Κουιντέτο / Πλούσιο γεύμα

Κουιντέτο / Πλούσιο γεύμα


Γυρνώ στο σπίτι ψόφια απ' την κούραση
και ψάχνω την αλληλογραφία.
Ένας λογαριασμός απ' τη ΔΕΗ.
Στο τραπεζάκι πετώ τις διεκδικήσεις του.
Δεν γράφουμε πια γράμματα
μόνο κάρτες σου παίρνω πού και πού
για τη γιορτή μου.
Ένα ξερό χρόνια πολλά.
Η απόσταση ανάμεσά μας βεβαιότητα.
Τα βγάζω από την κρυψώνα τους.
Τα γράμματά σου
τα περνώ με καθαρό πανί
μπας και φανεί η περασμένη τρυφερότητα.
Έπειτα ένα ένα τα διαβάζω.
Μια παιδική χαρά ο κόσμος σου
και με 'θελες μαζί σου στην τραμπάλα.
Τώρα στο κατακάθι του καφέ σε γυρεύω.

Μια πέστροφα ανάποδα στο ρεύμα
κόντρα στις αντιξοότητες.
«Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα»
διαβάζω στο τελευταίο σου γράμμα.

Το αγαπημένο μου κατοικίδιο είναι η πέστροφα. Εδώ και μήνες. Γιατί απορείς; Πάντα μου άρεσε. Ψητή στον φούρνο με κρεμμύδια, μα και τηγανητή με βούτυρο και λίγο αλευράκι. Θυμάσαι στο Περτούλι, εκείνο το Σαββατοκύριακο;

Στη διαπασών η «Πέστροφα» του Σούμπερτ.

Τελειώνει το κομμάτι και πάλι απ' την αρχή.
Με γοητεύει η ορμή του βιολιού
κόντρα στη ρέουσα μελωδική ατμόσφαιρα.
Και σήμερα στο κατακάθι του καφέ εμένα βλέπω.
Μια πέστροφα μπροστά απ' τον καταρράκτη
έτοιμη για το μεγάλο σάλτο.


Πλούσιο γεύμα

Μπήκα μέσα στο κάδρο
έγειρα δεξιά, λίγο αριστερά
ισορρόπησα.
Παπιγιόν, σμόκιν
λουστρίνια
κι ένας
καρδινάλιος μέσα μου.

Η Μεταμφίεση επετεύχθη
και έγινα μέρος της επίπλωσης.
Φόρεσα κι ένα αυτάρεσκο χαμόγελο
να ρίξω στάχτη στα μάτια.
Και καθώς άχνιζε η σούπα στο τραπέζι
ξεκίνησα τον λόγο μου ― μπλα μπλα μπλα μπλα.

Παπιγιόν, σμόκιν, λουστρίνια
καρδινάλιος, χαμόγελο
κι από μέσα να λείπω
«σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ».

Μετά το παραπεταμένο χειροκρότημα, κάθισα δίπλα στον κύριο πρέσβη. Το πρώτο πιάτο είχε ήδη σερβιστεί και οι συνδαιτυμόνες ακόνιζαν τα μαχαίρια τους, έτοιμοι να το καταβροχθίσουν. Υπέμεινα χωρίς αντίσταση τη μοίρα μου. Μόνο ένα βραχύβιο αχ κι ύστερα σιώπησα για πάντα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: