Το πρώτο κείμενο με το οποίο γνωρίσαμε την Κατρίν Μιγιό στα ελληνικά γράμματα έχει τίτλο, Η ζωή με τον Λακάν.[1]
Κι εκεί όπως κι εδώ συστήνεται ως ψυχαναλύτρια και συγγραφέας. Μπορούμε ίσως να πούμε κάτι για το τί είναι ένας ψυχαναλυτής ή μια συγγραφέας, όμως, το τι ακριβώς είναι η ψυχαναλυτική συγγραφή δεν είναι καθόλου αυτονόητο.
Ας πούμε λοιπόν ότι στο δεύτερο βιβλιαράκι της δεν διατρέχει απλώς προβλήματα της ψυχανάλυσης, που σχετίζονται με την πλανητική πολιτική ή με στιγμές της προσωπικής της ιστορίας αλλά θίγει με τρόπο ποιητικό, ανεπαισθήτως, μερικά από τα δυσκολότερα ερωτήματά της. Πώς λόγου χάριν ξεκινά ή πως τελειώνει μια ψυχανάλυση. Ίσως, εδώ να είχε νόημα να θυμηθούμε ότι ο Φρόιντ το μοναδικό βραβείο που έλαβε εν ζωή ήταν το βραβείο Γκέτε, για τη εν γένει συνεισφορά του στην κουλτούρα και τον πολιτισμό .
Ο τίτλος του βιβλίου μας προδιαθέτει για το είδος του. Un peu profond ruisseau… διαβάζουμε στο πρωτότυπο, αινιγματικός και δύσκολα μεταφράσιμος. «[Ζ]ήτημα σημαίνοντος» θα μπορούσε να πει κανείς απηχώντας την συγγραφέα. Πράγματι, η πρώτη, αυτή, μυστική αναφορά παραπέμπει στην εκλεκτική συγγένεια που βρίσκουμε ανάμεσα στον ποιητή Μαλαρμέ ―από τον οποίο άλλωστε τον δανείστηκε― και τον ψυχαναλυτή Λακάν, τόσο ως προς το ύφος όσο κι ως προς τη θεωρία της γλώσσας. Η θεωρία του σημαίνοντος, διαφορετική από την υπάρχουσα γλωσσολογική θεωρία, αλλά και το διαρκές γλίστρημα της σημασίας.[2]
Η δεύτερη μυστική αναφορά είναι ακόμη πιο πολύπλοκη: εμπλέκει τα μαθηματικά, την υψηλή αισθητική και μια βαθύτατη ειρωνεία, είναι μια παραλλαγή τολμώ να πω της περίφημης διατύπωσης, «ο έναστρος ουρανός από πάνω μου και ο ηθικός νόμος εντός μου». Την ειρωνεία υποβάλλει η κομψότητα της έκδοσης. Το Άβαθο Ρυάκι… είναι ένα βιβλίο μικρού σχήματος, διαστάσεων δεκατρία επί δεκαοκτώ (εκατοστά) ενώ το κείμενο εκτείνεται σε ενενήντα και μία σελίδες. Η εικόνα που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου είναι φωτογραφική σμίκρυνση τοιχογραφίας που καλύπτει μια επιφάνεια τριάντα έξι τετραγωνικών μέτρων! Θέμα της, το ζοφερό στιγμιότυπο από την πρώτη και μέχρις στιγμής φονικότερη πανδημία που γνώρισε η Ευρώπη. Αναφέρεται στην επιδημία της βουβωνικής πανώλης, την αποκαλούμενη Μαύρο Θάνατο, η οποία στα μέσα του 14ου αιώνα εξόντωσε σχεδόν τον μισό πληθυσμό της.
Το ψυχαναλυτικό στιγμιότυπο της Μιγιό, ξεκινά με το πανδημικό κύμα του Covid-19, των πρώτων μηνών του 2020, κατά τη διάρκεια του οποίου νόσησε βαριά, νοσηλεύτηκε και εν τέλει θεραπεύτηκε. Έλαβε εξιτήριο σημαδεμένη, όπως γράφει, από «την αίσθηση του εξωπραγματικού που αφήνει η αυλακιά» του Πραγματικού (Réel). Τι είναι το Πραγματικό (Réel); Ακριβώς εδώ εισέρχεται το αμφισήμαντο, το διφορούμενο, βασικό διακύβευμα της ψυχανάλυσης. Πώς να μιλήσει κανείς γι’ αυτό; Στις Βρυξέλλες, όπου παρουσίασε σε ένα κύκλο ψυχαναλυτών το προηγούμενο βιβλίο της με τίτλο Ω Μοναξιά!, μια νέα συνάδελφος «έκανε μια παρέμβαση που είχε αξία ερμηνείας», όπως αποδείχθηκε, για εκείνην. Η παρέμβαση αφορούσε τον υπαινιγμό της «σε σχέση με τη φύση που μας προορίζει για την εκμηδένιση». Έτσι ξετυλίγεται το πρώτο νήμα του βιβλίου της, το οποίο οδηγεί στον μυστικισμό, περνάει μέσα από εμβληματικούς συγγραφείς ―Μίσιμα, Ζενέ, Ζιντ― και καταλήγει στο καντιανό Υψηλό (Erhabenes).
Στη δική μου ανάγνωση η αναφορά της στο καντιανό Υψηλό συνιστά το σημείο φυγής του κειμένου, ακριβώς όπως ορίζεται στην αρχιτεκτονική: το σημείο της προοπτικής όπου φαίνεται ότι τείνουν τα πράγματα.[3] Ο Καντ το πραγματεύεται στην τρίτη κριτική του, ως πρόβλημα της θεμελίωσης των καλαισθητικών κρίσεων. Κατά τον πάγιο κριτικό τρόπο του, δεν τον ενδιαφέρει το ωραίο ή το υψηλό αντικείμενο, τι δηλαδή είναι ή τι θεωρούμε ότι είναι κάτι ωραίο ή υψηλό αλλά το πως η κρίση μας για κάτι ως τέτοιο καθίσταται δυνατή. Μέσα από μια ιδιαιτέρως λεπτή διαπραγμάτευση, ανάμεσα σε ολισθηρά σημεία, παγίδες και πλάνες, θα άξιζε να συγκρατήσει κανείς τη διαπίστωση ότι εμπλέκονται: οι αισθητικές με τις μαθηματικές κρίσεις, το μέγεθος με την ένταση, η ιδεολογία ως ολότητα, η ηδονή/ευχαρίστηση με τον τρόμο και την οδύνη, εν τέλει, η ηθική προτεραιότητα που βρίσκουμε ως άνθρωποι στον Λόγο εντός μας.
Ο βρυχηθμός μιας αρκούδας, το χάος ενός βάραθρου ή η έκρηξη των ηφαιστείων, από απόσταση ασφαλείας αφορούν την κατ’αίσθηση πρόσληψη, την αισθητικότητα και την αισθητική ―όπως άλλωστε τα έργα της ανθρώπινης δημιουργίας, των καλών τεχνών κλπ.―, μολονότι προκαλούν τρόμο, φόβο ή δέος. Αυτό είναι το μείζον που ενδιαφέρει και υπονοεί η Μιγιό. Σε αυτό υπάρχει επίσης μια διαλεκτική ανάμεσα σε αριθμητική και αισθητική, έστω και αν πρόκειται για το απροσμέτρητο. Πρόκειται δηλαδή για το βίωμα που μετουσιώνεται, εκ των υστέρων, μετά την τραγωδία και τα εκατομμύρια των νεκρών, σε έργο, σε μια ιδιότυπη Selbsdarstellung. Ο λόγος της οδύνης, της αποτυχίας, της λύπης, της μικρότητάς μας, είναι ο ίδιος με τον λόγο της ηδονής, της χαράς, του μεγαλείου, επίσης υπό την καντιανή υπενθύμιση ότι «δεν χαιρόμαστε παρά την αποτυχία, αλλά ακριβώς λόγω αυτής».[4]
Μέσα από αυτές τις διαδρομές καταθέτει στιγμές από την πολυετή ανάλυσή της, όπως για παράδειγμα η υπόθεσή της περί ευχής θανάτου, από την μητέρα/ προς την μητέρα (ποιος ξέρει…). «[Η] καταδίκη και η χάρη, η εκπνοή και η σωτηρία, δηλαδή ο θάνατος και η αναγέννηση», ένα κόκκινο νήμα που ερωτικοποιούσε, μια αίσθηση ότι είχε ζήσει την ίδια «τη σχέση μεταβίβασης σαν θεοδικία, σαν αναμονή μιας δικαστικής απόφασης ζωής ή θανάτου». Στο ίδιο σημείο όπου συνδέει το ασήμαντο της ιστορικής της πορείας με το σύντυχο της παγκόσμιας ιστορίας, παίζοντας με σμίκρυνση και μεγέθυνση, συντελείται, κατά την ταπεινή μου άποψη, ένα διανοητικό επίτευγμα. Ο τρόπος που θέτει την ανάλυσή της και τη σχέση με την μητέρα της καταρρίπτει αυτοστιγμεί όλη την σειρά των αξιωμάτων όπου θέτουν κάτι ή/και κάποιον/-α ως εκπρόσωπο του μεγάλου Άλλου: το όνομα του πατέρα, το οιδιπόδειο, οι πρωτογενείς ιδεώδεις ταυτίσεις, οι ειδήμονες που συνεδρίαζαν και υπέβαλλαν προτάσεις στους πολιτικούς, κάθε λογής αυθεντία κοκ.. Αντιπροτείνει την τρομερή επίπτωση που έχει ο Λόγος (discours), ο λόγος (ως ομιλία, ως γλώσσα) και η τρομαχτική αυτονομία του σημαίνοντος.
Ωστόσο, κι αυτό μπορεί να ειπωθεί ως κριτική, το επίτευγμα αυτό, στο τέλος, μοιάζει να το ανακαλεί. Μήπως γιατί στην τρίτη και τελευταία ενότητα γίνεται ο φροντιστής, ο θεραπευτής της μητέρας της (αναφέρεται ρητά σε «θεραπευτική μανία»); Το λιγόστεμα της ζωής της μητέρας έρχεται στο προσκήνιο και η Μιγιό το ντύνει με στιγμές από τη ζωή και το έργο του Μπέκετ. Δεν το αποφεύγει, προς τέρψη του αναγνώστη βεβαίως, καταφεύγοντας στον αγαπημένο της μινιμαλισμό, στα μετρημένα λόγια, στην απίσχναση, στο «λιγότερο [που] ποτέ δεν μπορεί να είναι μηδέν»; Έτσι όμως δεν διαφεύγει η αναγκαιότητα του απόλυτου τίποτα, του αναγκαίου κενού, της ριζικής αδυνατότητας; Η οποία, αλίμονο ακριβώς εκείνη δεν στηρίζει την αντίστασή μας σε κάθε εσχατολογία και πεσιμισμό; Ενδεχομένως αυτή η φαινομενική υποχώρηση να οφείλεται στο ότι «[τ]ο να μιλήσει κανείς για το κενό, ιδίως σε μια εποχή υπερκορεσμένη και κενή μαζί, είναι κάτι που παραμένει εξαιρετικά δυσχερές».
Στην εποχή που ανατέλλει υπό το φως της τεχνικής, της τεχνολογικής παντοδυναμίας, οι ίδιοι ευφυείς άνθρωποι που την θεραπεύουν ―μηχανικοί, φυσικοί, χημικοί, μαθηματικοί, ιατροί, επιστήμονες εν ολίγοις― απευθύνονται σε περάτες προφασιζόμενοι, κι εν τέλει γνωρίζοντας, ότι δεν γίνεται αλλιώς.[5] Αυτή την αναγκαιότητα στηρίζει το κείμενο, ένα μικρό κόσμημα το οποίο χάρη στην μετάφραση της ψυχαναλύτριας Βέρας Παύλου είναι διαθέσιμο και στην γλώσσα μας.