Αρκετοί είναι αυτοί που είδαν στο «Dream Scenario» μόνο την «επιστροφή» ενός μεγάλου Νίκολας Κέιτζ στο πιο ποιοτικό ας πούμε σινεμά, μετά από πολλά χρόνια σπατάλης του ταλέντου του σε b-movies της πλάκας. Την ίδια την ταινία, ωστόσο, την υποτίμησαν, ξεμπερδεύοντας μαζί της με συνοπτικές διαδικασίες, κρατώντας απ’ αυτήν μόνο την ερμηνεία του Κέιτζ. Διπλό λάθος: αφενός ο Κέιτζ έδινε κατά καιρούς σημάδια ότι παραμένει ένας καταπληκτικός ηθοποιός, και πριν το «Dream Scenario»∙ αφετέρου το συγκεκριμένο έργο δεν είναι απ’ αυτά που ξεπετάς έτσι εύκολα (σημείο των καιρών, αναμφίβολα, το γεγονός ότι άντεξε μόλις δύο εβδομάδες στις ελληνικές αίθουσες). Κι ο χρόνος, πιστεύω, θα το δικαιώσει.
Αρχικά, έχουμε να κάνουμε πράγματι μ’ ένα φιλμ που θέλει να πει πάρα πολλά και όπως συμβαίνει συνήθως με τέτοιες ταινίες (που εμένα με γοητεύουν, ακόμα κι όταν αποτυγχάνουν), μπορεί εύκολα να κατηγορηθεί για αμετροέπεια. Και ψυχαναλυτικές αναφορές, και κοινωνιολογική κριτική, και σάτιρα της σύγχρονης κουλτούρας του «τραύματος», και στηλίτευση της cancel culture και δράμα, και κωμωδία, και ταινία τρόμου (με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας εκεί λίγο πριν το -θαυμάσιο- τέλος), και αλληγορία για τις μοντέρνες μεταμορφώσεις του καπιταλισμού, και Γούντι Άλεν, και Τσάρλι Κάουφμαν, και Ντέιβιντ Λιντς, και Φρόιντ, και Γιούνγκ και Λακάν, πράγματι ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος Kristoffer Borgli δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το μέτρο. Αυτό σημαίνει, αυτομάτως, πως το «Dream Scenario» αποτυγχάνει; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Προσωπικά το βρήκα εξαιρετικό.
Αρχικά πρόκειται για μια ταινία που θέτει επί τάπητος ―και με υπέροχη σουρεαλιστική αδιαφορία για την όποια αληθοφάνεια― το κεντρικό ζήτημα του σύγχρονου συλλογικού ναρκισσισμού: την επιθυμία να ξεχωρίζεις, να σε ξέρουν, όποιος κι αν είναι ο τρόπος να συμβεί αυτό. Ο καθηγητής εξελικτικής βιολογίας που υποδύεται εκπληκτικά ο Νίκολας Κέιτζ, βέβαια, υποστηρίζει ότι δεν ενδιαφέρεται για τη διασημότητα, θέλει να ξεχωρίσει με το έργο του και να αναγνωριστεί απ’ την ακαδημαϊκή κοινότητα και τους συναδέλφους του που θεωρεί σημαντικούς. Δεν πρέπει, όμως, να παίρνουμε τοις μετρητοίς αυτά που λέει. Διότι όλη η ταινία θα μπορούσε να είναι η ασυνείδητη φαντασίωσή του. Πρώτα οι φοιτητές του, μετά λίγο πολύ όλοι οι άνθρωποι, αρχίζουν να τον βλέπουν στα όνειρά τους. Ελάχιστη σημασία έχει το γεγονός ότι ο ρόλος του σ’ αυτά τα όνειρα είναι εντελώς διακοσμητικός: είναι εκεί, αυτό μετράει. Όπως και στην εποχή μας, το τι κάνεις για να γίνεις διάσημος, ή αν κάνεις κάτι γενικότερα, δεν μετράει ιδιαίτερα: σημασία έχει να σε ξέρουν, να φαίνεσαι∙ η προβολή, εν ολίγοις, κι όχι αυτό που αιτιολογεί αυτή την προβολή (κάτι τόσο επουσιώδες, άλλωστε, που κι οι ίδιοι οι προβεβλημένοι πολύ συχνά δυσκολεύονται να το εξηγήσουν).
Η φαντασίωση του Πολ, συνδέεται άρρηκτα με την ψυχοπλακωτική αίσθηση της ανεπάρκειάς του: επαγγελματικής (δεν έχει καταφέρει να ξεχωρίσει στον τομέα του) αλλά κυρίως πατρικής. Η ταινία ξεκινάει με ένα όνειρο της κόρης του, όπου βλέπει ότι πνίγεται, αλλά ο Πολ, παρότι είναι παρών (μαζεύει φύλλα με μια τσουγκράνα δίπλα στην πισίνα) δεν καταφέρνει να τη σώσει. Το κορίτσι περιγράφει το όνειρό του στο τραπέζι του πρωινού, κι ο Πολ αισθάνεται αυτομάτως θιγμένος. Προσπαθεί να την πείσει πως όταν πράγματι συνέβη ένα παρόμοιο περιστατικό όταν εκείνη ήταν τεσσάρων ετών, την είχε σώσει. Η ίδια όμως δεν το θυμάται: του λέει μάλιστα ότι αν έχει κρατήσει κάτι στη μνήμη της απ’ αυτό, είναι η αφήγησή του πατέρα της σχετικά με το γεγονός κι όχι το ίδιο το γεγονός. Αυτό πυροδοτεί μια αλυσιδωτή αντίδραση στο ασυνείδητο του Πολ γιατί καταλαβαίνει αόριστα ότι δεν αποτελεί τον σταθερό πυλώνα της οικογένειας, αυτόν στον οποίο θα μπορούσαν να στηριχτούν τα μέλη της για να τα βγάλουν πέρα με τις δυσκολίες της πραγματικότητας. Εξ αυτού, ως πατέρας ο Πολ, έστω και σε ασυνείδητο επίπεδο (έτσι κι αλλιώς ένα όνειρο είδε η μικρή, δεν τον κατηγόρησε για κάποια πραγματική ανεπάρκεια), έχει αποτύχει. Δεν θα αργήσει να συνειδητοποιήσει ότι έχει αποτύχει κι ως επιστήμονας, όταν μια συνάδελφός του θα τον ενημερώσει λίγο αργότερα πως πρόσφατα εξέδωσε μια μελέτη, επηρεασμένη από μια δική του θεωρία (αυτό πιστεύει ο Πολ τουλάχιστον, κατηγορώντας την ευθέως ότι του έκλεψε τις ιδέες). Προσπαθώντας να συνέλθει απ’ αυτό το διπλό χτύπημα, το Υπερεγώ του Πολ (ενός άντρα σε κρίση μέσης ηλικίας, που ήδη βασανίζεται από υπαρξιακή αγωνία) αρχίζει να δημιουργεί την διέξοδο-παγίδα: τα ανεξήγητα όνειρα που υπό τη μορφή χιονοστιβάδας στο συλλογικό ασυνείδητο (εδώ θα βρει κανείς τον Γιουνγκ και τις θεωρίες του για τα αρχέτυπα), τον μετατρέπουν, εν μία νυκτί, σε κοινωνικό φαινόμενο.
Προφανώς δεν θα αργήσει η στιγμή που το όνειρο θα μεταμορφωθεί σε εφιάλτη. Εκεί ο Borgli χάνει κάπως τον στόχο του και παρασύρεται σε μια (εύκολη είναι η αλήθεια) παραβολή για την cancel culture και τα νοσηρά υπερευαίσθητα παιδάκια μιας μετανεωτερικής Δύσης, εμμονικά προσκολλημένης στην έννοια του «τραύματος», η οποία περιέχει βέβαια και την πιο σημαντική ατάκα της ταινίας, την πιο γενναία και αληθινή δήλωση που έχουμε δει σε κινηματογραφικό έργο εδώ και πολύ καιρό (“Trauma is a trend these days. It is a joke. Everything is trauma. Arguing with a friend is trauma. Getting bad grades is drama. They need to grow up.”), αλλά αδυνατεί να υποστηρίξει δραματουργικά τα θέματα που ανοίγει, δίνοντας την αίσθηση πως ο Borgli έγραψε ολόκληρο αυτό το κομμάτι της ταινίας, με σκοπό κυρίως να προβεί σ’ αυτή τη δήλωση. Ωστόσο ακόμα κι έτσι, το «Dream Scenario» παραμένει συναρπαστικό σ’ αυτές τις σκηνές, που με ειδολογικό προκάλυμμα μια horror εικονογραφία, σχολιάζουν εξαιρετικά εύστοχα την αδυναμία των σύγχρονων ανθρώπων να διαχειριστούν την τραγική πλευρά της ζωής, αυτή που σχετίζεται με την οδύνη, το χάος, τη βία, τον θάνατο, τις πλευρές της ύπαρξης που, όπως θα έλεγε ένας ψυχαναλυτής, σχετίζονται με το τρομακτικό Πραγματικό∙ αυτό που ο Λόγος αδυνατεί να συμβολοποιήσει και να καταστήσει αφομοιώσιμο απ’ την οικονομία της ψυχής. Ελλείψει μιας πίστης σε κάτι ανώτερο, που θα μπορούσε να καταστήσει ανεκτές αυτές τις «καταραμένες» όψεις της ύπαρξης, ο «εφιάλτης» του κακού, γίνεται αφόρητος.
Γιατί, όμως, ο Πολ, ταυτίζεται μ’ αυτό τον εφιάλτη; Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ―σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση της ταινίας τουλάχιστον― πρόκειται για τη δική του ασυνείδητη φαντασίωση, το δικό του όνειρο ας πούμε καλύτερα. Ο λόγος που το όνειρό του καταλήγει εφιάλτης είναι γιατί μέσα σ’ αυτό παρεισφρέει, αναπόφευκτα, η σκέψη της ανεπάρκειάς του. Κι αυτό συμβαίνει όταν αποτυγχάνει να συνευρεθεί σεξουαλικά με την πιτσιρίκα διαφημίστρια που του εξομολογείται ότι έχει καυτά σεξουαλικά όνειρα μ’ αυτόν να την παίρνει, ενώ εκείνη αρχικά αντιστέκεται. Ο Πολ υποκύπτει στις πιέσεις της μικρής να αναπαραστήσουν το όνειρο στην πραγματικότητα, και καθώς αυτή η αναπαράσταση οδηγεί σ’ ένα άνευ προηγουμένου φιάσκο, καθώς το Πραγματικό, δηλαδή, διαλύει την φαντασίωση, ο Πολ συνειδητοποιεί τον συμβολικό ευνουχισμό του. Αρχικά «ευνουχισμένος» ως εραστής, παραμένει κι ένας «ευνουχισμένος» πατέρας που αδυνατεί να εγγυηθεί την τάξη, την ασφάλεια και το νόημα στην οικογένειά του, να πείσει τους ανθρώπους που αγαπάει πως ο κόσμος δεν είναι χαοτικός και επικίνδυνος, αλλά ένα μέρος στο οποίο βασιλεύει η λογική∙ η σεξουαλική του ανεπάρκεια και αποτυχία, του υπενθυμίζει τη γενική του αποτυχία ως άνδρα. Κι ο θυμός που δεν μπορεί να εξωτερικεύσει χωρίς να γίνει βίαιος στο επίπεδο της πραγματικότητας, διοχετεύεται στο όνειρο, μετατρέποντάς το σε εφιάλτη. Έτσι, γίνεται δολοφόνος στα όνειρα των άλλων, ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να είναι ο σωτήρας τους. Η παθητικότητά του εξελίσσεται σε ενεργητικότητα, αλλά σε μια ενεργητικότητα της άρνησης, της καταστροφής. Αφού δεν μπορεί να χτίσει, θα γκρεμίσει. Αφού δεν μπορεί να δημιουργήσει, θα καταστρέψει. Αφού δεν μπορεί να εγγυηθεί για τη ζωή, θα φέρει τον θάνατο, σαν λύση όλων των προβλημάτων, σαν ύστατη διέξοδο για τον οριστικό κατευνασμό μιας έντασης που αδυνατεί να διαχειριστεί.
Θα αρκούσαν τα παραπάνω για να είναι φοβερό και τρομερό το «Dream Scenario», όμως το πράγμα δεν σταματάει εκεί. Χάρη στην υπέροχη ερμηνεία του Νίκολας Κέιτζ, μια ερμηνεία σπάνιας ευαισθησίας (στο τελευταίο εικοσάλεπτο είναι απλά σπαρακτικός), το φιλμ του Borgli δεν πετυχαίνει μόνο τους διανοητικούς στόχους του, χτυπάει διάνα και σε ό,τι αφορά το συναίσθημα: όταν ο Πολ καταλαβαίνει (και μαζί του κι ο θεατής), πως την πραγματική διέξοδο απ’ τον φαύλο κύκλο της νεύρωσης και του ναρκισσισμού, μπορεί να τη δώσει η αγάπη. Μόνο η αγάπη μπορεί να δώσει την απάντηση σε μια κοινωνία όπου ο κυρίαρχος καπιταλιστικός λόγος (εισβάλλοντας πλέον μέχρι και στα όνειρα των ανθρώπων ―αλλά αυτό δεν έκανε ανέκαθεν ο καπιταλισμός;― πείθει τα τραυματισμένα, «ευνουχισμένα», ανεπαρκή, ναρκισσιστικά υποκείμενα, πως η απόκτηση εμπορευμάτων μπορεί να κλείσει όλες τις πληγές, πως το κενό της επιθυμίας θα γεμίσει με αντικείμενα, πως ο πόνος δεν υπάρχει όσο δεν τον συνειδητοποιείς, ναρκωμένος από τις φευγαλέες ικανοποιήσεις της κατανάλωσης.
Στο συγκλονιστικό φινάλε, ο Πολ θα καταφέρει να διεισδύσει στο όνειρο της γυναίκας του («φορώντας» τη «στολή» της φαντασίωσής της ώστε να τον καλοδεχτεί ― πόσο θεσπέσιο εύρημα αυτό!), προχωρώντας αγέρωχα προς τον θυσιαστήριο βωμό (της ανδρικής ματαιοδοξίας ίσως; ) για να τη σώσει απ’ τις φλόγες, υπακούοντας στην έκκλησή της, μια έκκληση που ήταν πάντα εκεί, ένα αίτημα που προϋπήρχε, απλά αυτός δεν το είχε καταλάβει. Θα αρκούσε να ανταποκριθεί σ’ αυτό το μοναδικό αίτημα αγάπης, για να σωθεί, όμως πλέον είναι αργά: δεν απομένει παρά το όνειρο. «Πόσο θα ήθελα να ήταν αληθινό», θα πει, φεύγοντας προς το πάνω, αποτυγχάνοντας για άλλη μια φορά να φέρει σε πέρας μια πράξη λύτρωσης απ’ την αγωνία (της γυναίκας του, της δικής του), κι αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις που ακούγονται στην ταινία, που κλείνει όπως άρχισε, μόνο που αυτή τη φορά η γυναίκα του έχει πάρει τη θέση της κόρης του. Η ζωή ενός ανθρώπου που απέτυχε, ως πατέρας, ως σύζυγος, υπό τη μορφή ενός τέλειου κύκλου.
Και κάπως έτσι ο Borgli θα ολοκληρώσει αριστουργηματικά τη θαυμάσια παραβολή του για έναν κόσμο που ξέχασε να ζει πραγματικά, και καταφεύγει μονίμως στα όνειρα για να βρει εκεί την εκπλήρωσή του. Όταν η μικρή κόρη του Πολ τον ρωτάει κάποια στιγμή γιατί είναι τόσο κακός με τους ανθρώπους στα όνειρά τους, θα της απαντήσει πως δεν φέρει καμιά ευθύνη γι’ αυτά που τον βλέπουν εκείνοι να τους κάνει, και πως τα όνειρα τα δημιουργεί ο εγκέφαλος σαν μικρές, ανώδυνες κρίσεις παράνοιας, προκειμένου να διαφυλάξει τον ύπνο, που είναι πολύτιμος. Έτσι πίστευε κι ο Φρόιντ, σκοπός των ονείρων είναι να αποτρέψουν μια πρόωρη αφύπνιση. Μόνο που όταν η ίδια η ζωή μετατρέπεται σε παρατεταμένο ύπνο, όταν μια ολόκληρη κοινωνία κοιμάται και βλέπει όνειρα επιτυχίας που συντηρούν τον ύπνο της και τον διαιωνίζουν, τότε επιβάλλεται να ξυπνάει κανείς.