Η φιλοξενία των λέξεων

Η φιλοξενία των λέξεων

Ματίνα Μόσχοβη, «Αηδονία», εκδ. Αρμός 2024

Το ποιητικό Εγώ, συντροφιά με τις λέξεις, τις σκηνοθετεί, τις εμψυχώνει, ενώ εκείνες δεν αναπαύονται ποτέ, νιώθουν ζωντανές, όταν αναμετριούνται μεταξύ τους. Η ποιήτρια επιλέγει τον τίτλο Αηδονία, χαρίζοντάς μας διπλή μελωδία – με το σημαίνον και το σημαινόμενο. Με τη λέξη γνωρίζονται τη νύχτα, γιατί τότε κυρίως κελαηδούν τα αηδόνια:
Κάποια νύχτα συναντήθηκα με την λέξη «αηδονία». Συστηθήκαμε. Με ρώτησε τι σκέφτομαι γι’ αυτήν. Σιώπησα για λίγο. Την αμφίστομη ίσως, χαρμολύπη, είπα, από το τραγούδι του αηδονιού. (9)
Στη νέα της ποιητική σύνθεση, η Ματίνα Μόσχοβη συνομιλεί με τις λέξεις-ηθοποιούς, πάνω στη σελίδα-σκηνή της ποίησης. Εξάλλου, οι λέξεις παίζουν πάντα θέατρο, καθώς είναι από τη φύση τους πολύσημες. Δεν σημαίνουν απλώς, υποδύονται πολλές σημασίες. Γι’ αυτό και οι συχνές παρερμηνείες των αναγνωστών.
Τι πιο φυσικό από μια συζήτηση με την ηθοποιό-ποιήτρια πάνω στη σκηνή τού απαράμιλλα εμβριθή ποιητικού της λόγου; Επιπλέον, η ποίησή της, ενώ παίζει με τα νοήματα σε βάθος, τα αναιρεί, για να αναλάβει η ίδια την ευθύνη τους ως θιασώτης των αρχαίων φιλοσόφων. Λίγο αργότερα θα μας πει ότι ανατράφηκε «στην ξενία της γλώσσας» (16), μία από τις μορφές πλούτου και γοητείας του λεξιλογίου της. Ο αναγνώστης νιώθει ότι βρίσκεται στην αγκαλιά τής γλώσσας, αναπαύεται και εμπνέεται, διαβάζοντας την ποίησή της. Ο λόγος της φιλοξενεί τις ποιητικές λέξεις, οι λέξεις, φορτισμένες εκ νέου, εμπλουτίζουν την ποίησή της και κοσμούν με ποιητική χροιά τη σκέψη μας.
Η ποιήτρια απαντά με λέξεις στην ερώτηση του αηδονιού που η ίδια δημιούργησε, κάνοντας την ανθρώπινη λαλιά να ισοδυναμεί με κελάηδημα. Το τραγούδι του αηδονιού, καθώς κυμαίνεται «μεταξύ αλγηδόνας και ηδονής», υμνεί τον έρωτα και βλέπει το θάνατο να καραδοκεί. Το αηδόνι κατέχει σημαντική θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία. Δύο ονόματα αρκούν: Όμηρος, Οδύσσεια – Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέττα. Στον δεύτερο, αναδύεται μια προφητεία επικών διαστάσεων για το φροϋδικό Έρως-Θάνατος – για το ηθικό μας μεγαλείο, Έρως, και την αναπόφευκτη αυτοαναίρεσή μας, Άλγος.
Στο τέλος του ποιήματος [Γενεές επί γενεών], χωρίς τίτλο, όπως όλα τα επιμέρους ποιήματα, αναρωτιέται, δίνοντας την απάντηση μέσα στην καρδιά μιας λέξης, ενώ με την απουσία κενού, όχι πριν αλλά ανάμεσα στις δύο λέξεις, τονίζει την ταύτιση που ζητά να ερμηνεύσουμε:

Μήπως έχετε / κάποια ιδέα / πώς μετατρέψαμε // το νόημα / σε νόσημα; (44)

Το κενό στη σελίδα δεν επηρεάζει τη μετατροπή που βασίζεται σε ένα σίγμα, το σήμα της σιωπής. «Σιωπή μέσα στη σιωπή», θα γράψει λίγο αργότερα (49). Το νόημα δεν ανατρέπεται με άλλες λέξεις, αλλά ακριβώς το αντίθετο, με τη σιωπή μας, την αδιαφορία μας. Και όπως στην Αγία Γραφή, έτσι και στην ποίηση της Μόσχοβη, η σιωπή προετοιμάζει τη Δημιουργία και θα την αντικαταστήσει, όταν θα πάψει να υφίσταται. Το κενό γίνεται χαραμάδα για να παρακολουθούμε την κρυφή γοητεία των λέξεων.
Η απόσταση ανάμεσα στους στίχους είναι χωρική πριν μεταμορφωθεί σε υπαρξιακή, ένα κενό, μια άδεια σκηνή, πάνω στη σελίδα. Στο τέλος άλλου ποιήματος διαβάσαμε ήδη:

ποιος μηδένισε, / πες μου, / την απόσταση / από το αίσιο // στο απαίσιο; (41)

Δεν πρόκειται για μια τυχαία αντίθεση. Η ποιήτρια διστάζει να παίξει με τις λέξεις, μετά την επανάληψη του συμφώνου πι, που επανέρχεται θριαμβευτικά στο τέλος, ύστερα από μια μεγάλη ανάσα.
Τα επιπλέον κενά ανάμεσα στους στίχους είναι συχνά εκφραστικά και παλεύουν με τις λέξεις που φιλοξενούν, αν και τοποθετημένα απέναντί τους:

δάγκωνε / δάγκωνε με λύσσα / το χέρι // του δημιουργού (23),

τονίζοντας την απόσταση ανάμεσα στη βία και έναν γνήσιο δημιουργό.

μόνοι // στο χιόνι (24),

για να εκφράσει τη μοναξιά. Και όταν γράφει:

ψιθύρισε κάποιος // «τι ντροπή» (26),

ο ψίθυρος μοιάζει να μην ακούστηκε, να χάθηκε στο κενό που τον περιβάλλει.

Και επειδή «Οι λέξεις έχουν γένος» (9), ένα άλλο ομιλούν υποκείμενο, γένους αρσενικού, εκφράζει τη μιζέρια στην οποία έχει αυτοκαταδικαστεί η ανθρωπότητα. Μήπως όμως και το εσύ στο οποίο απευθύνεται είναι ο ίδιος ο εαυτός του, ένα άλλο, κρυφό εγώ που υπονομεύει το πρώτο;

μια νύχτα / γονάτισε / στη χέρσα γη / και φώναξε / «μου ’κλεψες τον Θεό, / μου ’κλεψες τον άνθρωπο, / άφησέ μου τουλάχιστον / τα δικαιώματά μου» (31)

Όταν μιλά ο ήρωας δεν ξέρει αν πρόκειται για τη δική του φωνή ή κάποιου άλλου:

αποκρίθηκες; / σου αποκρίθηκαν; / πέρασες / αφάνταστος / ή / ευφάνταστος; / άπλαστος; / ή / εύπλαστος; / ασήμαντο∙ / μην δίνεις σημασία / τι θεοποίηση πια / στο ερωτηματικό (28-29)

Το πανίσχυρο ερωτηματικό, που μας κρατά σε εγρήγορση, δεν περιμένει καμιά θεοποίηση, καμιά απάντηση. Επιλέγει το ανέφικτο, για να ασκήσει τη γοητεία του.

Και η ποιήτρια κλείνει σχεδόν τον προβληματισμό της στο παιχνίδι με το χώρο, μέσα στο χώρο, με τα διπλά κενά να σηματοδοτούν την αδράνεια, τη στασιμότητα:

Καμία // επανάσταση // πραγματικά / δεν επαναστατεί (57),

με την αποκάλυψη να ανατρέπει δύο καίριες ερωτήσεις που προηγούνται:

Τι αξίζει η ελευθερία / χωρίς μάχες; / […] / Η μάχη χωρίς ανδρεία; (51)

Η Ματίνα Μόσχοβη σπούδασε τραγούδι και θέατρο. Έχει απολαύσει μια σπουδαία καριέρα και στα δύο. Στο νέο της ποιητικό βιβλίο αναδεικνύεται ως η αοιδός που σκηνοθετεί τις λέξεις, τις προσκαλεί να τη συνοδεύουν στο τραγούδι, ως η ηθοποιός που υποδύεται τη σιωπή, που ενδύεται με τη γραφή της την ιερή στιγμή της Δημιουργίας. Συνθέτει μια πρωτότυπη και γεμάτη ζωντάνια ποίηση, και την απευθύνει συνάμα στην ακοή και στην ψυχή μας. Μια ποίηση που, ενώ παίζει με τα νοήματα σε βάθος, τα αναιρεί, αναδεικνύοντας την ανθεκτικότητά τους. Τελικά ποιητής δεν είναι αυτός που απλώς γράφει ποίηση. Είναι αυτός που εμπνέει τις λέξεις να παίξουν ρόλους πάνω στην απέραντη/αέναη σκηνή της Δημιουργίας. Ένα εξαιρετικό ποιητικό βιβλίο από τις εκδόσεις Αρμός.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: