Η ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάνι

Η ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάνι




Κάποιο πρωινό, ένα κουνελάκι καθόταν σε μια όχθη. Τέντωσε τ’ αυτιά του και αφουγκράστηκε το κλιπ-κλοπ, κλιπ-κλοπ ενός πόνι.
Ένα κάρο με δυο ρόδες ερχόταν στο δρόμο· το οδηγούσε ο κύριος Μακ Γκρέγκορ, και δίπλα του καθόταν η κυρία Μακ Γκρέγκορ, φορώντας την πιο καλή της σκούφια.
Μόλις πέρασαν, ο μικρός Μπέντζαμιν Μπάνι γλίστρησε απαλά στο δρόμο, και ξεκίνησε –με ένα πηδηματάκι, ένα άλμα και μια δρασκελιά– να επισκεφτεί τους συγγενείς του, που ζούσαν στο δάσος, πίσω από τον κήπο του κυρίου Μακ Γκρέγκορ.
Εκείνο το δάσος, ήταν γεμάτο από λαγούμια· και στο πιο καθαρό, το πιο αμμουδερό απ’ όλα, ζούσε η θεία του Μπέντζαμιν και τα ξαδέλφια του –η Φλόψι, η Μόψι, η Κότον-τέιλ και ο Πίτερ.
Η κυρία Ράμπιτ ήταν χήρα· κέρδιζε το ψωμί της πλέκοντας γάντια χουφτίτσες και γάντια χωρίς δάχτυλα από μαλλί κουνελιού (κάποτε αγόρασα ένα ζευγάρι σε ένα παζάρι). Επίσης πουλούσε βότανα, και τσάι δεντρολίβανου, και καπνό για κούνελους (που είναι αυτό που εμείς ονομάζουμε λεβάντα).
Ο μικρός Μπέντζαμιν δεν ήθελε και πολύ να δει τη Θεία του.
Ήρθε από το πίσω μέρος του έλατου, και παραλίγο να παραπατήσει στο κεφάλι του Εξάδελφού του, Πίτερ.
Ο Πίτερ καθόταν μόνος του. Είχε το κακό του το χάλι, και ήταν ντυμένος με ένα κόκκινο βαμβακερό μαντίλι.
«Πίτερ», είπε ο μικρός Μπέντζαμιν, με έναν ψίθυρο, «ποιος πήρε τα ρούχα σου;»
Ο Πίτερ αποκρίθηκε, «Το σκιάχτρο στον κήπο του κύριου Μακ Γκρέγκορ», και περιέγραψε πώς εκείνος τον είχε κυνηγήσει σ’ όλον τον κήπο, και πώς είχε χάσει τα παπούτσια και το παλτό του.
Ο μικρός Μπέντζαμιν κάθισε κάτω, δίπλα στον ξάδελφό του, και τον διαβεβαίωσε ότι ο κύριος Μακ Γκρέγκορ είχε βγει έξω με ένα κάρο με δυο ρόδες, και το ίδιο και η κυρία Μακ Γκρέγκορ· και σίγουρα θα έλειπαν όλη την ημέρα, γιατί φορούσε την πιο καλή της σκούφια.
Ο Πίτερ είπε ότι ήλπιζε να βρέξει. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε η φωνή της κυρίας Ράμπιτ μέσα από το λαγούμι, να φωνάζει «Κότον-τέιλ! Κότον-τέιλ! Φέρε λίγο χαμομήλι ακόμα!»
Ο Πίτερ είπε πως πίστευε ότι θα ένιωθε καλύτερα αν πήγαινε μια βόλτα.



Έφυγαν χεράκι χεράκι, και έφτασαν στο επίπεδο πάνω μέρος του τοίχου, στο τελείωμα του δάσους. Από κει κοίταξαν κάτω, στον κήπο του κύριου Μακ Γκρέγκορ. Το παλτό και τα παπούτσια του Πίτερ φαίνονταν καθαρά πάνω στο σκιάχτρο, συνδυασμένα με ένα παλιό, Σκωτσέζικο καπέλο του κύριου Μακ Γκρέγκορ.
Ο μικρός Μπέντζαμιν είπε, «Χαλάει τα ρούχα να χώνεσαι κάτω από ένα πορτόνι· ο σωστός τρόπος για να μπει κανείς, είναι να κατέβει από μια αχλαδιά».
Ο Πίτερ έπεσε με το κεφάλι· αλλά δεν έπαθε τίποτα, καθώς το παρτέρι από κάτω ήταν φρεσκοσκαλισμένο και πολύ μαλακό. Ήταν σπαρμένο με μαρούλια.
Οι δυο τους άφησαν πολλές, παράξενες, μικρές πατημασιές σε όλο το παρτέρι, ειδικά ο μικρός Μπέντζαμιν, που φορούσε ξύλινα τσόκαρα.
Ο μικρός Μπέντζαμιν είπε ότι το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνουν ήταν να πάρουν πίσω τα ρούχα του Πίτερ, έτσι ώστε να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν το μαντήλι.
Τα έβγαλαν από το σκιάχτρο. Είχε βρέξει τη νύχτα· υπήρχε νερό στα παπούτσια, και το παλτό είχε κάπως συρρικνωθεί.
Ο Μπέντζαμιν δοκίμασε το Σκοτσέζικο καπέλο, όμως ήταν πολύ μεγάλο για αυτόν.
Στη συνέχεια, πρότεινε να γεμίσουν το μαντήλι με κρεμμύδια, ως ένα μικρό δώρο για τη Θεία του.
Ο Πίτερ δεν έμοιαζε να διασκεδάζει· συνεχώς άκουγε θορύβους.
Ο Μπέντζαμιν, αντίθετα, ένιωθε σαν στο σπίτι του, και έφαγε ένα μαρουλόφυλλο. Είπε ότι είχε τη συνήθεια να έρχεται στον κήπο με τον πατέρα του, για να πάρουν μαρούλια για το Κυριακάτικο δείπνο τους. (Το όνομα του μπαμπά του μικρού Μπέντζαμιν ήταν: Μεγάλος κύριος Μπέντζαμιν Μπάνι).
Τα μαρούλια σίγουρα ήταν εκλεκτά.
Ο Πίτερ δεν έφαγε τίποτε· είπε ότι θα ήθελε να πάει σπίτι. Σε λίγο, του έπεσαν τα μισά κρεμμύδια.
Ο μικρός Μπέντζαμιν είπε ότι δεν ήταν δυνατό να ξανανέβουν στην αχλαδιά, με ένα φορτίο λαχανικά. Με τόλμη άρχισε να κατευθύνεται προς την άλλη άκρη του κήπου. Προχώρησαν λίγο πάνω σε κάτι σανίδες, κάτω από έναν ηλιόλουστο τοίχο από κόκκινα τούβλα.
Τα ποντίκια κάθονταν στα κατώφλια τους, σπάζοντας κουκούτσια από κεράσια, έκαναν ότι δεν είδαν τον Πίτερ και τον μικρό Μπέντζαμιν Μπάνι.
Σύντομα, ο Πίτερ άφησε το μαντήλι να του φύγει και πάλι.
Βρέθηκαν ανάμεσα σε γλάστρες και παρτέρια και σκάφες· ο Πίτερ άκουσε θορύβους χειρότερους από κάθε άλλη φορά, τα μάτια του έγιναν μεγάλα σαν γλειφιτζούρια!
Ήταν ένα ή δύο βήματα μπροστά από τον ξάδελφό του, όταν ξαφνικά σταμάτησε.
Και να τι είδαν εκείνα τα μικρά κουνελάκια μόλις έστριψαν τη γωνία!
Ο μικρός Μπέντζαμιν, δηλαδή, ίσα που πρόλαβε να ρίξει μια ματιά, κι έπειτα ο ίδιος, ο Πίτερ και τα κρεμμύδια, κρύφτηκαν κάτω από ένα μεγάλο καλάθι.
Η γάτα σηκώθηκε και τέντωσε τα πόδια της, και ήρθε και μύρισε το καλάθι.
Ίσως να της άρεσε η μυρωδιά των κρεμμυδιών! Τέλος πάντων, ανέβηκε και στρογγυλοκάθισε πάνω στο καλάθι. Κάθισε εκεί για πέντε ώρες.
Δεν μπορώ να σας ζωγραφίσω μια εικόνα του Πίτερ και του Μπέντζαμιν κάτω από το καλάθι, διότι ήταν πολύ σκοτεινά, και επειδή η μυρωδιά των κρεμμυδιών ήταν φοβερή· έκανε τον Πίτερ Ράμπιτ και τον μικρό Μπέντζαμιν να κλαίνε.
Ο ήλιος έκανε τον κύκλο του πίσω απ’ το δάσος και ήταν πλέον αργά το απόγευμα· αλλά ακόμη η γάτα καθόταν πάνω στο καλάθι.
Τελικά, ακούστηκε ένα ταπ-ταπ, ταπ-ταπ, και μερικά κομματάκια ασβέστη έπεσαν από τον τοίχο ψηλά.
Η γάτα κοίταξε πάνω και είδε τον μεγάλο κύριο Μπέντζαμιν Μπάνι, να περπατάει περήφανα πάνω στον τοίχο, σε όλο του το μήκος, στο πιο ψηλό επίπεδο.
Κάπνιζε μια πίπα με καπνό για κούνελους, και είχε μια μικρή βέργα στο χέρι του.
Έψαχνε τον γιο του.
Ο μεγάλος κύριος Μπάνι δεν είχε καμία απολύτως εκτίμηση για τις γάτες.
Έκανε ένα τεράστιο άλμα από το πάνω μέρος του τοίχου καταπάνω στη γάτα, και τη χαστούκισε ώστε να πέσει από το καλάθι, και την κλώτσησε μέχρι μέσα στο θερμοκήπιο, γρατσουνίζοντας τη γούνα της τόσο που τη μάδησε μια χούφτα.
Η γάτα από την έκπληξή της δεν πρόλαβε να τον γρατσουνίσει.
Όταν ο μεγάλος κύριος Μπάνι είχε πια απομακρύνει τη γάτα μέσα στο θερμοκήπιο, κλείδωσε την πόρτα.
Έπειτα γύρισε πίσω στο καλάθι και έβγαλε έξω το γιο του τον Μπέντζαμιν από τα αυτιά, και τον έδειρε με τη μικρή βέργα.
Μετά έβγαλε τον ανεψιό του, τον Πίτερ.
Τέλος, έβγαλε και το μαντήλι με τα κρεμμύδια, και περπάτησε ώσπου βγήκε από τον κήπο.
Όταν ο κύριος Μακ Γκρέγκορ επέστρεψε περίπου μισή ώρα αργότερα, παρατήρησε αρκετά πράγματα που τον προβλημάτισαν.
Φαινόταν σαν κάποιο πρόσωπο να είχε περπατήσει σε ολόκληρο τον κήπο με ξύλινα τσόκαρα –μόνο που τα ίχνη από τις πατημασιές ήταν τόσο απίστευτα μικρά!
Ακόμη, δεν μπορούσε να κατανοήσει πώς η γάτα κατάφερε να κλειστεί μέσα στο θερμοκήπιο, κλειδώνοντας την πόρτα απέξω.
Όταν ο Πίτερ έφτασε σπίτι, η μητέρα του τον συγχώρεσε, γιατί ήταν πολύ χαρούμενη που είδε ότι είχε βρει τα παπούτσια του και το παλτό του. Η Κότον-τέιλ και ο Πίτερ δίπλωσαν το μαντήλι, και η μεγάλη κυρία Ράμπιτ πέρασε τα κρεμμύδια σε κλωστή και τα κρέμασε από το ταβάνι της κουζίνας, μαζί με τα ματσάκια από βότανα και τον καπνό για κούνελους.

Η ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάνι
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: