμως πιστεύει, γιατί όποιος δεν πιστεύει στην άλλη ζωή χάνει και τούτη που έχει, έλεγε ο Γκέτε, όσο για το ποια είναι η άλλη, ο καθείς και η άλλη του και για τον ποιητή είναι ΚΑΙ η Ποίησή του.
Η αισθησιακή σχέση του επανέρχεται με κάθε ευκαιρία και η καλύτερη ίσως είναι το «Φιλί», το φιλί ως αρχή μιας ουσιαστικής συγχώνευσης των δύο σε ένα, αφού ανήκει στα εκ των ων ουκ άνευ. Εκεί το μεσαίο τετράστιχο γίνεται τραυματικό και απολύτως καθοριστικό της σχέσης:

κι όταν με εγκατέλειψες
θα μου λείψουν πολλά
από σένα μου είπες
μα το φιλί σου περισσότερο

Και φτάνουμε στα ιντερμέδια, αποτελούμενα από οκτώ μικροποιήματα το καθένα, με έντονη υποβλητικότητα, όπου ο ποιητής παίρνει την κιθάρα του και τραγουδάει τους ποιητικούς καημούς του, στους οποίους είναι προφανείς οι σκέψεις του, τα όνειρά του, κάνει σχόλια για τον αναγνώστη και του δίνει πληροφορίες, περιγράφει σκηνές, όμως λίγο πιο κάτω το κλίμα αλλάζει.

Από το «Ιντερμέδιο ii» επιλέγω δύο με θέμα το φιλί:

Η γλώσσα μου ψάρι στο στόμα σου
ροκανίζοντας τη δική σου γλώσσα
που ροκανίζει ψάρι κι εκείνη τη γλώσσα μου

και

Μύλοι τα χείλη αλέθουν τα φιλιά μας
και πέφτει αφράτο στα σώματα
του έρωτα το αλεύρι

Βαθύτατα υπαρξιακός στο ποίημα «Το πηγάδι», όπου ο Κουτσούνης αξιοποιεί το σύμβολο του πηγαδιού, προβάλλοντας στο φόντο την εικόνα του Πλάτωνα με τον μύθο του Αρδιαίου, του Κωστή Παλαμά την «Ψυχή», του Σεφέρη το «Επί ασπαλάθων»· και ακολουθεί ο ίδιος, τιμώντας με μια λέξη ή σε μια εικόνα όλους τους προγόνους που συγκέντρωσε στης ψυχής του το πηγάδι.

Όμως ο ποιητής δεν είναι μόνον ορμητικά ερωτικός. Είναι και τρυφερός γιος. Μια σειρά από ποιήματα, αφιερωμένα στη μητέρα, γεμάτα τρυφερότητα και αγάπη, φανερώνουν τη μνήμη που πονάει και συγχρόνως γιατρεύει. Γι’ αυτό αφήνει τον χώρο τελείως ελεύθερο από άλλες σκέψεις για να κυκλοφορεί εκείνη με την ιαματική απουσία-παρουσία της. Σε διάφορες φάσεις θα της απευθυνθεί, ενώ στο βάθος ένας πρόγονος του ψιθυρίζει τις λέξεις τις μαγικές. Είναι ο Βιζυηνός στο προφανές του παππού του ταξίδιον ή πιο κάτω ο Ελύτης στο Ημερολόγιό του ή ο ίδιος ο εαυτός του, που έρχεται από το παρελθόν να του θυμίσει την καταγωγή του:

σήμερα χρειάστηκε
να σε ντύσω εγώ
να σε φιλήσω και να σε κατευοδώσω
στο μοναδικό της ζωής σου ταξίδι

και

Μήνες μετά
επιτέλους βρήκα το κουράγιο
να ξαναμπώ στην κάμαρά σου

όπου ο ποιητής παρατηρεί το δωμάτιο, τα πράγματα ακίνητα παραδομένα στη σιωπή. Εκείνο όμως που συγκινεί είναι

το νυχτικό στην πλάτη της καρέκλας… και

… σε μια γωνιά
βλέπω να με κοιτάζουν ζαρωμένες
σαν δίδυμα βρέφη που αίφνης
χάσανε το δρόμο τους
δυο γάτες κλαίγοντας βουβά

οι κάλτσες σου μητέρα

Όλα φαντάζουν, και είναι, απλά, αλλά και όλα έχουν ένα δεύτερο επίπεδο ερμηνείας ή έστω συναίσθησης. Το δωμάτιο κλειστό (σαν εκείνης της χαροκαμένης μάνας της παραλογής), όπου η ψυχή του σπιτιού, που περιφέρεται αόρατη μέσα από το διπλωμένο νυχτικό (σαν πουκάμισο αδειανό μιας άλλης Ελένης), ενώ οι ζαρωμένες κάλτσες σαν τελευταία εκδοχή των εφτάψυχων αιλουροειδών της Αιγύπτου που συνυποδηλώνουν την παρουσία της. Αφάνεια και επιφάνεια, θάνατος και ανάσταση, απουσία και παρουσία αποτυπωμένη με μια μεταφυσική διαλεκτική.
Πολλοί είναι οι δρόμοι που οδηγούν σε καθορισμένους τόπους, αλλά η «ιδιωτική οδός βγάζει σ’ ένα ‘παντού’· που είναι των άλλων το ‘πουθενά’», λέει ο Ελύτης, και που κατά τον Σικελιανό είναι η οδός της ψυχής.
Στη συνέχεια, βγαίνοντας έξω στην αυλή, λες και κατεβαίνει στον Άδη σαν Οδυσσέας σε μια δική του Νέκυια, συναντά τη δική του μητέρα-Αντίκλεια για να του παραπονεθεί:

δεν υποφέρεται σου λέω δεν μπορώ
με πιάνει νοσταλγία

κι η νοσταλγία εδώ κάτω γιε μου
είναι χειρότερη κι από το μαύρο χρώμα

Κι έπειτα έγινε άστρο. Μια ακόμα αρχαία ελληνική εκδοχή των μεταμορφώσεων των αφηρημένων εννοιών αλλά και των συγκεκριμένων εδώ. Η μητέρα επιστρέφοντας στη φύση μεταμορφώνεται σε φύλλο και δέντρο, ήμερο ζώο και πουλί, γράφει μηνύματα και στέλνει ποιήματα στον γιο της. Πρόκειται πλέον για τη μεγάλη Μητέρα που στέλνει τα έπεα πτερόεντα, που πέτονται στον αέρα, δυσανάγνωστα, δυσερμήνευτα, χρησμούς που θέλουν ερμηνεία, μηνύματα που παίρνει, αν κοιτάξει στα μάτια της βαθιά, στα μάτια εκείνης που τον γέννησε και την υπηρετεί· την Ποίηση:

Είναι αδύνατο να αισθανθώ
αν δεν κοιτάξω μες στα μάτια τη μητέρα
μα η μητέρα είναι μακριά κι ας λάμπει
ακέραιο κενό μπροστά μου

Ο ποιητής είναι σεμνός. Η εικόνα του μπροστά στο κενό μου θυμίζει τον Ανδρέα Κάλβο που αγέρωχος χτυπάει την λύρα μπροστά στο ανοιχτό στόμα… (Αι Ευχαί, ιη΄), μόνο που ο Κουτσούνης δεν θέλει να παραδεχτεί την αρτιότητά του, μοιάζει να ομολογεί πως δεν μπορεί να αγγίξει τα πέπλα της θεάς, αλλά μπορεί να την ονειρεύεται.
Δεν είναι υπερβολή να πω πως στην ψυχή του σύγχρονου ποιητή έχουν συγκεραστεί οι αιώνες ποίησης από τον Όμηρο, τους τραγικούς, τους λυρικούς και το δημοτικό τραγούδι μέχρι τους δικούς μας αιώνες, οι οποίοι έχουν μετουσιωθεί και μεταγραφεί από τον «παράφορα ερωτευμένο με τη γλώσσα», με τη ζωή και την Ποίηση Στάθη Κουτσούνη.

Η συλλογή έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης, έχεις γερές βάσεις και ποικιλία στην επιφάνεια. Και είναι μια μεγάλη αλληλεγγύη αυτή η μνήμη που διαρκώς πονεί, που η καρδιά δεν παύει να την αγγίζει σαν να βουτάει το καλάμι στο αίμα της και να ξαναζωντανεύει.
Το «Ιντερμέδιο iv» αφιερώνεται στο γήρας, όπως στο τρίτο Στάσιμο στον Οιδίποδα Επί Κολωνώ. Το γήρας το φθονερό που σέρνεται και κουλουριάζεται, τα γηρατειά που κατηφορίζουν γρυλίζοντας. Ακολουθούν τέσσερα ποιήματα για την Αθήνα, νέο ιντερμέδιο, ερωτικό και πάλι, χάρμα για τα αχόρταγα μάτια, και άλλα τέσσερα ποιήματα, για τα νιάτα και τη νοσταλγία τους, αλλά και για το αναπόφευκτο.
Κι έτσι, κλιμακωτά και αδρομερώς, από τη δυναμική ζωική ορμή στη θλίψη για τη μητέρα κι έπειτα στα μισητά γηρατειά, ο ποιητής διέτρεξε το curriculum vitae με το οποίο αρχίσαμε. Όμως η ζωή δεν τελείωσε, μας επιφυλάσσει εκπλήξεις, και η Ποίηση προκαλεί πάντα σαν ρόδο σε καθρέφτη που κανείς δεν μπορεί να το αγγίξει ούτε να το κατακτήσει, μπορεί όμως να γονιμοποιεί τα μάτια. Ο καλλιτέχνης παλεύει συνέχεια για το ανέφικτο κι όσο παλεύει να το φτάσει τόσο αυτό απομακρύνεται. Κι αν κάποτε νομίσει πως το έφτασε, τότε αυτό βρίσκεται πίσω του και το κοιτάζει σαν αθεράπευτη νοσταλγία.
Η «Μαγική εικόνα» του Αλέξανδρου Ίσαρη στο εξωφύλλου μας δίνει την αλήθεια μόνο σε αποσπάσματα. Κομματάκια· κάθε εποχή και το δικό της. Επίσης μου φέρνει στο νου το έργο «Τρίτη διάσταση» του Αχιλλέα Δρούγκα, ενώ ο τίτλος Ρόδο σε καθρέφτη μου θύμισε έναν άλλο πίνακα του Δρούγκα, τριαντάφυλλο σε διάφανο ποτήρι πάνω από μια πισίνα μπλε και κάτω από έναν γαλάζιο ουρανό. Μια μετέωρη ομορφιά της ζωής που ποτέ δεν τελειώνει και πάντα μας κοιτάζει προκλητικά μες στον καθρέφτη.



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: