Τα «εάν» της προσωπικής μας ιστορίας: μια φιλοσοφικής χροιάς αυτομυθοπλασία

Τα «εάν» της προσωπικής μας ιστορίας: μια φιλοσοφικής χροιάς αυτομυθοπλασία

Μπριζίτ Ζιρό, «Ζήσε γρήγορα», μτφ. Σοφία Αυγερινού, εκδ. Καστανιώτη 2023



Νωρίς νωρίς σου έρχεται κατά νουν, σχεδόν αναπόφευκτα, η Χρονιά της Μαγικής Σκέψης της Τζόαν Ντίντιον. Στο βιβλίο της αυτό του 2004, θυμίζω, η Αμερικανίδα συγγραφέας αναπτύσσει κομμάτια αντλημένα από την προσωπική της μνήμη ύστερα από τον θάνατο του συζύγου της Τζον Γκρέγκορι Νταν. Βέβαια στην Ντίντιον, τις τονικότητες και τον ρυθμό της αφήγησης υπαγόρευαν οι νόρμες της λεγομένης Νέας Δημοσιογραφίας και η αναγωγή της ενδελεχούς παρατήρησης σε καθαρή τέχνη. Στο Ζήσε γρήγορα πάλι, η Γαλλοαλγερινή Μπριζίτ Ζιρό μετεωρίζεται ανάμεσα στην μυθοπλασία και την αυτοβιογραφία. Είναι, σημειωτέον, η δέκατη τρίτη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο Γκονκούρ στην 120ετή ιστορία του θεσμού και, νομίζω, δικαίως. Πρόκειται ως γνωστόν για βραβείο πολύφερνο, αν και εσχάτως υποβαθμισμένο για ποικίλους, πολιτισμικού τύπου λόγους.
Εδώ λοιπόν η συγγραφέας αναπλάθει τα μικρά, καθημερινά γεγονότα πριν από τον θάνατο το 1999 του μηχανόβιου συζύγου της, του Κλωντ, σε τροχαίο με μοτοσικλέτα που προκάλεσε μάλιστα ο ίδιος. Για τον λόγο αυτό, η Ζιρό χρησιμοποιεί το εύρημα «τι θα συνέβαινε, εάν…», με οικονομία εκφραστικών μέσων και αναφορά σε χαραμάδες και ρωγμές της κοινωνικοπολιτικής ζωής με επίκεντρο μια Γαλλία που αλλάζει ραγδαία. Στην πραγματικότητα, ξαναγράφοντας την ιστορία και κατευθύνοντας την σε νέα υποθετικά κανάλια, υπογράφει ένα σχόλιο με άλλα μέσα για αυτό που ονομάζουμε πεπρωμένο: έναν στοχασμό πάνω στην τυχαιότητα του βίου και τις ανεξέλεγκτες, αλυσιδωτές επιπτώσεις της κάθε μας πράξης.
Το πλέον ειρωνικό στον πιο πάνω τραγικό θάνατο είναι ότι τις μέρες εκείνες το νέο ζευγάρι και ο μικρός τους γιος μετακόμιζαν επιτέλους στο σπίτι των ονείρων τους. Σχεδιάζανε βαψίματα, φυτέματα δέντρων στον κήπο και ποικίλες επισκευές, προς τούτο δε είχαν πάρει τα κλειδιά του σπιτιού από τον ιδιοκτήτη λίγο νωρίτερα από το τυπικό. Αυτή η ανυπομονησία είναι που πυροδοτεί από μόνη της μια αλυσίδα γεγονότων, τα οποία η Ζιρό καταυγάζει με μεθοδική εμμονή, ανασκαλεύοντας μικρά συμβάντα που θα μπορούσαν ―αν δεν συνέβαιναν― να έχουν σπάσει τη σειρά αιτίων και αιτιατών αποτρέποντας το δράμα.
Σ’ αυτή την δομική επιλογή έγκειται η ιδιαιτερότητα του βιβλίου, μετατρέποντάς το αυτομάτως στα μάτια μας σε ένα ευφυές μυθιστόρημα, όπου η αφηγήτρια γράφει και ξαναγράφει τη ζωή της με τη μεθοδολογία των υποθέσεων. Σε σύντομα κεφάλαια όπου μπαίνει συχνά το πρόθεμα «Αν», η συγγραφέας ανασυγκροτεί τις μέρες εκείνες κοντά στην εκπνοή της χιλιετίας με γεωγραφικό τόπο αναφοράς τη Λυών, τόπο κατοικίας τους. Εμπλουτίζει την εποχή με σύντομες παραθέσεις πολιτικών γεγονότων και με άλλα εμβόλιμα στοιχεία που απασχόλησαν την προ εικοσιπενταετίας επικαιρότητα, όπως και με μια ανάλυση του εκσυγχρονισμού και των μετασχηματισμών της περιφερειακής αυτής μητρόπολης.
Υπάρχουν βέβαια στο βιβλίο κι άλλα πολλά «εάν» πέραν της αγοράς του σπιτιού, περισσότερο θα έλεγα, προσωπικά και κοινωνικά. Η αφηγήτρια υπαινίσσεται λόχου χάριν το προσωπικό της άγχος όταν αλλάζει την ημερομηνία ενός ραντεβού με τον εκδότη της στο Παρίσι, ενώ όταν βρίσκεται πια εκεί αναφέρεται στα μειονεκτήματα των επαρχιακών συγγραφέων σε σχέση με τους παρισινούς ομοτέχνους τους που συναγελάζονται άκοπα με τον εκδοτικό χώρο και συναναστρέφονται συναδέλφους. Προς τιμήν της, αναστοχάζεται παραπέρα την καριέρα της συσχετίζοντάς την με το γεγονός ότι οι πατεράδες έχουν επωμισθεί στις μέρες μας με ένα σωρό νέες ευθύνες ως προς το σπίτι και τα παιδιά, κι αυτό δημιουργεί πρόσθετα άγχη και προβλήματα που ίσως μάλιστα οδήγησαν στον θάνατο του Κλωντ.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη, που τροφοδοτεί τις ενοχές της: η Μπριζίτ δεν είχε ενημερώσει τον Κλωντ ότι τελικά δεν χρειαζόταν τη συγκεκριμένη μοιραία μέρα να πάρει το παιδί από το σχολείο, γιατί ήταν κανονισμένο να τον παραλάβει ένα άλλο ζευγάρι που έδινε πάρτι γενεθλίων για το γιο τους. Λίγο από τεμπελιά, λίγο από ζαμανφουτισμό, λίγο επειδή περνάει μια ήσυχη βραδιά εξομολογήσεων εκ μέρους μιας λεσβίας φίλης που την φιλοξενεί στο Παρίσι, δεν σηκώνεται από τον καναπέ για να κάνει το σωτήριο τηλεφώνημα: «Μην πας, δεν χρειάζεται». Το ακόμα χειρότερο είναι πως αποφεύγει να το κάνει φοβούμενη επιπλέον τη λοιδορία και τη ζηλοφθονία της φίλης της [«αχ! εσείς οι μανάδες και σύζυγοι, πάντα και παντού τα ίδια»]. Στο τέλος θεωρητικοποιεί και η ίδια την αναποφασιστικότητά της λέγοντας μέσα της πως καιρός είναι να μάθουν να τα βρίσκουν μόνοι τους οι δυο αρσενικοί της οικογένειας.
Αυτό το πλέγμα αιτίων και προϋποθέσεων υπό τις οποίες γράφεται η ιστορία είναι όντως πρωτότυπο και εγείρει φιλοσοφικού τύπου πετάγματα προς τις έννοιες του τυχαίου, του προκαθορισμένου [ή μοίρας ή πεπρωμένου ή ντετερμινισμού} και της ελευθερίας της βούλησης. Ανασυστήνοντας με αυτό τον τρόπο μια ολόκληρη κοινωνική πραγματικότητα, η Ζιρό αναπολεί είκοσι χρόνια μετά το συμβάν πόσα μικρά ή μεγάλα απρόσμενα γεγονότα συνετέλεσαν στο ατύχημα, και πόσο εύκολα το μοιραίο θα είχε αποφευχθεί αν έλειπε ακόμη κι ένα από αυτά. Βέβαια, υπό κανονικές συνθήκες αυτή η λιτανεία των εάν του βίου είναι ανέξοδη και αντιπαραγωγική. Μας οδηγεί σε μια διαρκή επανεπίσκεψη του παρελθόντος και των αποφάσεων που πήραμε ή που το πεπρωμένο και η μεγάλη Ιστορία πήραν ερήμην μας ― δηλαδή, εντέλει, στην κατασκευή ενός υποθετικού βίου. Όπου τελικά «τυχαία» δεν είναι παρά τα πράγματα που δεν γνωρίζουμε και που δεν θα γνωρίζαμε ποτέ αν δεν είχε συμβεί κάτι συγκεκριμένο. Φέρ’ ειπείν εδώ δίνονται συγκεκριμένα παραδείγματα τυχαίων, εκτός του ελέγχου μας εξελίξεων, όπως οι εμπορικές συμφωνίες Ευρώπης ― τρίτων χωρών που έφεραν στη γαλλική αγορά το μοιραίο γιαπωνέζικο μοντέλο αγωνιστικής μοτοσικλέτας, η επινόηση και λειτουργία των φαναριών οδικής κυκλοφορίας, οι πολεοδομικές αστικές ρυθμίσεις με τους κυκλικούς κόμβους, η κτηματομεσιτική αγορά ή ακόμη η τεχνολογία των δικύκλων στο σύνολό τους.
Όπως και να 'χει, από λογοτεχνική άποψη αυτή η παράθεση υποθέσεων και η ενδελεχής αναβίωση του χρόνου λειτουργούν θαυμάσια στο βιβλίο της Ζιρό. Συντελούν σ’ αυτό το αποτέλεσμα η οικονομία των μέσων, η ρεαλιστική απλότητα, η αποφυγή λυρικών κορόνων, η έξυπνη δομή και η ζωντάνια μιας γραφής που έχει καθαρές στοχεύσεις ― με την επικουρία της εξαιρετικής μετάφρασης της Σοφίας Αυγερινού.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: