«Καταγωγή» της Ava DuVernay

«Καταγωγή» της Ava DuVernay



Ανάμεσα στη βιογραφία και το κινηματογραφικό δοκίμιο, το φιλμ της Ava DuVernay περιστρέφεται γύρω από διάφορες εμβριθείς ιδέες που αφορούν το πώς οι κοινωνίες ανά τους αιώνες και ανά τον κόσμο δομούνται πάνω στον διαχωρισμό ομάδων πολιτών σε «ανώτερες» και «κατώτερες». Η κυριότερη είναι πως αυτή η διαχρονική πρακτική δεν έχει τις ρίζες της απλά σε ανορθολογικές προκαταλήψεις, όσο και αν τις εκμεταλλεύεται για να έχει τη νομιμοποίηση από τις μάζες, αλλά αντιθέτως είναι πλήρως συνειδητοποιημένη και στο πώς συλλαμβάνεται και στο τι θέλει να πετύχει, επιδιώκοντας την ηγεμονία μιας κυρίαρχης τάξης έναντι άλλων που μεταφράζεται σε οικονομική ευρωστία και καλύτερη θεσμικά θέση εις βάρος τους. Και το «κλειδί» για το πώς μπορεί να χάσει αυτήν την άτυπη έγκρισή του το σύστημα αυτό είναι οι από κάτω να μη χάσουν ή να βρουν από την αρχή την ανθρωπιά τους, κάτι που μπορεί να γίνει μέσα από μια προσωπική ανάπτυξη δια της μόρφωσης και της συμμετοχής στα κοινά για παράδειγμα. Ένα συμπέρασμα που μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαντάζει απλοϊκό, ωστόσο μόνο αυτονόητο δεν είναι τη στιγμή που εδώ και αρκετά χρόνια η ακροδεξιά ειδικά στις ΗΠΑ έχει γιγαντωθεί μέσω της αποξένωσης και της επιλεκτικής έκθεσης σε πληροφορίες δια της εργαλειοποίησης του διαδικτύου πρωτίστως. Έχει ενδιαφέρον το πώς η DuVernay εντοπίζει χρονικά το σημείο που άρχισε να αναδύεται ο αντιδραστικός συντηρητισμός με τη σημερινή του μορφή στη χώρα της όχι με την είσοδο του Tραμπ στην πολιτική αρένα, αλλά πιο πριν, με τη δολοφονία του ανήλικου Trayvon Martin το 2012, που έφερε στην επιφάνεια παθογένειες που προγενέστερα κρύβονταν επιμελώς.

Το σύνολο είναι και ιδιαίτερο αισθητικά, με μια αιθέρια κίνηση της κάμερας και χρώματα στη φωτογραφία που ανά στιγμές παραπέμπουν ελαφρώς στο σινεμά του Terrence Malick. Κι ευτυχώς η σεναριακή δομή που έχει επιλεχθεί δεν ακολουθεί τον ακαδημαϊκό δρόμο του ατόμου που βάζει έναν στόχο και σταδιακά τον πετυχαίνει, αλλά προχωρά και σε ιστορικές αναδρομές που βοηθούν την κεντρική νοηματική. Αλλά και πέραν της ανάλυσης που επιχειρείται πάνω στις θεματικές που αναπτύσσονται υπάρχει και η συγκινησιακή διάσταση επάνω στην προσωπική ιστορία της Isabel Wilkerson που συνδέει τον θεατή με τα δρώμενα και επιτυγχάνει στο να μη γίνεται αντιληπτό το όλο εγχείρημα απλά ως μια αποστασιοποιημένη μελέτη κοινωνικών ζητημάτων. Στα αρνητικά που εμποδίζουν σ’ έναν βαθμό τη σινεφίλ υπέρβαση και άρα τη μέγιστη δυνατή διανοητική απόλαυση ένας διδακτισμός που «ξεφεύγει» σε κάποια σημεία και είναι σαν καθοδηγεί το κοινό τη στιγμή που τα συμπεράσματα θα έπρεπε να προκύπτουν πιο φυσικά.

Η πρωταγωνιστική ερμηνεία της Aunjanue Ellis-Taylor ακολουθεί μια αποτελεσματική οδό, από την άποψη ότι δεν είναι το πορτρέτο αυτό που στοχεύει στις οσκαρικές στιγμές για να αποσπάσει τους αναμενόμενους επαίνους περί «ρεσιτάλ», αλλά τονίζει το συναίσθημα χαμηλόφωνα και σε ρεαλιστικά πλαίσια, εκπέμποντας έναν ήρεμο δυναμισμό που αναδεικνύει την αληθινή Wilkerson ως ένα παράδειγμα προς μίμηση αλλά όχι με αταίριαστα πομπώδη τρόπο. Και παρότι το πέρασμά του δεν είναι μεγάλο σε διάρκεια, ξεχωρίζει και ο Jon Bernthal που μοιάζει να εμποτίζει την κάθε του κίνηση με τη σοφία ενός ατόμου που φαίνεται να έχει υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη.

Το αξιοθαύμαστο που πρέπει να αναγνωριστεί στην DuVernay είναι ότι πολλά από τα συστατικά που εντοπίζονται εδώ, αν αξιοποιούνταν διαφορετικά, θα έβγαζαν ως σούμα αυτό που αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι ως «οσκαρική ταινία». Ευτυχώς, επειδή πραγματικά πονάει τις ιδέες του πρωτότυπου κειμένου, επιλέγει έναν δρόμο με μια πολύ ευδιάκριτη προσωπική υπογραφή, που θέλει να απευθυνθεί και στον μη μυημένο αλλά με μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης που δεν είναι προκάτ. Και πραγματοποιεί μια κατάθεση σκέψεων και προβληματισμών ανησυχητικά επίκαιρων σ’ ένα παγκόσμιο (όχι μόνο αμερικάνικο) πολιτικό κλίμα πολωμένο και συγκρουσιακό, σε μια συγκυρία που αν γινόταν αντιληπτή η αξία της αλληλεγγύης τότε θα ακολουθούσαν και οι αντίστοιχες απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα.



Το επίσημο τρέιλερ της ταινίας: