Το 1944, για πρώτη φορά, μια ταινία του Χόλιγουντ μίλησε τόσο ανοιχτά για τα κίνητρα και τις ευκαιρίες που έχει κάποιος να διαπράξει μια δολοφονία. Ήταν ένα, κλασικό πλέον, φιλμ νουάρ, το οποίο φώτισε με σκληρούς ασπρόμαυρους τόνους την ιστορία μιας διαβολικής γυναίκας (Μπάρμπαρα Στάνγουικ) που παρασύρει έναν ασφαλιστή (Φρεντ ΜακΜάρεϊ) σε μια παθιασμένη σχέση, πείθοντάς τον να δολοφονήσουν το σύζυγό της για να εισπράξουν την ασφάλεια της ζωής του. Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας «Double indemnity» (Διπλή αποζημίωση), που παραπέμπει ευθέως στην υπόθεση του έργου, ατύχησε στην ελληνική του απόδοση. Αρχικά προβλήθηκε με τίτλο «Κολασμένη αγάπη». Στην επαναληπτική προβολή, ωστόσο, η ταινία κυκλοφόρησε με άλλο τίτλο: «Διπλή ταυτότητα». Το γεγονός καθ’ αυτό δεν είναι αξιοσημείωτο, αν λάβουμε υπόψη την τακτική των ελληνικών γραφείων εισαγωγής-διανομής ταινιών να αλλάζουν τους τίτλους, προκειμένου να τις επανακυκλοφορήσουν ως καινούριες. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η αλλαγή αυτή (που καθιερώθηκε έκτοτε) παραμένει μυστήριο. Η «Διπλή ταυτότητα» δεν έχει την παραμικρή σχέση με την ταινία. Προφανώς, η παρήχηση του indemnity (αποζημίωση) με το identity (ταυτότητα) μπέρδεψε τους υπευθύνους.
Η ταινία που σκηνοθέτησε με μαεστρία ο Μπίλι Γουάιλντερ βασίστηκε σε ένα μυθιστόρημα του Τζέιμς Μ. Κέιν, συγγραφέα που θεωρείται ο γενάρχης της αμερικανικής σχολής του «σκληρού» αστυνομικού μυθιστορήματος. Ο Κέιν άντλησε την ιδέα του από την πολύκροτη δίκη ενός ζεύγους εραστών και δολοφόνων τη δεκαετία του ’20, την οποία είχε καλύψει δημοσιογραφικά. Στο έγκλημα εκείνο, η Ρουθ Σνάιντερ, μια νοικοκυρά από το Κουίνς της Νέας Υόρκης, είχε πείσει τον εραστή της, Χένρι Τζουντ Γκρέι, να δολοφονήσουν τον σύζυγό της, αφού τον έβαζαν να υπογράψει προηγουμένως μια ασφάλεια ζωής. Ένα συμβόλαιο με ιδιαίτερα υψηλή απόδοση, χάρη στον όρο της διπλής αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου από «απροσδόκητη αιτία».
Ο Κέιν ήταν εξοικειωμένος με πτυχές της ασφαλιστικής κάλυψης, έχοντας δουλέψει ένα διάστημα ως ασφαλιστής, σε ηλικία είκοσι δύο ετών. Απέκτησε πρόσθετες πληροφορίες για αυτό τον ιδιαίτερο όρο των συμβολαίων από τον πατέρα του, που εργαζόταν επίσης σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Ο Κέιν εντυπωσιάστηκε και από το σχόλιο ενός πωλητή ασφάλισης αυτοκινήτου, τον οποίο είχε συμβουλευτεί όταν δούλευε το προηγούμενο μυθιστόρημά του, Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές (1933). Ο πωλητής εκείνος τον είχε διαβεβαιώσει ότι «τα μεγάλα μυστικά των εγκλημάτων σε αυτή τη χώρα είναι κλειδωμένα στα αρχεία των ασφαλιστικών εταιρειών». Το αρχικό ρεπορτάζ σε εφημερίδα έγινε αργότερα διήγημα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στα περιοδικά Liberty και Murder Mystery Monthly, πριν πάρει την οριστική του μορφή ως μυθιστόρημα και μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη.
Ρουθ Σνάιντερ & Χένρι Τζουντ Γκρέι: Οι διαβολικοί εραστές
Στην ταινία εντοπίζονται κάποιες διαφορές σε σχέση με το πραγματικό γεγονός, ή μάλλον στο τρίγωνο που δημιουργούν το αληθινό γεγονός, το εξ αυτού μυθιστόρημα και η επακόλουθη ταινία. Μικρό παράδειγμα, η Ρουθ Σνάιντερ και ο εραστής της, Χένρι Τζουντ Γκρέι μετονομάστηκαν στο μυθιστόρημα Φίλις Νίρντλιγκερ και Γουόλτερ Χαφ, για να αλλάξουν ξανά ονόματα στην ταινία. Αυτή τη φορά ως Φίλις Ντίτριχσον και Γουόλτερ Νεφ. Οι διαφορές δεν σταματούν εδώ. Τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην ταινία, εκείνος είναι ασφαλιστής ζωής. Στην πεζή πραγματικότητα, ο Χένρι Τζουντ Γκρέι ήταν πλασιέ γυναικείων κορσέδων. Στο τέλος του μυθιστορήματος οι δύο εραστές αυτοκτονούν. Στο φινάλε της ταινίας, η Φίλις είναι ήδη νεκρή από το χέρι του Γουόλτερ και ο ίδιος, θανάσιμα τραυματισμένος από εκείνη, εμφανίζεται στα φλας μπακ της ηχογραφημένης ομολογίας του. Μακράν της μυθοπλασίας η αληθινή ιστορία είχε διαφορετικό επίλογο, με τη θανατική ποινή που επέβαλε το δικαστήριο στο ζευγάρι: Ο Χένρι Τζουν Γκρέι πέθανε πρώτος στην ηλεκτρική καρέκλα και λίγα λεπτά αργότερα ήλθε η σειρά της Ρουθ Σνάιντερ.
Το έγκλημα των δύο εραστών προκάλεσε τέτοια αποστροφή στην κοινή γνώμη, ώστε η ιδέα μιας κινηματογραφικής μεταφοράς δεν εύρισκε εύφορο έδαφος. Τα πράγματα φάνηκε να αλλάζουν το 1943, όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα. Έχοντας κάνει μεγάλη επιτυχία, μόλις ένα χρόνο πριν, με το Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές, το καινούριο βιβλίο του Τζέιμς Μ. Κέιν αποτέλεσε μήλο της έριδος από τα μεγάλα στούντιο για την κινηματογραφική μεταφορά του. Δεν είχαν υπολογίσει, όμως, τους λογοκριτές της ―νεοσύστατης τότε― Επιτροπής Ελέγχου Ταινιών, γνωστής ως Κώδικα Χέις. Η επιστολή που στάλθηκε στους παραγωγούς, προειδοποιούσε: «Το χαμερπές επίπεδο και η ανηθικότητα αυτής της ιστορίας, την καθιστούν εντελώς απαράδεκτη για κινηματογραφική παρουσίαση».
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί μήνες και να γίνουν δραστικές αλλαγές στο σενάριο, για να πάρει τελικά έγκριση η ταινία. Δεν ήταν εύκολη δουλειά για τον Μπίλι Γουάιλντερ, που έγραψε το σενάριο σε συνεργασία με τον Ρέιμοντ Τσάντλερ (ενώνοντας μία και μοναδική φορά, υπό την σκέπη αυτής της ταινίας, δύο κορυφαίους της αστυνομικής λογοτεχνίας: τον Κέιν και τον Τσάντλερ). Οι δύο σεναριογράφοι χρειάστηκε να αφαιρέσουν κάποιες σκηνές, όπως μια ημίγυμνη εμφάνιση της πρωταγωνίστριας, η κατάδειξη του πτώματος, καθώς και η εκτέλεση των δύο εραστών στην ηλεκτρική καρέκλα. Ξεπέρασαν τα εμπόδια, αντικαθιστώντας τις επίμαχες σκηνές με άλλες, πιο ανεκτές στα μάτια της επιτροπής, όπως ότι το ζευγάρι αλληλοπυροβολείται λίγο πριν το φινάλε.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν ο Γουάιλντερ με τον Τσάντλερ, αφορούσε στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας. Δεν είχαν να κάνουν με ένα «ελκυστικό» ζευγάρι δολοφόνων, αλλά με δύο αδιάφορους, καθημερινούς ανθρώπους, που δεν απέφυγαν τη σύλληψη και την τιμωρία. Όπως το είχε θέσει ο Κέιν, ήταν ένα «φτηνό έγκλημα που το διέπραξαν φτηνοί άνθρωποι». Παρόλο που το πραγματικό ζευγάρι δεν διέθετε την παραμικρή σαγήνη, κατάφεραν να τους παρουσιάσουν σαν δύο γοητευτικά ερπετά που στο τέλος το ένα κατασπαράσσει το άλλο. Ειδικά η ερμηνεία της Μπάρμπαρα Στάνγουικ, σημάδεψε ανεξίτηλα την ταινία, κερδίζοντας μια υποψηφιότητα στα Όσκαρ εκείνης της χρονιάς. Ψυχρή σαν ατσάλι, είναι μια τέλεια femme fatale που πλανεύει τον ασφαλιστή, τον πείθει να δολοφονήσουν το σύζυγό της και μετά τον προδίδει.
Η πραγματική μοιχαλίδα και δολοφόνος, Ρουθ Σνάιντερ, ήταν μια πρώην τηλεφωνήτρια που παντρεύτηκε ελπίζοντας να αλλάξει τη ζωή της. Ο γάμος της με τον Άλμπερτ αποδείχθηκε λάθος επιλογή. Ήταν ένας άνθρωπος που τον απορροφούσε η δουλειά και απουσίαζε τις περισσότερες ώρες από το σπίτι. Η Ρουθ βρισκόταν σε τέλμα, μέχρι που συνάντησε τον Χένρι Τζουντ Γκρέι. Η τυχαία γνωριμία τους, όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας της για να πλασάρει την πραμάτεια του, εξελίχθηκε σε παράφορο πάθος. Εκείνη ήταν 32 ετών και αυταρχική. Εκείνος 34, με αδύναμο χαρακτήρα. Ήταν φανερό ποιος από τους δύο κρατούσε τα ηνία σε αυτή την παράνομη σχέση.
Αρχικά, η Ρουθ προσπάθησε να πείσει τον Τζουντ ότι ο σύζυγός της την κακομεταχειριζόταν και έπρεπε να πεθάνει. Η ίδια, παλαιότερα είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει, ανοίγοντας το γκάζι την ώρα που κοιμόταν. Η αποτυχημένη απόπειρα δεν την αποθάρρυνε και δοκίμασε άλλες έξι φορές δηλητηριάζοντας το φαγητό του. Ξανά χωρίς αποτέλεσμα. Το 1926, κι ενώ οι πιέσεις προς τον εραστή της αυξάνονταν, η Ρουθ έκανε τρεις διαφορετικές ασφάλειες ζωής, συνολικής αξίας 48.000 δολαρίων, στο όνομα του συζύγου της. Τελικά, τον Μάρτιο του 1927 ο Τζουντ συμφώνησε να τη βοηθήσει στη δολοφονία του άνδρα της. Η όγδοη απόπειρα έμελλε να είναι η μοιραία. Τόσο για τον Άλμπερτ, όσο και για τους δύο εραστές.
Το βράδυ της 27ης Μαρτίου, ενώ ο σύζυγος κοιμόταν, το ζευγάρι μπήκε αθόρυβα στο υπνοδωμάτιο και η Ρουθ τον χτύπησε με ένα βαρύ αντικείμενο στο κεφάλι. Σοβαρά τραυματισμένος εκείνος, άρχισε να φωνάζει για βοήθεια. Η απάντησή της Ρουθ ήταν να τον χτυπήσει ξανά, βουλώνοντας ταυτόχρονα τη μύτη του με ένα πανί, που το είχε ποτίσει με χλωροφόρμιο. Όταν εκείνος σταμάτησε να αντιδρά, το ζευγάρι τον αποτελείωσε στραγγαλίζοντάς τον με ένα καλώδιο. Μετά, ο Τζουντ έδεσε χειροπόδαρα την Ρουθ, για να φανεί ότι δέχτηκε την επίθεση ενός διαρρήκτη.
Στην ταινία, το σχέδιο και η εκτέλεση του φόνου πήραν άλλη τροπή λόγω των λογοκριτικών επεμβάσεων. Όταν ο σύζυγος της Φίλις Ντίτριχσον σπάει το πόδι του σε ένα ατύχημα, εκείνη τον μεταφέρει με το αμάξι της στον σιδηροδρομικό σταθμό, προκειμένου να πάει σε μια συγκέντρωση παλαιών συμμαθητών του. Κρυμμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, ο Γουόλτερ τον σκοτώνει και παίρνει τη θέση του στο τρένο, καλύπτοντας το πρόσωπό του και χρησιμοποιώντας τις πατερίτσες του θύματος, για να το δουν οι συνεπιβάτες. Μετά, πάει στο πίσω μέρος του τρένου, ρίχνει τις πατερίτσες και πηδά στις γραμμές. Η Φίλις έρχεται με το αμάξι στο προκαθορισμένο σημείο και αφήνουν το πτώμα δίπλα στις πατερίτσες.
Το έγκλημα θα ήταν τέλειο, αν δεν υπήρχε ο πανέξυπνος προϊστάμενος του Γουόλτερ με το αλάθητο ένστικτο (Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον), που δεν πείστηκε από την εκδοχή του «ατυχήματος». Ούτε η αστυνομία, άλλωστε, δέχθηκε την εκδοχή των πραγματικών δολοφόνων. Παρόλο που η Ρουθ Σνάιντερ και ο Χένρι Τζουντ Γκρέιντ πίστευαν ότι είχαν κάνει τον τέλειο φόνο, δεν κατάφεραν να πείσουν τους έμπειρους αστυνομικούς. Όλα τα αντικείμενα αξίας που η Ρουθ ισχυρίστηκε ότι είχε κλέψει ο διαρρήκτης, βρέθηκαν κρυμμένα σε διάφορα σημεία του σπιτιού. Στις ερωτήσεις που της έκαναν δεν έδωσε πειστικές απαντήσεις. Τελικά, ομολόγησε τα πάντα ρίχνοντας το φταίξιμο στον συνεργό της. Ύστερα από λίγες ώρες η αστυνομία συνέλαβε και τον Τζουντ, που κρυβόταν στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου.
Η δίκη που ακολούθησε, τράβηξε την προσοχή του κοινού. Οι εφημερίδες κάλυπταν καθημερινά με πολυσέλιδα ρεπορτάζ την εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας. Αρκετές προσωπικότητες παρευρέθηκαν στο ακροατήριο, όπως ο ιστορικός και φιλόσοφος Γουίλ Ντουράντ, η συγγραφέας βιβλίων μυστηρίου (επονομαζόμενη «Αγκάθα Κρίστι της Αμερικής) Μαίρη Ρόμπερτς Ράινχαρτ, ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Γκρίφιθ, η ηθοποιός και χορεύτρια Πέγκι Χόπκινς Τζόις, ο ευαγγελιστής Μπίλι Σάντεϊ, αλλά και ο Τζέιμς Μ. Κέιν που κάλυπτε δημοσιογραφικά την δίκη «κυοφορώντας» παράλληλα το μελλοντικό μυθιστόρημά του.
Οι ένορκοι χρειάστηκαν ακριβώς 98 λεπτά για να εκδώσουν την ετυμηγορία τους: Ένοχοι και οι δύο για φόνο πρώτου βαθμού. Το δικαστήριο τους καταδίκασε σε θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα. Ο Χένρι Τζουντ Γκρέι εκτελέστηκε πρώτος, στις 12 Ιανουαρίου 1928, στις φυλακές του Σινγκ Σινγκ. Λίγα λεπτά αργότερα, ακολούθησε, η εκτέλεση της Ρουθ Σνάιντερ στον ίδιο χώρο. Ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στο Σινγκ Σινγκ, από το 1899.
Ένας δαιμόνιος φωτορεπόρτερ, ο Τομ Χάουαρντ που δούλευε για την Chicago Tribune και τη θυγατρική της, New York Daily News, κατάφερε να βγάλει μια φωτογραφία από την εκτέλεση της Ρουθ, που έγραψε ιστορία. Αφού πήρε την άδεια να παραστεί και να πιστοποιήσει ως μάρτυρας το θάνατό της, προσάρμοσε μια φωτογραφική μηχανή-μινιατούρα στο πόδι του. Την στιγμή που το ηλεκτρικό ρεύμα διοχετευόταν στο σώμα της Ρουθ Σνάιντερ, πάτησε το κουμπί της μηχανής. Η φωτογραφία δέσποζε την επόμενη ημέρα στο πρωτοσέλιδο της New York Daily News, με μία μόνο λέξη στον τίτλο: «Νεκρή!». Η συγκλονιστική εικόνα αποτελεί την πιο διάσημη καταγραφή στις φωτογραφίες ειδήσεων της δεκαετίας του ’20 και ανήκει στη συλλογή του Εθνικού Μουσείου Αμερικανικής Ιστορίας.
Το πρωτότυπο τρέιλερ της ταινίας: