Ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Δίπλα του, κουλουριασμένη στη δική της πλευρά του κρεβατιού, η γυναίκα του κοιμόταν βαθιά. Ο αέρας ήταν ελαφρύς και δροσερός. Από τον κήπο ακουγόταν το θρόισμα των φύλλων.
Το σώμα δίπλα του, ανασαίνοντας ήσυχα μέσα στη νύχτα, ήταν έντονα παρόν. Ήθελε να την αγγίξει, να αφήσει την παλάμη του να χαϊδέψει την πλάτη της, τον πισινό της, το λείο δέρμα της. Ένα πλάσμα οικείο, με τόση κοινή ιστορία.
Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που άρχισαν να κοιμούνται σε αυτό το κρεβάτι. Προηγουμένως, μοιράζονταν ένα κανονικό διπλό κρεβάτι, σφιχταγκαλιασμένοι, με τα μέλη τους να αναζητούν το ένα το άλλο απο μόνα τους, αγγίζοντας ελαφρά το ένα το άλλο μέσα στον ύπνο. Ύστερα, όμως, οι γονείς της αποφάσισαν πως ήταν ώρα για ένα πιο φαρδύ, άνετο κρεβάτι. Και τούς έκαναν δώρο αυτό το τεράστιο κρεβάτι, βασιλικού μεγέθους. Ένα κρεβάτι μεγαλοπρεπές, που ταίριαζε με τις αντιλήψεις που είχαν για την επίπλωση, το σπιτικό, το γάμο και τη ζωή.
Θα ήταν δεισιδαιμονία να κατηγορήσει κανείς το κρεβάτι πως δημιούργησε απόσταση μεταξύ τους. Όμως τα κορμιά τους συνήθισαν τον άπλετο χώρο στο καινούργιο κρεβάτι κι άρχισαν να απλώνονται πιο μακριά το ένα από το άλλο, αφήνοντας μεταξύ τους κενό. Τα μέλη τους έπαψαν να αναζητούν το ένα το άλλο μέσα στο σκοτάδι.
Πέρασαν χρόνια και η απόσταση μεγάλωσε. Ζούσαν μαζί την ημέρα, δούλευαν, φρόντιζαν τα παιδιά τους, συζητούσαν τα προβλήματά τους, τσακωνόντουσαν και φιλιώνανε, συνέχιζαν να υφαίνουν τον ιστό της κοινής του ζωής όπως άλλα ζευγάρια. Τη νύχτα, όμως, τα κορμιά τους κυλούσαν προς τις χωριστές πλευρές τους και βολεύονταν το καθένα μακριά από το άλλο, σε εσκεμμένη απομάκρυνση.
Και τώρα, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, αλλά του φαινόταν πλαστό, αφύσικο, ανέφικτο να κάνει επαφή με την άλλη πλευρά του κρεβατιού.
Γιατί δεν μπορούσε αυτό το χέρι, τούτο το βράδυ, που ο αέρας ήταν τόσο ελαφρύς και καθαρός και το δέρμα ένιωθε τόσο ζωντανό, γιατί, μα γιατί, δεν μπορούσε να απλώσει και να αγγίξει το άλλο κορμί, τόσο οικείο, τόσο κοντινό, κι όμως τόσο μακρινό;
Συμβίωση και επίπλωση
Το κρεβάτι (Προάστια Νέας Υόρκης, αρχές δεκαετίας 1990)
Ο καναπές (Προάστια Νέας Υόρκης, τέλη δεκαετίας 1990)
Μα τι, τελοσπάντων, είναι ένας καναπές; Ένα έπιπλο τόσο συνηθισμένο, με αυστηρά καθορισμένες παραμέτρους, που υπαγορεύονται από τη χρήση του. Κι όμως, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τι πληθώρα στυλ, τι ποικιλία διακηρύξεων περί τρόπου ζωής, φιλοδοξίας, κοινωνικού επιπέδου...
Η γυναίκα μου κι εγώ τσακωνόμασταν για ένα καναπέ και, κατά τα φαινόμενα, αισθανόμασταν και οι δυο πως επρόκειτο για κρίσιμη μάχη στον μακροχρόνιο μας πόλεμο για το τι είδους ζωή θα ζούσαμε σαν ζευγάρι.
Παρόλο που η οικονομική δεινότητα της γυναίκας μου μάς είχε επιτρέψει, χάρις στην επιμονή της και παρά την δική μου αντίσταση, να αγοράσουμε μια μονοκατοικία σε ένα ανώτερης μέσης τάξης προάστιο της Νέας Υόρκης, το εισόδημά μας μόλις που αρκούσε να καλύψει το κόστος του στεγαστικού δανείου, τους φόρους, και τα έξοδα του νοικοκυριού. Έτσι, δεν είχαμε καταφέρει να αφήσουμε οριστικά πίσω μας το φοιτητικό τρόπο ζωής και εξακολουθούσαμε να ζούμε με μεταχειρισμένα έπιπλα και οικιακές συσκευές. Ούτε εμείς είχαμε ιδιαίτερο πρόβλημα με αυτό, αλλά ούτε και τα παιδιά μας, που δεν ήταν ανάγκη να περπατάνε στις μύτες των ποδιών τους ώστε να μην σκουντήξουν ή λερώσουν αντικείμενα αξίας. Σπανίως αισθανόμασταν τη διαφορά που υπήρχε μεταξύ του δικού μας σπιτικού και των γειτόνων μας—με τους οποίους, ούτως ή άλλως, δεν είχα την όρεξη για κοινωνικές επαφές που είχε η γυναίκα μου.
Όμως, η ανεπάρκεια της επίπλωσης και γενικά το χαμηλό επίπεδο του νοικοκυριού μας ερχόντουσαν οδυνηρά στο προσκήνιο κάθε φορά που οι γονείς και οι αδελφές της γυναίκας μου μάς έκαναν επίσκεψη. Δεν επρόκειτο απλώς για υπονοούμενα, κριτικά σχόλια ή ελάχιστα συγκαλυμμένες υποδείξεις. Η πεθερά μου, μια εντυπωσιακή γυναίκα συνηθισμένη να δίνει διαταγές, έπιανε και μετακινούσε έπιπλα και γλάστρες χωρίς να ζητάει την άδεια κανενός. Μια μέρα μπήκα στην τραπεζαρία και βρήκα την κουνιάδα μου, μια γυναίκα με άψογους κατά τα άλλα τρόπους, όρθια πάνω στο τραπέζι να ξεσκονίζει τον πολυέλαιο με ένα βρεγμένο πανί. Όλα αυτά γινόντουσαν με τέτοιο κύρος και πεποίθηση ώστε το να φέρει κανείς αντίρρηση θα ήταν εντελώς αγροίκο. Υπέφερα την εισβολή καταπνίγοντας την οργή μου και λαχταρώντας να ξεκουμπιστούν αυτοί οι άνθρωποι και να αποκατασταθεί η κανονική μας καθημερινότητα. Για τη γυναίκα μου όμως, πρέπει να συνέβαινε, όπως γινόταν και με την επίπλωση, μια βίαιη ανακατάταξη του εσωτερικού της χώρου, που την επέστρεφε σε κάτι πάρα πολύ γνώριμο, από το οποίο είχε κάνει τόση προσπάθεια να ξεφύγει.
Με τον καιρό, η επιθυμία, η ανάγκη, το σχέδιο πήρε μορφή στο μυαλό της γυναίκας μου: να ανακαινίσει το σπίτι μας, να το επεκτείνει, να το κάνει πιο ευρύχωρο, πιο συμβατικά άνετο· να εξομαλύνει τις ατέλειες, να τού κάνει λίφτινγκ, να το ευπρεπίσει. Αλλά δεν ήταν απλώς μια ιδέα που μπήκε στο μυαλό της. Η ψυχή της ολόκληρη αποζητούσε μιαν εκπλήρωση, που για κάποιο λόγο δεν είχε καταφέρει να γευτεί στη μακροχρόνια συμβίωσή μας. Όποτε χρειαζόταν μια επισκευή το σπίτι, δεν ήθελε να γίνει αμέσως, γιατί θα γινόταν έτσι κι αλλιώς μαζί με όλες τις άλλες επισκευές που θα συμπεριλάμβανε η περίφημη ανακαίνιση. Πίστευα πως ζούσα σε ένα σπίτι που μπορούσα να θεωρώ δεδομένο εκτός από μερικές επισκευές, ενώ εκείνη είχε αρχίσει να ζει σε ένα άλλο σπίτι, αυτό που σχεδίαζε και ξανασχεδίαζε στο σημειωματάριό της.
Πρέπει να ένιωσα πως αυτή καθ’ εαυτή η ύπαρξή μου ήταν υπό απειλή, πως μαζί με το σπίτι και την επίπλωση, εγώ ο ίδιος θα χρειαζόταν να υποστώ λίφτινγκ, ανακαίνιση, άλλη μια αναμόρφωση στο σημειωματάριο της γυναίκας μου. Ήδη υπήρχε μεταξύ μας θέμα ότι δεν έβγαζα αρκετά χρήματα ή δεν χειριζόμουν τα χρήματα με αρκετή σύνεση, ώστε να συμβάλλω όσο μού αναλογούσε στα έξοδά μας κι έτσι την ανάγκαζα να δουλεύει παραπάνω για να καλύψει τα κενά. Τώρα θα χρειαζόμασταν ακόμα πιο πολλά χρήματα, θα είχαμε περισσότερη πίεση, τσακωμούς, στεναχώρια, εξ αιτίας αυτής της τόσο πολυπόθητης ανακαίνισης.
Ο καναπές βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Είχαμε ένα μεγάλο, απρόσωπο καναπέ στο καθιστικό. Ήταν πολύ βολικός και έμοιαζε σαν να ήταν φτιαγμένος για να σκαρφαλώνουν επάνω του και να χοροπηδάνε τα παιδιά, να την αράζουν οι έφηβοι βλέποντας τηλεόραση, καθώς και να κουλουριάζονται επάνω του οι γάτες. Αναπόφευκτα, είχε υποστεί αρκετή φθορά και η γυναίκα μου έκρινε πως ήταν καιρός να αντικατασταθεί με έναν εντελώς καινούργιο, φρέσκο, πιο εντυπωσιακό καναπέ. Λογική απαίτηση, όμως εγώ ανησυχούσα ότι τη στιγμή που θα ερχόταν ένας καινούργιος, πιο ευπρεπής καναπές να τρυπώσει στο καθιστικό, θα άρχιζε να βγάζει κραυγές ζητώντας την αντικατάσταση όλων των άλλων επίπλων, που, φυσικά, θα ήταν φως φανάρι πως δεν θα ταίριαζαν μαζί του.
Άρχισα να κλωτσάω, στα τυφλά, απελπισμένα, όπως ένα μουλάρι που το είχαν στριμώξει στη γωνιά. Και ο καναπές ήταν η πρώτη γραμμή αμύνης μου. Ήταν, για μένα, η αρχή του τέλους, ο Δούρειος Ίππος που θα επέτρεπε την εισβολή του εχθρού—της γυναίκας μου, των δικών της, των καλοστεκούμενων και εντελώς καθωσπρέπει γειτόνων μου στα προάστια, για να μην μιλήσουμε για τις ορδές των επαγγελματικά φιλόδοξων και τόσο ευχαριστημένων με τον εαυτό τους μα απελπιστικά μετρίων ως ανθρώπινα όντα μπουρζουάδων, μισοπραγματικών και μισοφανταστικών, που είχα ξοδέψει όλη την εφηβεία και τα νιάτα μου να απορρίπτω με πλήρη αποστροφή και, ώριμος μεσήλικας πια, εξακολουθούσα να περιφρονώ—μια ολόκληρη στρατιά από αφόρητα όντα θα εκπορθούσαν τα εσωτερικά μου κάστρα. Τη στιγμή που ο καναπές θα κατάφερνε να χωθεί μέσα, η εισβολή θα πετύχαινε και ο κόσμος μου θα γινόταν συντρίμμια.
Δεν είδα ποτέ τι απέγινε ο καναπές. Ήταν ακόμα εκεί όταν η ανακαίνιση, πλήρης με αρχιτέκτονα και διακοσμητή, κατάπιε ολόκληρη την ύπαρξή μας. Δεν είδα τι απέγινε γιατί εγκατέλειψα το σπίτι και το γάμο μου στη μέση όλης αυτής της ανοικοδόμησης.
_______________
Το κείμενο γράφτηκε στα αγγλικά και μεταφράστηκε από τον συγγραφέα. Βοήθησαν ο Αβραάμ Κοέν και ο Φίλιππος Καργόπουλος.