Η ποίηση ως άνοιγμα στο αδύνατο και την πραγμάτωσή του

Η ποίηση ως άνοιγμα στο αδύνατο και την πραγμάτωσή του

Βαλάντης Μάστορας, «Η μοναξιά περίστροφα», εκδ. Ενύπνιο 2023

Είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Βαλάντη Μάστορα. Πρόκειται για ένα συμβολικό κείμενο-χωρογράφημα, στο οποίο εγγράφεται η ποίηση μιας μελαγχολικής ατμόσφαιρας ή ενίοτε η αποτύπωση μιας φευγαλέας αίσθησης θλίψης, σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης του βιώματος με τον χώρο που το περιέχει. Μια ποίηση περιπλάνησης σε έναν χάρτη διαρκώς μεταβαλλόμενο, που στρεβλώνει τον χώρο και αλλάζει τη ροή του χρόνου.
H ποιητική γλώσσα καθημερινή, συνδυασμένη με το βίωμα και την έξωθεν πραγματικότητα, σαφώς ειρωνική, ενίοτε σαρκαστική, μα πάντα μελαγχολική, μας συστήνει εκ νέου την σύγχρονη πραγματικότητα, στη θραυσματικότητα και τη δυστοπικότητά της. Αντιθέσεις στοιχείων, αντιφάσεις νοηματοδοτήσεων, διττοί συμβολισμοί, μετατοπίσεις νοημάτων, μετακινήσεις προς τα άκρα, αμφιταλαντεύσεις των μερών και αντιμέτωπα σημεία έλξης είναι κάποια από τα στοιχεία που περιέχει ο ποιητικός κόσμος του Μάστορα. Μέσα από «αυθόρμητα» γλωσσικά ή συντακτικά ολισθήματα, φαίνεται να στοχεύει σε μια γλωσσική ανοικείωση. Οι ποιητικοί του ήλιοι είναι «σπασμένοι», οι ουρανοί του «δολοφονημένοι». Σε αυτούς πάνω είναι χτισμένος ο δικός του κόσμος. Ένας κόσμος χωρίς φως.
Η αντίθεση μεταξύ των επιθυμιών και της εκπλήρωσής τους παραμένει ασυμφιλίωτη, και έτσι η ίδια η ύπαρξη παραμένει σε αλύτρωτη και «έκπτωτη» κατάσταση. Η ουτοπία ως «όχι ακόμα» κατά τον Έρνστ Μπλοχ έχει μετατραπεί σε «ου-τοπία», σαν ένα μέρος που δεν υπάρχει πια, κατά τον Πάουλ Τσέλαν. «Η καταρράκωση απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση… ενθαρρύνει, σχεδόν υποχρεώνει, την παραίτηση και την καταφυγή», όπως σημειώνει ο Ράσελ Τζάκομπι.1 Σε έναν ασφυκτικό ποιητικό κόσμο, που σπάνια απαλύνεται από κάποια αισιόδοξη προοπτική, το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται απογοητευμένο, ματαιωμένο από τον αγώνα, τον έρωτα, την ίδια τη ζωή. Η αποδυνάμωση, η αποδόμηση, η «κατάργηση» της προσδοκίας του μέλλοντος, δεν γίνεται μέσω του ζόφου της δυστοπίας, αλλά με την κατάργηση της έννοιας του μέλλοντος, μέσω της διάχυσής του, της συμπύκνωσής του, εν τέλει της απορρόφησής του, στο αέναο παρόν.
Εμείς που «έχουμε καταντήσει/ σαν τους επιδειξίες της απόγνωσης», γράφει ο Μάστορας, «με μια σημαία κουρελόπανο ν’ ανεμίζει/ το κουράγιο μας», «με όλα μας τα όνειρα καταιγίδες», με τις «ματωμένες λύπες μας», με τη θλίψη μας «ένα ναυάγιο [να] παραμένει». Η ελπίδα, «δεν είναι λέξη αυτή για τα δόντια μας», καθώς «διασχίζουμε πολέμους και γινόμαστε χαλάσματα/ απ’ όλου του κορμιού μας τις πλευρές». Και η «εποχή/ τέτοια ληστεία που/ δεν μας απέμεινε μια αγκαλιά». Καταδικασμένοι, λοιπόν, σε έναν ατελείωτο χειμώνα, σε ένα αναπόδραστο παρόν, ένα παρόν που βιώνεται ως ήττα, ως συντριβή, ως απώλεια πίστης, ως απόγνωση, σπάνια ίσως ως αναζήτηση ελπίδας. Με μια βαθιά αριστερά μελαγχολική ματιά, ο Μάστορας έρχεται να μιλήσει για μια ήττα παγιωμένη και εξακολουθητική, μια ήττα που μαθαίνεις να ζεις μαζί της.

Πρόκειται για μια ποίηση που βρίσκει συνοδοιπόρους της στην ποίηση του Ζ.Δ. Αϊναλή, του Γιώργου Πρεβεδουράκη, του Δημήτρη Γκιούλου, της Κατερίνας Ζησάκη. Και ταυτόχρονα εμφανείς οι επιρροές από την ποίηση του Καρυωτάκη, από την ποίηση του Λεοντάρη, από την ποίηση της Κατερίνας Γώγου. Κι αν οι λέξεις στον Αναγνωστάκη, πρέπει να καρφώνονται σαν πρόκες «για να μην τις παίρνει ο άνεμος», οι πρόκες του Βαλάντη Μάστορα, μαζί με τα σφυριά, καλεί «να γίνουν τεχνική του οπλουργού», ώστε «όλη αυτή η προσπάθεια για ύψη» να αποτελέσει έναυσμα και κάλεσμα για τη δική του έφοδο στον ουρανό, έναν ουρανό που «δεν τον κλαίω πια/ τον οπλοφορώ».
Πρόκειται για μια ποίηση που παλινωδεί ανάμεσα στην πρωτοπρόσωπη απόγνωση και τη συλλογική ελπίδα, φιλοδοξώντας να καταστεί πολιτική με τη βαθύτερη έννοια του όρου, παίρνοντας τη μορφή της πιο προσωπικής ανθρώπινης κραυγής. Πράγματι, στην ποίηση του Μάστορα, το προσωπικό είναι σε κάθε στιγμή άμεσα συναρτημένο με το πολιτικό, το υπαρξιακό κάθε φορά αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με το συλλογικό. Το ‘εγώ’ έρχεται να συναντήσει ένα πολυδιάστατο ‘εμείς’, ένα καλειδοσκοπικό ‘εμείς’, γεμάτο διαθλάσεις και ανοιχτό διαρκώς σε νέες διευθετήσεις. Ένα ‘εμείς συμπεριληπτικό, που δεν αποκλείει, δεν διαφοροποιεί, δεν εγείρει εμπόδια, αλλά αντίθετα διεκδικεί το δικαίωμα στη συμμετοχή και τη συμπερίληψη.

Η μοναξιά καθώς «ανατέλλει τα μαχαίρια της», ο οδυρμός, στρόφιγγα «που όλο την πιλατεύω», η θλίψη που πνίγει, το υπάρχω που «γράφεται καλύτερα με όμικρον», οι λεπίδες που ακονίζω «κάτω απ’ τη γλώσσα», αφορούν τις συλλογικές «ματωμένες λύπες μας», τις συλλογικές μας ματαιώσεις, τις κοινές μας ήττες, τις κοινές μας συντριβές, τις κοινές μας απώλειες. Και είναι αυτές που αποτελούν εφαλτήριο για μια κοινή στράτευση, για έναν κοινό αγώνα, προκειμένου να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, να χαράξουμε τη δική μας πορεία με οδηγό έναν ήλιο τρελαμένο «που απασφαλίζει χρώματα». Και αν δεν πρόκειται για αγώνα ελπιδοφόρο, αλλά για μία απελπισμένη και εντέλει μάταιη προσπάθεια, ας είναι στον κόσμο των ονείρων που θα δοθεί η μάχη:

Θα βγούμε έξω ορθάνοιχτοι
σπασμένα αγάλματα φτιαγμένα από γκρεμό
κι ό,τι απέμεινε από εαυτό στα δόντια
να σπαρταράν οι δρόμοι από απειλή
στην όψη της αιμόφυρτης αγιότητάς μας.

Υπέροχοι
        έξω θα βγούμε υπέροχοι.
Φορώντας μοναχά φλεγόμενο
το αστρικό αντιανεμικό της νιότης μας
ιπτάμενοι σαν την κραυγή
και αγγιγμένοι μια για πάντα απ’ το φως
                πουλιά που ξεπηδούν απ’ τ’ ανέμου τα στρατηγεία
                 με ήλιους πυρκαγιές στα μάτια
                 και μες στο αίμα να χτυπά
                 όλο το δίκαιο της Αυγής

πιο χαρακτηρισμένοι απ’ το μέλλον μας – ποτέ.

Και η προτροπή θα είναι πάντα εκεί: «πάρε τη φωτιά σου επ’ ώμου και πάμε/ να τα κάνουμε όλα/ και πάλι οικειότητα». Και αν «η ζωή μας/ είναι μια άρια με λαιμητόμο παρτιτούρα/ και κομματιάζει/ όποιον κι αν πάει να τραγουδήσει», θα είμαστε εκεί πάντα να ανοίγουμε «τόσες βιολέτες κλειδωμένες μέσα στα όνειρα», «να γίνουν όλα ουράνιο τόξο». Και έτσι πιο χωμάτινοι από ποτέ, να αναζητούμε και ενίοτε να βρίσκουμε τον δικό μας δρόμο προς το φως:

γιατί για πάντα θα αναμετριόμαστε διάστημα
κι ας επιστρέφουμε διάττοντες να ηττόμαστε
χρόνια φιλήσυχοι στις σπίθες μας κοιμόμαστε
τώρα οι ψυχές μας λαμπάδες
τώρα φλεγόμαστε
                έι νύχτα
                                 ερχόμαστε

Η ποίηση έχει τη δυνατότητα να διευρύνει τα όρια του πιθανού κατασκευάζοντας μια νέα αντίληψη ως προς την κατανομή της εμπειρίας, σύμφωνα με τον Ζακ Ρανσιέρ.2 Ως προς τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε και για τα οποία μιλάμε, ως προς τους τρόπους με τους οποίους ο κόσμος σχηματίζεται εντός μας. Πρόκειται για το φαντασιακό μιας ποίησης σημαδεμένης από την αναζήτηση ενός μέλλοντος ως διαρκή τομή, ως διαρκή αναίρεση της συνέχειας, ως πλήρωσης του ανθρώπινου δυναμικού σε συνθήκες αμεσολάβητης ελευθερίας και χειραφέτησης, ως ελπιδοφόρα τομή μιας απελευθερωτικής ουτοπίας. Πρόκειται για μια εξεγερμένη μελαγχολία, η οποία ξεπερνώντας την προσωπική εμπειρία της ήττας και της συντριβής, τον συλλογικό θρήνο μιας χαμένης ουτοπίας, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «παράγοντας μετασχηματισμού της απώλειας», κατά την έκφραση της Τζούντιθ Μπάτλερ.3 Μια τέτοια ποίηση – ως άνοιγμα στο αδύνατο και στην πραγμάτωσή του – είναι η ποίηση του Βαλάντη Μάστορα.



1. Russell Jacoby, The dialectic of defeat: Contours of Western Marxism, (Cambridge University Press, 1981), IX.
2. Jacques Ranciere, Ο μερισμός του αισθητού, (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2012).
3.
Enzo Traverso, Αριστερή Μελαγχολία, Η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης (από τον 19ο στον 21ο αιώνα), μτφρ. Νίκος Κούρκουλος (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2017), σ. 41.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: