Το δέντρο του Ζέμπαλντ

Φωτογραφία © Grant Gee
Φωτογραφία © Grant Gee

Όταν σκέφτομαι όλες τις φωτογραφίες στα τέσσερα πεζογραφικά βιβλία του Β. Γκ. Ζέμπαλντ – Αίσθημα ιλίγγου, Οι ξεριζωμένοι, Οι δακτύλιοι του Κρόνου και Άουστελιτς – αυτή που βρίσκω πιο αξιομνημόνευτη είναι η πρώτη εικόνα στους Ξεριζωμένους. Είναι μια από πολλές απόψεις απλή, σχεδόν κοινότοπη φωτογραφία, ιδιαίτερα επειδή αυτή είναι η φωτογραφία που θα εισήγαγε τα καινοτόμα, γεμάτα εικόνες βιβλία του Ζέμπαλντ σ’ ένα αγγλόφωνο κοινό. Η εικόνα είναι ενός σκοτεινόχρωμου, απλωμένου ίταμου με ογκώδη αλλά κοντό κορμό, που στέκει φρουρός πάνω από αρκετές δεκάδες ταφόπλακες, που όλες γέρνουν προς διαφορετική κατεύθυνση. (Ισχυρίζομαι ότι το δέντρο είναι ίταμος, αλλά έχω διαβάσει κάποιον κριτικό που ισχυρίζεται ότι μοιάζει με βελανιδιά.) Η εικόνα παρουσιάζει δύο από τα βασικά θέματα του Ζέμπαλντ, και συγκεκριμένα αυτά της φύσης και του θανάτου. Υπάρχει επίσης η μυστηριώδης παραπομπή του δέντρου σ’ ένα είδος προστατευτικού θόλου πάνω από τις ταφόπλακες. Και μετά υπάρχει το παράξενο με τις αταίριαστες ταφόπλακες, οι οποίες δεν φαίνεται να είναι παραταγμένες σε κάποια σειρά ούτε φαίνεται να τις φροντίζουν. Έτσι είναι ο θάνατος.
Ο Ζέμπαλντ χρησιμοποιούσε τις φωτογραφίες στα βιβλία με πολλούς διαφορετικούς λόγους. Άλλοτε ήθελε να μπερδέψει τους αναγνώστες του, να επιβραδύνει το διάβασμά τους, να τους προτρέψει να ερευνήσουν θέματα ή να τους στείλει σε απρόσμενα θαυμαστά μέρη. Ήθελε οι αναγνώστες να σκεφτούν τι είναι γεγονός και τι φαντασία και τι κρύβεται ανάμεσά τους. Χρησιμοποιούσε φωτογραφίες που είχε τραβήξει με τη δική του κάμερα. Αγόραζε καρτ ποστάλ σε υπαίθρια παζάρια. Και έκλεβε εικόνες για επαναχρησιμοποίηση. Έβγαζε χρησιμοποιήσιμες φωτογραφίες και τις χαλούσε κάπως περνώντας τις από φωτοτυπικό μηχάνημα. Κάποιες από τις φωτογραφίες στα βιβλία δεν είναι ευανάγνωστες. Ήταν όμως τόσο σίγουρος για τη γραμματική και το συντακτικό κάθε εικόνας, όσο και για κάθε του πρόταση.
Στην εναρκτήρια ιστορία των Ξεριζωμένων, η οποία έχει τον τίτλο «Δρ. Χένρι Σέλγουιν», ο αφηγητής μας λέει ότι αυτός και η σύζυγός του πήγαν με το αυτοκίνητο σ’ ένα μέρος που ονομάζεται Χίνγκαμ για να δουν ένα διαμέρισμα που νοικιαζόταν και πέρασαν από την «εκκλησία με το χορταριασμένο νεκροταφείο, τα πεύκα και τους ίταμους». (Ο Ζέμπαλντ και η σύζυγός του νοίκιασαν το πρώτο τους σπίτι στην Ιστ Άνγκλια στο Γουίνταμ, το χωριό δίπλα στο Χίνγκαμ.) Το πρώτο άτομο που συναντά το ζευγάρι όταν φτάνουν στο σπίτι προς ενοικίαση είναι ένας ασπρομάλλης άντρας που ξαπλωμένος μπρούμυτα στο γρασίδι «μετρούσε τις λεπίδες του χόρτου…» που ήταν «ένα είδος ενασχόλησής» του. Αυτή είναι η εισαγωγή μας στο πρόσωπο του τίτλου της ιστορίας, τον Δρ. Χένρι Σέλγουιν, ο οποίος θα αυτοκτονήσει στο τέλος της ιστορίας.
Ένας από τους λόγους που βρίσκω αυτή την εικόνα του δέντρου τόσο συναρπαστική (οποιοδήποτε είδος δέντρου) είναι η παράξενη ένταση ανάμεσα στο ζωντανό, προστατευτικό δέντρο από πάνω και στο απρόβλεπτο βασίλειο των νεκρών από κάτω. Αυτή η φωτογραφία που αποτελεί τον πρώτο υπαινιγμό προς τον αναγνώστη για τη μοίρα του Δρ. Σέλγουιν είναι εμβληματική της αντίληψης που είχε ο Ζέμπαλντ για τη διασύνδεση των ζωντανών με τους νεκρούς.
Μου θυμίζει ένα ιδιαίτερο σημείο στο δοκίμιό του «Campo Santo», όπου μιλά για τις ταφικές πρακτικές στην Κορσική. Όταν έκανε πεζός τον γύρο της Κορσικής, έμαθε ότι στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα πολλοί Κορσικανοί δεν θάφτηκαν σε νεκροταφεία, αλλά στη δική τους γη, κοντά στα σπίτια τους. «Βρίσκεις λοιπόν παντού μικρές κατοικίες για τους νεκρούς, da paese a paese: ταφικοί θάλαμοι και μαυσωλεία, εδώ κάτω από μια καστανιά, εκεί σ’ έναν πορτοκαλεώνα… πολλές ηλικιωμένες Κορσικανές συνήθιζαν να πηγαίνουν στις κατοικίες των νεκρών μετά τη δουλειά της μέρας, για ν’ ακούσουν τι είχαν να πουν και να ζητήσουν τη συμβουλή τους για την καλλιέργεια της γης και για άλλα θέματα σχετικά με τον σωστό τρόπο ζωής.»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: