Εκτός λογοτεχνίας

Το τρικάταρτο «Otago», που κυβέρνησε ο Κόνραντ το 1888 και τους πρώτους μήνες του 1889
Το τρικάταρτο «Otago», που κυβέρνησε ο Κόνραντ το 1888 και τους πρώτους μήνες του 1889



Ο Joseph Conrad (1857-1924), κατά κόσμον Teodor Jòzef Konrad Korzeniowski, γεννήθηκε στην Ουκρανία από Πολωνούς γονείς τους οποίους έχασε σε νεαρή ηλικία. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κρακοβία, σε ηλικία δεκαεπτά ετών έφυγε για τη Μασσαλία, όπου ξεκίνησε τη ναυτική του σταδιοδρομία ως απλός ναύτης. Το 1878 εντάχθηκε στο Βρετανικό Εμπορικό Ναυτικό, ενώ το 1886 απέκτησε την αγγλική υπηκοότητα και το δίπλωμα του πλοιάρχου. Ύστερα από είκοσι χρόνια στη θάλασσα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγγλία και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία, κατορθώνοντας να γίνει ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της αγγλικής γλώσσας (την οποία ουσιαστικά δεν γνώριζε μέχρι την ηλικία των είκοσι ετών). Έγραψε μυθιστορήματα, ανάμεσά τους αριστουργήματα όπως Η καρδιά του σκοταδιού, Λόρδος Τζιμ, Νοστρόμο, Τυφώνας, διηγήματα και δοκίμια. ¶ Στη γραφή του Κόνραντ, το ταξίδι στη θάλασσα, σε τόπους άγνωστους και εχθρικούς, κυριαρχείται από την υπαρξιακή αγωνία της ζωής και τη μόνιμη επιδίωξη να προσεγγιστεί μια αλήθεια, η οποία δεν είναι ποτέ απόλυτη. Το πραγματικό ταξίδι βρίσκεται σε συγχρονία με το εσωτερικό ταξίδι της ύπαρξης, ούτε προϋπάρχει ούτε έπεται εκείνου. Και αυτό το σχήμα της αφηγηματικής τέχνης του Κόνραντ φαίνεται να συμπαρασύρει και τη θεώρηση της σχέσης μεταξύ εμπειρίας και λογοτεχνίας. Στον Κόνραντ η ναυτική ζωή δεν προηγείται της λογοτεχνίας, αλλά συμπορεύεται με τη λογοτεχνία. Ενίοτε η δεύτερη προπορεύεται: μια λογοτεχνική ανησυχία είναι αυτή που ωθεί τον συγγραφέα να επιστρέψει στις Αγγελίες προς ναυτιλλομένους και να τις εξετάσει ως ένα πεζογραφικό έργο που η φύση του δεν επιτρέπει συγκινήσεις, αλλά αξιώνει την απόλυτη ακρίβεια. Και αυτό το κείμενο των Αγγελιών, όπως υποστηρίζει ο Κόνραντ, τον οδηγεί πίσω σε αισθήσεις της ναυτικής ζωής και ταυτόχρονα παρατηρεί ότι έχει συνεισφέρει σε ένα σημαντικό μέρος της γραφής του.

Ο Τζόζεφ Κόνραντ (1916)
Ο Τζόζεφ Κόνραντ (1916)

Παρακινούμενος από ένα λογοτεχνικό έναυσμα να αναλογιστώ τη φύση των Αγγελιών προς ναυτιλλoμένους, έτυχε να επανεξετάσω μερικές παλαιές αισθήσεις και εντυπώσεις μου που, με το να είναι αυστηρά επαγγελματικές, έχουν τελικά συνεισφέρει στην ύπαρξη μιας ποσότητας λογοτεχνίας, ή τουλάχιστον μερικών σελίδων πεζογραφίας. Οι Αγγελίες προς ναυτιλλομένους είναι καλή πεζογραφία, αλλά πιστεύω πως κανένας κριτικός δεν θα δεχόταν να τις συμπεριλάβει στο σώμα της λογοτεχνίας. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να μιλήσει γι’ αυτές μόνο ως πεζογραφικές συνθέσεις. Και επιτρέψτε μου καταρχάς να ευχαριστήσω τον Θεό που δεν ανήκουν στη φανταστική λογοτεχνία. Θα ήταν τρομερό να ήταν μέρος της. Μια ευφάνταστη Αγγελία προς ναυτιλλομένους θα ήταν θανατηφόρα. Κυριολεκτικά θανατηφόρα. Θα οδηγούσε, δίχως άλλο, αρκετό κόσμο στον θάνατο, προτού προλάβουν να εκτιμηθούν και να μας εκπλήξουν οι δημιουργικές της ποιότητες. Το γεγονός ότι το ύφος τους πρέπει να είναι σαφές και λακωνικό, και η στίξη τους κανονική, δεν αποτελεί απαραίτητα λόγο αποκλεισμού τους από τη λογοτεχνία. Τα Αξιώματα του Φρανσουά ντε Λα Ροσφουκό είναι πολύ λακωνικά, αλλά ανοίγουν νέους ορίζοντες: βυθοσκοπούν στις αβύσσους, ώρες ώρες μάς κάνουν να νιώθουμε άβολα, να ανατριχιάζουμε ή να χαμογελάμε, σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και να… αναστενάζουμε. Δεν θα μπορούσε όμως να συμβαίνει κάτι ανάλογο με την πρόζα των Αγγελιών προς ναυτιλλομένους.

Και δεν συμβαίνει. Ένας ναυτικός που μένει έκπληκτος, σε σημείο να ανατριχιάζει και να αναστενάζει, μπροστά σε μια Αγγελία προς ναυτιλλομένους, θα ήταν (για να το πούμε με έναν μη λογοτεχνικό τρόπο) ούτε λίγο ούτε πολύ ανίκανος γι’ αυτή τη δουλειά. Αυτή η πρόζα απαγορεύεται να επηρεάζει με οποιανδήποτε τρόπο το πνευματικό μέρος του ανθρώπου. Σε αυτές τις συνθέσεις, διαβασμένες με το πιο ειλικρινές ενδιαφέρον που έδειξε κανείς για κάτι τυπωμένο, κάθε νύξη στον Έρωτα, στην Περιπέτεια, στο Συναίσθημα, στην Εικασία, σε όλα αυτά που εξωραΐζουν και εξευγενίζουν τη ζωή, πλην της Ευθύνης, απαγορεύεται. Αυτό που περιμένουμε από αυτές δεν είναι νύξη αλλά πληροφορία παραδειγματικής ακρίβειας, τέτοια που απουσιάζει από την πρόζα των επιστημονικών έργων, η οποία είναι κυρίως ευφάνταστη και συχνά σημαντικά περίπλοκη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένοι πολύ αξιοπρεπείς άνθρωποι έχουν την επιθυμία να χαμογελάσουν διαβάζοντάς την. Αλλά δεν υπάρχει σύγχυση στη γλώσσα της αλήθειας που περιέχεται στις Αγγελίες προς ναυτιλλομένους. Δεν προκαλούν καμιά επιθυμία να χαμογελάσεις. Κανένας αξιοπρεπής άνθρωπος δεν θα το τολμούσε. Ούτε καν ο Mr. Punch,1 που σαν έξοχος κωμικός ποιητής που είναι και δεν φρονεί τίποτα ως ιερό, και πρόσφατα ξεθάρρεψε με την έκρηξη του ατόμου, δεν θα έβαζε στο νου του να κάνει πλάκα με τις Αγγελίες προς ναυτιλλομένους. O Mr. Punch το ξέρει πολύ καλά. Ξέρει πως για έναν εμπνευσμένο ποιητή, που αναγνωρίζει τις μυστικές σχέσεις των επίγειων ζητημάτων, οι Αγγελίες προς ναυτιλλομένους πρέπει να διαβάζονται με ευλάβεια. Είναι σαν τις διακηρύξεις μιας προσεγμένης και λεπτομερούς Θείας Πρόνοιας. Μπορούμε να τις φανταστούμε να υπαγορεύονται από τη γαλήνια φωνή του αγγέλου που, όπως λέει το τραγούδι, προστατεύει από ψηλά τον φτωχό Τζακ.2 Ανήκουν σε μια πεζογραφία που, αν κι όχι αθάνατη, είναι αποκαλυπτική για τη γενιά της.

Απευθυνόμενη σε συγκεκριμένο κοινό, περιορισμένη σε ένα θέμα παρά πάνω από ειδικό, χωρίς καμιά σύνδεση με την πνευματική καλλιέργεια της ανθρωπότητας, κι όμως με κάποια σημασία για έναν πολιτισμό θεμελιωμένο στην προστασία της ζωής και της περιουσίας, αυτή η πεζογραφία έχει ένα μοναδικό ιδανικό να κατακτήσει, να ακολουθήσει πιστά: το ιδανικό της απόλυτης ακρίβειας. Θα μπορούσατε να πείτε πως ένα παρόμοιο ιδανικό μπορεί εύκολα να συλληφθεί από το στιβαρό, πεζό μυαλό όποιου αφιερώνεται για λίγα λεπτά κάθε μέρας (οι Αγγελίες προς ναυτιλλομένους είναι σύντομες) στο καθήκον της γραφής. Γιατί όχι! Τι λέτε όμως για τα τυπογραφικά λάθη, τον δαίμονα των συγγραφέων;

Κι έπειτα είναι οι απουσίες. Οι απουσίες του μυαλού εννοώ. Είναι κοινή αλήθεια ότι και το πιο πεζό μυαλό ενίοτε θέλει να βγει από ‘κεί που δουλεύει (φαντάζομαι πως και οι Αγγελίες προς ναυτιλλομένους σε κάποιο γραφείο γράφονται) για να πετάξει μακριά, προς θέματα ποιητικής φαντασίας, προς τα παιδιά, την αγαπημένη γυναίκα, το ποτήρι μπίρα, προς άλλα ενδιαφέροντα πράγματα για το νεκρικό του καβούκι. Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι όψη να έχει ο συγγραφέας των Αγγελιών προς ναυτιλλομένους. Προσπάθησα να τον φανταστώ σαν μοναχό, έναν άνθρωπο που έχει απαρνηθεί τη ματαιοδοξία του κόσμου και ανήκει κατά προτίμηση στο τάγμα των Tραπιστών, που έχουν καθήκον να θυμούνται τον θάνατο ―memento mori― και τίποτε άλλο. Στενάχωρη σκέψη! Φανταστείτε απλώς τον συγγραφέα των Αγγελιών προς ναυτιλλομένους να αισθάνεται ανέμελος και να κάθεται να γράφει μια Αγγελία προς ναυτιλλομένους όντας σε μια χαρωπή ψυχική κατάσταση, στην οποία τίποτα δε μοιάζει σημαντικό και ένα γράμμα της αλφαβήτου έχει την ίδια αξία με ένα άλλο. Όσο για μένα ―που δεν είμαι έτσι ανέμελος και έχω γράψει μπόλικη και ποικίλη πεζογραφία με μια σχεδόν γελοία σχολαστικότητα και παράλογη σοβαρότητα― δεν ντρέπομαι να ομολογήσω πως αν μου έλεγαν να γράψω μια Αγγελία προς ναυτιλλομένους, ίσως να μην έκανα την προσευχή μου ―γιατί έχω τις πεποιθήσεις μου σχετικά με την κατάχρηση της προσευχής― αλλά σίγουρα θα νήστευα. Θα νήστευα το βράδυ και θα σηκωνόμουν να γράψω τη δική μου Αγγελία προς ναυτιλλομένους στις τέσσερις τα ξημερώματα, για τον φόβο των λαθών. Φτάνει σύντομα η στιγμή που γράφεται ένα γράμμα αντί ενός άλλου, και οι συνέπειες είναι θανάσιμες.

Πριν από πολλά χρόνια έτυχε να θέσω σε κίνδυνο την ταπεινή μου καριέρα στη θάλασσα μόνο και μόνο επειδή είχα γράψει ένα W στη θέση ενός Ε, στο περιθώριο μιας σελίδας γεμάτης υπολογισμούς. Ήταν μια εξέταση στην οποία έπρεπε να κοπώ δίχως επιείκεια, αλλά λαμβάνοντας, νομίζω, υπόψη όλες τις υπόλοιπες ορθές απαντήσεις μου, ο βοηθός του εξεταστή μού επέστρεψε το χαρτί με τον υπολογισμό του αζιμούθιου σχολιάζοντας χαμηλόφωνα: «Έχετε ακόμα δεκατέσσερα λεπτά». Κοίταξα το καντράν του ρολογιού, στρογγυλό σαν τη σελήνη, λευκό σαν φάντασμα, αναίσθητο, μαλακισμένο. Έκατσα έχοντας την επίγνωση της φύσης του χρόνου που συντρίβει και χαρακτηρίζοντας μέσα μου τον βοηθό «ειρωνικό τέρας», καθώς κανένας στον κόσμο δε θα μπορούσε να ελέγξει όλους εκείνους τους υπολογισμούς μέσα σε δεκατέσσερα λεπτά. Ελπίζω πως ο οργίλος πανικός μου για εκείνον τον επανέλεγχο δεν έγινε αντιληπτός. Ήταν αστείο ακόμα και για μένα. Ύστερα, ακριβώς τη στιγμή που η καρδιά μου κόντευε να σπάσει, είδα το λάθος να με κοιτάζει κατάματα, πελώριο, χονδροειδές, χειροπιαστό. Πάτησα βιαστικά με ένα κεφαλαίο Ε εκείνο το W και επέστρεψα στην έδρα με το γαλάζιο φύλλο χαρτιού στο χέρι που ακόμα έτρεμε. Ο βοηθός του είχε ρίξει μόνο μια ματιά πριν το αφήσει να πέσει, κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως ήμουν εγώ, που δεν το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή, ένα ποταπό τέρας. Επειδή η παρατήρησή με εκείνο το δεκατέσσερα είχε προφανώς τον σκοπό να μου δώσει μια βοήθεια. Ήταν ένας γοητευτικός νέος, φανερά φτωχός, με ένα οξυδερκές, αν και πάσχον, πρόσωπο· όχι ακριβώς ασθενές, αλλά σίγουρα εύθραυστο. Θα του έκανε καλό ένα ταξίδι στη θάλασσα. Ήμουν εγώ όμως αυτός που θα πήγαινε στη θάλασσα, αυτή τη φορά με προορισμό την Καλκούτα.

Και ήταν στην Καλκούτα, λίγους μήνες αργότερα, όταν ένα πρωινό ο καπετάνιος, που επρόκειτο να κατέβει στη στεριά, με είδε πολυάσχολο στο κατάστρωμα και μου έκανε νόημα να πλησιάσω, με εκείνο τον τυπικό τρόπο που έχουν, ή είχαν, οι καπετάνιοι. Εννοώ τους καπετάνιους που κυβερνούν τα πλοία τους από τη γαλέτα του καταρτιού ως την κύτη, για να το πούμε έτσι, από τεχνική και από πνευματική άποψη, εν κινήσει ή εν ηρεμία, κάθε στιγμή της ζωής τους, τότε που οι ίδιες οι συνθήκες του επαγγέλματος του ναυτικού το καθιστούσαν περισσότερο επαγγελματικό σε σχέση με σήμερα. Ο καπετάνιος μου είχε εκείνο ακριβώς τον τρόπο να με καλεί με ένα νεύμα. Ποιον τρόπο; Δεν ξέρω, αυτό που μπορώ μόνο να πω είναι ότι σε έκανε να παρατήσεις αμέσως οτιδήποτε άλλο. Δε μπορώ να το περιγράψω καλύτερα. Έτσι, παράτησα κι εγώ ό,τι έκανα και εκείνος μου είπε: «Θα βρείτε μια Αγγελία στο τραπέζι της καμπίνας. Πηγαίνετε και καταγράψτε τη στο σωστό έντυπο της Ναυαρχίας. Αμέσως». Κι εγώ έτρεξα αμέσως να το φροντίσω.

Η επιτυχία σε εκείνη την εξέταση, που εξαρτήθηκε από ένα κεφαλαίο γράμμα, με είχε πιστοποιήσει επίσημα ως ικανό για εκείνο το συγκεκριμένο καθήκον. Με το πέρασμα του χρόνου η οικειότητά μου με τις Αγγελίες προς ναυτιλλομένους, που δεν είναι λογοτεχνία, αυξανόταν, μέχρι τη στιγμή που, ξεμπαρκάροντας για τελευταία φορά, έχασα οποιαδήποτε επαφή με εκείνο το τόσο αξιόπιστο είδος τυπωμένης πρόζας. Από εκείνη τη στιγμή και μετά έπρεπε να ξεκινήσω (χωρίς ωστόσο να είμαι εφοδιασμένος με «Αγγελίες προς συγγραφείς») να γράφω εγώ ο ίδιος πρόζα, και το ζήλο με τον οποίο το έκανα μόνο ο Δημιουργός μου τον ξέρει! Παρ’ όλα αυτά δεν έμαθα ποτέ να έχω εμπιστοσύνη σε αυτή την πρόζα. Ούτε σήμερα μπορώ να την εμπιστευτώ. Εμείς που γράφουμε μια πρόζα που δεν είναι εκείνη των Αγγελιών προς ναυτιλλομένους είμαστε ξεχασμένοι από τη Θεία Πρόνοια. Κανένας άγγελος δεν προστατεύει τους κόπους μας. Μια τρομερή αβεβαιότητα αιωρείται πάνω από όλα τα λογοτεχνικά έργα, από εκείνα του σπουδαιότερου ως εκείνα του ταπεινότερου. Δεν ήταν ο «μπαμπάς Οζιέ»3 που, όταν έλαβε ένα αντίτυπο του Άμλετ, του έριξε μια έμπειρη ματιά και μετά το πέταξε, παρατηρώντας ξερά: «Vous appelez ça une pièce, vous?»; «Αυτό εσείς το αποκαλείται θεατρικό έργο;» Ολόκληρη η τραγωδία της τέχνης βρίσκεται στον πυρήνα αυτού του τρομερού άγνωστου επεισοδίου. Αλλά δεν θα περάσει ποτέ από κανενός το μυαλό να αμφισβητήσει το πεζογραφικό σφρίγος του συγγραφέα των Αγγελιών προς ναυτιλλομένους, που δεν είναι λογοτεχνία, και την πίστη του σε ένα ευγενές ιδανικό, εκείνο της απόλυτης ακρίβειας.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1922· περιλαμβάνεται στον τόμο Last Essays (1926).





___________
1.
Δημοφιλής μαριονέτα της αγγλικής παράδοσης.
2. «Poor Jack»: τραγούδι σε στίχους του Άγγλου ηθοποιού, τραγουδοποιού και δραματουργού Charles Dibdin.
3. Émile Augier (1820-1889): Γάλλος κωμωδιογράφος.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: