Δύο συμβολές στη βιογραφία του Ηλία Βενέζη

Ο Ηλίας Βενέζης
Ο Ηλίας Βενέζης

Ο Κώστας Στεργιόπουλος, στην αναλυτική βιογραφία του Ηλία Βενέζη στον τόμο Η μεσοπολεμική πεζογραφία,[1] θέτει δύο ζητήματα για την ταυτότητα του συγγραφέα, τα οποία δεν έχουν μελετηθεί περαιτέρω: αμφισβητεί τη χρονολογία γέννησής του και αναφέρει, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, πως ανήκε στην αγωνιστική ομάδα των «Πρωτοπόρων» και αντιμετώπισε το Ιδιώνυμο, τον γνωστό νόμο του Βενιζέλου για τους κομμουνιστές. Στο πρώτο μέρος του άρθρου μου θα ερευνήσω το ζήτημα της χρονολογίας γέννησης του Βενέζη προτείνοντας καινούργια χρονολογία, ενώ στο δεύτερο μέρος θα συζητήσω την ένταξη του Βενέζη στην κομμουνιστική αριστερά. 

Πότε γεννήθηκε

Ο Βενέζης αναφέρει στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα του 1968 πως γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904,[2] μια χρονολογία η οποία έχει επικρατήσει και αναφέρεται στις βιογραφίες του συγγραφέα. Ο Στεργιόπουλος όμως σημειώνει ότι στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του αναφέρεται πως το 1973 που πέθανε ήταν 75 χρονών (αντί για 69 με βάση το 1904), ενώ και σε πιστοποιητικό του Δήμου για «τους μόνους εγγύτερους αυτού συγγενείς» φέρεται γεννημένος το 1898. Αναφέρει επίσης πως ο Βενέζης ξεκίνησε να φοιτά στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης το 1914, υποστηρίζοντας πως αυτό συμφωνεί περισσότερο με το 1898 ως χρονολογία γέννησης.[3]
Η αδερφή του συγγραφέα Αγάπη Μολυβιάτη-Βενέζη, σε κείμενό της για το πώς έπιασαν αιχμάλωτο τον Ηλία, αναφέρει πως, προκειμένου να τον σώσουν, του έγραψε η ίδια σημείωμα να πει πως είναι 17 χρονών,[4] ενώ, στο βιβλίο που εξέδωσε αργότερα με το ίδιο θέμα, αναφέρει πως ήταν 17 χρονών.[5] Αυτή η αντίφαση καθιστά τις πληροφορίες που δίνει όχι απόλυτα αξιόπιστες, και επιπλέον, αν όντως ο Βενέζης είχε γεννηθεί το 1904, θα έπρεπε να είναι 18 και όχι 17 ετών. Ο Μυτιληνιός συγγραφέας Νίκος Αθανασιάδης αναφέρει πως πρωτογνωρίστηκαν όταν φοιτούσαν μαζί στην Γ΄ γυμνασίου σε ηλικία 12 χρονών, το 1916, μόλις ο Βενέζης είχε φτάσει ως πρόσφυγας στον πρώτο διωγμό,[6] ενώ και ο ίδιος αναφέρεται ως γεννημένος το 1904.[7] Ο Βενέζης όμως μαζί με την οικογένειά του κατέφυγαν στη Λέσβο όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, το 1914, τη χρονιά που αναφέρει και ο Στεργιόπουλος ως αρχή της φοίτησής του στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης. Με αυτά τα δεδομένα και με βάση το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής,[8] η ηλικία του το 1916 θα πρέπει να ήταν 15 χρονών και όχι 12 όπως αναφέρει ο Αθανασιάδης, δηλαδή να είχε γεννηθεί το 1901.
Αυτή η χρονολογία συμφωνεί και με μια αναφορά που υπάρχει στο Νούμερο, στην πρώτη δημοσίευση του μυθιστορήματος στην εφημερίδα Καμπάνα, το 1923-1924. Ο Ηλίας αφηγείται για μια στιγμή που νόμιζε πως θα πεθάνει, τις πρώτες μέρες της αιχμαλωσίας του: «Ολάκαιρη η ζωή μου πέρασε από μπροστά μου σ’ αυτές τις λίγες στιγμές ολοζώντανα, τόσο που θυμήθηκα ένα αδερφάκι μου που πέθανε ενούς χρονού, παράλυτο, απάνω στο βυζί της μάνας μου, δεκαοχτώ χρόνια πίσω. Κι εγώ ήμουν τριώ χρονώ όταν πέθανε και δεν το ’χα συλλογιστεί ποτές μου».[9] Η αφήγηση, επειδή γίνεται τόσο κοντά στα γεγονότα, είναι περισσότερο πηγαία και λιγότερο επεξεργασμένη συγκριτικά με την κατοπινή έκδοση. Συνεπώς, συμπεραίνω πως πρόκειται μάλλον για αληθινή αναφορά.
Μια τελευταία λεπτομέρεια, η οποία επιβεβαιώνει την υπόθεσή μου, έρχεται από ένα κείμενο του ίδιου του Βενέζη. Το 1944, ο συγγραφέας έγραψε ένα μικρό σημείωμα για το έργο του Φώτη Κόντογλου Πέδρο Καζάς. Εκεί, αναφέρει πως γνωρίστηκε με τον Κόντογλου όταν ο τελευταίος γύρισε από το Παρίσι και ο ίδιος ήταν 17 χρονών.[10] Ο Κόντογλου επέστρεψε στο Αϊβαλί με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, στις αρχές του 1919,[11] όπως και ο Βενέζης. Έτσι, με βάση όλα τα στοιχεία που παρέθεσα, νομίζω πως μπορούμε να καταλήξουμε με αρκετή ασφάλεια στο 1901 ως χρονολογία γέννησης του συγγραφέα μας.
Πότε όμως ξεκινάει η ιστορία με τη χρονολογία 1904; Ο Βαλέτας, στο αφιέρωμα των Αιολικών γραμμάτων για τον Βενέζη, παραθέτει σημείωμα με τους βαθμούς τού συγγραφέα από το γυμνάσιο και κάποιες ακόμα πληροφορίες που έχει συλλέξει ο διευθυντής του σχολείου από τα σχολικά αρχεία.[12] Εκεί, φαίνεται πως το 1904 πρωτοεμφανίζεται όταν ο συγγραφέας μας επιστρέφει στο γυμνάσιο Κυδωνιών. Ο Βενέζης χάνει την τελευταία τάξη του Γυμνασίου (σχολική χρονιά 1919-1920) και εγγράφεται ξανά στην ΣΤ΄ το 1920 με σημειωμένη χρονολογία γέννησης το 1904, ενώ σε όλες τις προηγούμενες τάξεις δεν αναφέρεται χρονολογία. Σε εποχές τόσο ταραγμένες, μπορώ μόνο να εικάσω λόγους για τους οποίους η οικογένειά του τον ήθελε να εμφανίζεται μικρότερος από ό,τι ήταν.
Πρέπει να σημειώσω ότι οι καταγραφές στα έγγραφα του σχολείου είναι μπερδεμένες και πιθανότατα εξυπηρετούν κάποιες σκοπιμότητες λόγω εποχής, κάτι όχι πολύ ασυνήθιστο. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν δύο καταχωρήσεις με διαφορετικές ημερομηνίες αποφοίτησης του Βενέζη: 27 Νοεμβρίου 1920 και Μάιος 1921, ενώ υπάρχει και μεταγενέστερη της αποφοίτησης συνεδρίαση των καθηγητών στις 12 Δεκεμβρίου 1921, στην οποία καταγράφεται πως ο Βενέζης απαλλάσσεται από το μάθημα της γυμναστικής έως τον Ιανουάριο (λόγω ελονοσίας).
Γιατί όμως ο Βενέζης να αλλοιώσει τη χρονολογία γέννησής του κατά τρία χρόνια; Η πρώτη επίσημη αναφορά της χρονολογίας γέννησης του συγγραφέα γίνεται στο πρώτο αυτοβιογραφικό του σημείωμα, το 1968[13] όπως είπαμε, με το Νούμερο να έχει ήδη διαγράψει μια θριαμβευτική εκδοτική πορεία και με τον ίδιο να είναι πια καταξιωμένος ως συγγραφέας. Πιστεύω ότι η παρουσίαση του Ηλία στην εφηβική ηλικία των 18, εξυπηρετεί και τονίζει τη δραματικότητα του βιώματος αλλά και της αφήγησης, όπως φαίνεται ότι ήθελε να πετύχει ο συγγραφέας. Στην έκδοση του έργου, υπάρχουν προσθήκες που δεν συναντάμε στη δημοσίευση της Καμπάνας, οι οποίες εμφανίζουν τον Ηλία ευαίσθητο, φοβητσιάρη και πολύ δεμένο με τη μητέρα του, σαν μικρό παιδί:

Συμμαζώνουμαι κοντά της, πολύ κοντά. Η θερμή τυραγνισμένη ανάσα της ακουμπά το μάγουλό μου σα μια ζωντανή ουσία –να την πιάσεις με τα χέρια.
Ένα ποντίκι πάλι έτριξε στο βάθος.
Συγκρυάζουμαι και σαλεύω.
― Δεν κοιμήθηκες; μου λέει.
―Όχι, μητέρα. Είναι τα ποντίκια. Φοβούμαι…[14]

Στο απόσπασμα, ο ήρωας φαίνεται πως δεν έχει φύγει από την αγκαλιά της μητέρας του, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Από αυτή την αγκαλιά θα βρεθεί κατευθείαν στην ακραία σκληρότητα των ταγμάτων εργασίας· χωρίς να έχει προλάβει να ζήσει τίποτα, χωρίς να έχει «αντρωθεί», χωρίς να έχει επί της ουσίας ενηλικιωθεί. Η ηλικία των 18 είναι σίγουρα πιο ταιριαστή σε ένα τέτοιο προφίλ και τονίζει το «άβγαλτο» του Ηλία. «Ήμουν δεκαοχτώ χρονώ», επιβεβαιώνει ο ήρωας και συμπληρώνει «δεν ήμουν εμπόρευμα για την Ελλάδα, μήτε μια οκά, λίγο σάπιο πράμα, τίποτα.»,[15] υπονοώντας πως για πολύ λίγο δεν ήταν μέσα σε αυτούς που θα έφευγαν για την Ελλάδα, αφού η διαταγή αιχμαλωσίας αφορούσε τους άντρες από 18 έως 45. Φαίνεται πως ο συγγραφέας, σαράντα σχεδόν χρόνια αργότερα, θεώρησε σκόπιμο να επαληθεύσει αυτή τη μυθοπλαστική λεπτομέρεια και να ενισχύσει τον μύθο του άγουρου αγοριού, το οποίο πήγε στα τάγματα εργασίας πολύ πριν ενηλικιωθεί,[16] δανειζόμενος τη χρονολογία που χρησιμοποιήθηκε με την επιστροφή του στο Αϊβαλί.

Η ένταξή του στην κομμουνιστική αριστερά

Όταν ο Βενέζης επιστρέφει, το 1919, στο Αϊβαλί, εντάσσεται στη λογοτεχνική ομάδα «Νέοι Άνθρωποι», μαζί με τον Κόντογλου.[17] Από το 1920 έως το 1922 δημοσιεύει λογοτεχνικά δοκίμια και διηγήματα στο περιοδικό Λόγος της Πόλης και στη Νέα Ζωή της Σμύρνης με την υπογραφή Λέλος Βενέζης, υποκοριστικό της παιδικής του ηλικίας.[18] Σε αυτό το πρώτο του φανέρωμα στα γράμματα, είναι ορμητικός. Υιοθετεί αμέσως μια ακραία δημοτική, είναι ψυχαρικός και ακολουθεί τη νεορομαντική τάση.[19]
Τον Νοέμβριο του 1923, ο Βενέζης, επιστρέφοντας από την αιχμαλωσία στα τάγματα εργασίας, γνωρίστηκε με τον Στρατή Μυριβήλη και άρχισε να γράφει το Νούμερο 31328 για λογαριασμό της εφημερίδας Καμπάνα μετά από προτροπή του ίδιου του Μυριβήλη, ως διευθυντή της εφημερίδας.[20] Εντάχθηκε αμέσως στους κύκλους της Λεσβιακής Άνοιξης και στην «Ορδή των Βασιβουζούκων», μια λογοτεχνική παρέα με επικεφαλής τον Μυριβήλη, που στρεφόταν ενάντια στην αθηναϊκή λογοτεχνία.[21] Αυτή η επαφή επηρέασε εκείνο το διάστημα τις απόψεις του για τη λογοτεχνία και την πολιτική.
Στο πρώτο του άρθρο στην Καμπάνα, ενώ δημοσίευε το Νούμερο, ο Βενέζης κατηγορεί για αδιαντροπιά τους κομμουνιστές λογοτέχνες Κώστα Βάρναλη, Κώστα Παρορίτη και Πέτρο Πικρό, καθώς και τον Φώτο Γιοφύλλη, και σημειώνει πως αυτοί οι «νεότεροι κομμουνιστές διηγηματογράφοι της ετικέτας “κομμουνιστικιά τέχνη”» βεβηλώνουν την τέχνη.[22] Αυτή η έντονη αντικομμουνιστική στάση είναι πιθανότατα επηρεασμένη από την πολιτική θέση της Καμπάνας και του ίδιου του Μυριβήλη,[23] αλλά φαίνεται να αλλάζει στην πορεία. Κάποια χρόνια αργότερα (1929), σε κριτική του στον Ταχυδρόμο για την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα, ο Βενέζης σημειώνει πως ο Βάρναλης έχει καθορίσει «λαμπρά» κάποια ζητήματα της τέχνης.[24] Αυτή η δήλωση σημαίνει άραγε ότι ο συγγραφέας μας προσχώρησε εκείνη την εποχή στον κομμουνισμό;
Ο Στεργιόπουλος, για τη δίκη του Βενέζη με το Ιδιώνυμο, αντλεί προφανώς τις πληροφορίες του από το άρθρο του Γιώργου Βαλέτα «Ο μαρτυρικός θριαμβικός ανήφορος του Βενέζη», όπου ο μελετητής δίνει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το θέμα. Ο Βαλέτας, λοιπόν, υποστηρίζει πως ο Βενέζης δικάστηκε στη Μυτιλήνη το καλοκαίρι του 1932.[25] Αναφέρει μάλιστα πως αθωώθηκε χάρη στη μαρτυρία του συναδέλφου του Κώστα Καλλιπολίτη και πως εξαιτίας αυτής της περιπέτειας αναγκάστηκε να φύγει για την Αθήνα.[26]
Η πληροφορία για τη δίκη του 1932 δεν επιβεβαιώνεται. Η έρευνά μου στις εφημερίδες της Μυτιλήνης που κυκλοφορούσαν το καλοκαίρι του 1932[27] δεν απέφερε καρπούς. Παρόλο που υπάρχουν κάποια λίγα μικρά δημοσιεύματα για συλλήψεις κομμουνιστών, δεν υπάρχει καμία αναφορά στον Βενέζη, στην ομάδα των «Πρωτοπόρων» ή σε κάποιο από τα ονόματα αυτών που συμμετείχαν.[28]
Ωστόσο, η Τατιάνα Σταύρου, αφηγούμενη πολλά χρόνια αργότερα τη γνωριμία της με τον Βενέζη, αναφέρει πως στα 1932-1933, όταν δηλαδή ο Βενέζης είχε μόλις πάει στην Αθήνα, συγκεντρώνονταν στο σπίτι του γιατρού Β. Κανέλλη και πως όλοι λίγο πολύ «αριστέριζαν», εκτός από εκείνη και τον άντρα της.[29] Επιπλέον, υποστηρίζει πως η μετάθεση του Βενέζη στην Αθήνα έγινε με τη μεσολάβηση του Νομάρχη Λέσβου Γ. Θειακάκη και της γυναίκας του. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Βενέζης, αρκετά αργότερα, έβαλε σε ένα διήγημά του αφιέρωση στο ζεύγος Θειακάκη («με ευγνωμοσύνη»). Η Σταύρου σημειώνει πως η παρέα στο σπίτι του γιατρού ξεσπάθωσε γιατί «ένας από την παράταξή τους δεν επιτρεπόταν να (…) νιώθει [ευγνωμοσύνη]». Και συνεχίζει, «Ας μη φανταστεί όμως κανείς πως οι φίλοι αυτοί, οι σύντροφοι της νιότης του δεν τον αγαπούσαν. Ίσα-ίσα γι’ αυτό παθαίνονταν πως το λατρεμένο τους παιδί μπορούσε να κάμνει τέτοιες τερατώδεις πράξεις: να νιώθει ευγνωμοσύνη».[30]

Αυτή η μαρτυρία της Σταύρου, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες πληροφορίες, μπορούν να μας οδηγήσουν με αρκετή ασφάλεια στο συμπέρασμα πως ο Βενέζης ασπάστηκε για ένα διάστημα τις αριστερές/κομμουνιστικές ιδέες.[31] Η συλλογή Ο Μανώλης Λέκας και άλλα διηγήματα έχει τέτοια στοιχεία – ο Βάρναλης στην κριτική του σημειώνει πως τα έργα του κάνουν τον αναγνώστη να νιώθει συμπάθεια για τον δυστυχισμένο λαϊκό άνθρωπο και να αντιδρά απέναντι στην αδικία, και υποστηρίζει πως έχουν αναλογίες με έργα της ρώσικης λογοτεχνίας.[32] Για αυτή τη συλλογή, και ειδικά για το διήγημα «Το Λιος», η Αγγέλα Καστρινάκη επισημαίνει πως η κοινωνία, όπως την αναλύει ο Βενέζης, είναι ταξικά χρωματισμένη, διαιρεμένη σε πλούσιους και φτωχούς, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους. Αυτό όμως, συνεχίζει, συμβαίνει στην πρώτη έκδοση του 1928. Η αναθεωρημένη έκδοση του 1941 απαλείφει τις ταξικές διαφορές και την κοινωνική αδικία – η ρεαλιστική ανάλυση που εμφορείται από αριστερές ιδέες εγκαταλείπεται και αντικαθίσταται από στοιχεία που φέρουν εθνικο-πατριωτικές συνδηλώσεις.[33]
Στοιχεία πολιτικής μετατόπισης μπορούμε να ανιχνεύσουμε και στη δεύτερη εκδοχή του Νούμερου συγκριτικά με την πρώτη. Στην έκδοση του 1931, ο Βενέζης δημιουργεί ένα ταξικό σχήμα με τους μαφαζάδες (=Τούρκοι φρουροί) το οποίο δεν υπάρχει στη δημοσίευση της Καμπάνας. Εκεί, στην αρχή του έργου και ενώ οι αιχμάλωτοι βρίσκονται στην υπόγεια φυλακή, ο Ηλίας έλεγε πως «Οι μαφαζάδες πολλές φορές γελάσαν μαζί μας για εκεινούς που έφευγαν»[34] (τους εκτελούσαν), δίνοντας έναν εθνικό χαρακτήρα στην αντιπαράθεση των ανθρώπων. Στην έκδοση, ενώ αρχικά ο συγγραφέας διατηρεί το σχήμα Τούρκοι vs Έλληνες, στη συνέχεια το μετασχηματίζει. «Άτιμο μιλέτ» (=έθνος), αποκαλεί ο αξιωματικός τους κρατούμενους που μόλις έχουν φυλακίσει, «γκιαούρ», φωνάζει ο σκοπός.[35] Όταν όμως πολύ αργότερα αιχμάλωτοι και φρουροί έρχονται πιο κοντά, αναπτύσσεται μεταξύ τους αλληλεγγύη αφού αντιλαμβάνονται πως ο εχθρός είναι κοινός και είναι ταξικός: είναι οι ισχυροί Έλληνες «τσαούσηδες» του στρατοπέδου που καταπιέζουν εξίσου τους Έλληνες αιχμάλωτους και τους Τούρκους φρουρούς. Έτσι, θα δούμε τους μαφαζάδες να αποκαλούν τους αιχμάλωτους «συντρόφους», να τρώνε μαζί τους και να χαίρονται όταν φτάνουν τα νέα της απελευθέρωσης.[36]
Εδώ, όπως παρατηρεί η Καστρινάκη, ο Βενέζης προβάλλει με έμφαση διαιρέσεις ανάμεσα σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους που ανήκουν στο ίδιο έθνος.[37]

Ο Βενέζης αντιμετώπισε και δεύτερη φορά το Ιδιώνυμο το 1936. Αυτή, σύμφωνα με τον Βαλέτα, ήταν η τελευταία του ιδεολογική περιπέτεια αφού, έκτοτε, στρέφεται προς έναν «ελληνοχριστιανικό ιδεαλιστικό ανθρωπισμό».[38] Παρόλο που δεν έχουμε στοιχεία για κάποια από τις δύο δίκες με το Ιδιώνυμο, είναι μάλλον ασφαλές να υποθέσουμε πως ο Βενέζης ήρθε αντιμέτωπος με αυτό. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι στελέχη της Αριστεράς έχουν αναφερθεί σε αυτό και έχουν καυτηριάσει τη μετέπειτα «αποστασία» του συγγραφέα. Η Φούλα Χατζιδάκη, από τα βασικά στελέχη του εκδοτικού μηχανισμού του ΚΚΕ στη Ρουμανία, σε έγγραφα εσωτερικής διακίνησης θα εκφραστεί πολύ σκληρά για αυτόν. Το κείμενό της αφορά το διήγημα της Μέλπως Αξιώτη, «Ο συγγραφέας», από τη συλλογή Σύντροφοι καλημέρα!, για το οποίο η ίδια η Αξιώτη είχε πει ότι προσπάθησε να δώσει μια πιστή εικόνα του Βενέζη.[39] «[Ο Βενέζης] ξεκινά μ’ ένα πολύ καλό προοδευτικό βιβλίο από τότε που βρίσκεται κατηγορούμενος με το Ιδιώνυμο, ώσπου γίνεται αποστάτης ανοιχτά, πάει καλεσμένος στην Αμερική και καταντάει γλοιώδης πνευματικός γενίτσαρος»,[40] γράφει η Χατζιδάκη, επιβεβαιώνοντας έτσι την ένταξη του Βενέζη στην κομμουνιστική αριστερά και τουλάχιστον τη μία δίκη με το Ιδιώνυμο – κατά πάσα πιθανότητα την πρώτη.

Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν πιστεύω με ασφάλεια στο συμπέρασμα πως ο Βενέζης ασπάστηκε τις αριστερές/κομμουνιστικές ιδέες τουλάχιστον από το 1928 έως το 1936, αυτό ωστόσο φαίνεται πως αποτέλεσε μια σύντομη φάση στη ζωή και το έργο του. Η στροφή του προς τον ελληνοχριστιανικό ανθρωπισμό και η συγγραφική του πορεία από εκεί και πέρα επισκίασαν το ιδεολογικό του πέρασμα από τον μαρξισμό και τον ενέγραψαν στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού ως τον συγγραφέα των χαμένων πατρίδων, όπως ίσως ήθελε και ο ίδιος.




–––––––––––––
Το άρθρο αποτελεί μέρος μεταπτυχιακής εργασίας για την πρώτη δημοσίευση του Νούμερου 31328 στο πλαίσιο του σεμιναρίου «Εκδοτική», του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Νεοελληνικής Φιλολογίας, του Τμ. Φιλολογίας του Παν/μίου Κρήτης. Θερμές ευχαριστίες στην καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας Αγγέλα Καστρινάκη, για την παρότρυνση και την καθοδήγηση σε όλα τα στάδια της έρευνας και της συγγραφής.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: