The Sebald collage

The Sebald collage


Διάβασα τρία βιβλία του Ζέμπαλντ: Οι Ξεριζωμένοι, Αίσθημα Ιλίγγου, Άουστερλιτς· και είχα μικτές αντιδράσεις. Ένα περίεργο κράμα έλξης/συγγένειας και απώθησης/αποξένωσης. Ο Ζέμπαλντ είναι θα έλεγα κλασικό παράδειγμα αντρικής/κυρίαρχης γραφής, τουλάχιστον κρίνοντας από τα τρία αυτά βιβλία. Τι εννοώ με αυτό. Σε πρώτο επίπεδο όλοι του οι πρωταγωνιστές είναι άντρες. Όταν εμφανίζονται οι γυναίκες (σπάνια) είναι πάντα σε δευτερεύουσα θέση. Δεν κινούν τα «νήματα». Απλώς υπάρχουν σαν μια περιστασιακή αντανάκλαση των αντρικών αναγκών. Στιγμές νιώθεις όταν διαβάζεις ότι κάτι σου επιβάλλεται. Ένας τρόπος σκέψης και μια αντίληψη της πραγματικότητας που σε αποκλείει. Είναι φυσικό κάτι τέτοιο να απωθεί/αποξενώνει ένα άτομο με κουίρ, φεμινιστική συνείδηση.
Επιπλέον, αυτή τη στιγμή ιστορικά βιώνουμε σε διεθνή κλίμακα μια έντονη πάλη ανάμεσα σε κυρίαρχες και εναλλακτικές αφηγήσεις, σε πολλά επίπεδα: από θέματα φύλου και σεξουαλικότητας έως αντίπαλες προσεγγίσεις στη βία, την κατοχή, τα εγκλήματα πολέμου, τη γενοκτονία. Αναφέρομαι φυσικά στην κατάσταση στην Παλαιστίνη, κάτι που σε ευαισθητοποιεί ιδιαίτερα στο πού εστιάζουν οι κυρίαρχες αφηγήσεις και τι αγνοούν.
Ο Ζέμπαλντ αντλεί υλικό από την ιστορία και τη λογοτεχνία με μια βεβαιότητα και προσέγγιση που προέρχεται μόνο από άτομα που κατέχουν εθελότυφλα προνόμια. Δηλαδή αγνοούν το Άλλο, σαν να μην υπάρχει ή να μην είναι άξιο λόγου, είτε αυτό είναι φύλο ή φυλή. Αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν άτομα υψηλής νοημοσύνης να μη βλέπουν αυτές τις ελλείψεις στη προσέγγιση τους/γραφή τους. Συμπεραίνεις πως τις βλέπουν, αλλά προτιμούν να τις διαγράφουν από τη συνείδησή τους. Για παράδειγμα, ο Ζέμπαλντ γράφει για το Βασιλιά Λεοπόλδο του Βελγίου, ο οποίος βοήθησε να συντελεστεί πρόοδος στη χώρα του που ένιωθε ταπεινωμένη κάτω από την ξένη κυριαρχία που είχε υποστεί, όπως μας ενημερώνει. Δεν υπάρχει καμία αίσθηση της τραγικής ειρωνείας ότι το θύμα έγινε θύτης, ότι η «πρόοδος» αυτή γινόταν εις βάρος της βελγικής κατοχής του Κογκό. Αυτού του είδους η ιστορία δεν κάνει την παραμικρή αναφορά στη γενοκτονία τού Λεοπόλδο στο Κογκό, τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις εκατομμυρίων Αφρικανών.
Επίσης, σε άλλο επίπεδο, στις αναφορές του σε συγγραφείς που αυτοκτόνησαν η Βιρτζίνια Γουλφ και η Σύλβια Πλαθ απλώς απουσιάζουν.
Κι όμως τα βιβλία του, πέρα από τους άνω ενδοιασμούς, με άγγιξαν. Πώς; Κυρίως επειδή εκτός από τα ανωτέρω είναι και ένας βαθιά εσωτερικός συγγραφέας, σε επαφή με τα όνειρα, το υποσυνείδητο, τα συναισθήματα, τη σκέψη. Κι εκεί βρίσκεται πιστεύω το κλειδί: στον ψυχισμό του που μου φάνηκε οικείος. Με αυτόν τον εσωτερικό κόσμο μπορώ κι εγώ, διαμετρικά αντίθετή του κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά, να συνδεθώ. Συμφωνώ με την Ελέν Σιξού ότι όταν γράφουμε από το υποσυνείδητο μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε απρόσμενες διαστάσεις, ανεξαρτήτως βιολογικού φύλου.[1] 

Επίσης, μου δίνει μια αίσθηση ελευθερίας η υβριδική μορφή των έργων του, η οποία σπάει τις καθιερωμένες μορφές που επικεντρώνονται σε ένα είδος μόνο. Στα έργα του συνυπάρχουν η μυθοπλασία, η αυτοβιογραφία, το δοκίμιο, η ιστορία. Επιπλέον, συνδέομαι με την έμφασή του σε outsiders, μια θέση που κατείχα από μικρή και μου πρόσφερε διπλή και τριπλή συνειδητότητα.[2] Δηλαδή, κατέχοντας την οπτική γωνία της κυρίαρχης κουλτούρας που όλες και όλοι μας υποχρεωτικά αφομοιώνουμε (έως ότου την αποτινάξουμε) και τη συνειδητότητα της/του outsider στις διάφορες εκφάνσεις της, που βλέπει/νιώθει/βιώνει τελείως διαφορετικά πράγματα.

Σκέφτηκα λοιπόν να κάνω ένα πείραμα, να ακολουθήσω μια cut-up μέθοδο,[3] όπως και στο λιμπρέτο μου Raven Revisited,[4] να δημιουργήσω ένα νέο κείμενο, ένα μίνι collage, με προτάσεις τού Ζέμπαλντ που με άγγιξαν και δικές μου παρεμβολές.[5] δημιουργώντας μια «σύνθεση συνειδητοτήτων» που αντιτίθεται σε κυρίαρχες αφηγήσεις, συνδέοντας την εσωτερικότητα τού Ζέμπαλντ με τη δική μου εναλλακτική αφήγηση και με την «ιστορία εν δράσει» του παρόντος (όπου το φύλο και η σεξουαλικότητα παίρνουν τον χώρο που τους ανήκει και στον οποίο συμπεριλαμβάνεται η παρούσα πάλη αφηγήσεων που ανέφερα γύρω από τη γενοκτονία της Παλαιστίνης).

Ιδού το αποτέλεσμα:

Καθώς συνεχίζαμε τον δρόμο μας, ένιωσα την παγωμάρα του τρόμου στα μέλη μου. Νιώθαμε εγκλωβισμένες σ’ ένα σύστημα όπου η ομορφιά και ο τρόμος βρίσκονταν σε τέλεια αναλογία μεταξύ τους.

Αυτή η δίκη δεν έφερε στο φως τίποτε παραπάνω από την αλήθεια, που κατά βάθος είναι γνωστή παντού, ότι δηλαδή ο νόμος δεν είναι ίδιος για όλες και όλους και η δικαιοσύνη δεν είναι δίκαιη. Κι όμως σκεφτόμουν συγχώρεση. Ακόμη και σε ακραίες συνθήκες καταπίεσης, ο άνθρωπος είναι έτοιμος να συγχωρήσει την αδικία που του έκαναν με την προϋπόθεση να τον αφήσουν επιτέλους ελεύθερο.

Ελεύθερο; Υπάρχει ελευθερία χωρίς δικαιοσύνη;

Όλο αυτό το σκηνικό στη δίκη έκαναν την ξεγνοιασιά και την αίσθηση του ανήκειν που προκλητικά παρελάμβανε στο χώρο, να φαντάζει στα μάτια μας σαν θεατρική παράσταση, σκηνοθετημένη μόνο και μόνο για να μας θυμίζει την απομόνωση και τη διαφορετικότητα μας.

Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν εφιαλτικές. Τη νύχτα με έπλητταν φρικτές κρίσεις φόβου, ολοένα κλιμακούμενες, που κρατούσαν καμιά φορά ώρες επί ωρών. Ένιωθα να χάνω κάθε αίσθηση λογικής. Διαπίστωσα ότι είναι μεν σπάνιο να τρελαθεί ο άνθρωπος, ωστόσο συνήθως δεν χρειάζονται πολλά για να φτάσει ως εκεί.

— ≈ —

Η σχέση μου με τη Σ. με είχε βοηθήσει να ξεπεράσω τη βασανιστική για μένα αυτοαμφισβήτηση. Οι φόβοι δεν είναι ανίκητοι, μου είχε πει. Εσύ μόνη σου προκαλείς το φόβο σου, δεν ξέρω όμως τι φοβάσαι.

Είχε δίκιο. Πολλοί από τους δαίμονες που με τυραννούσαν ήταν δικοί μου. Στο μυαλό μου επανέρχονταν εμμονικά οι μνήμες του οικοτροφείου της εφηβείας μου, όπου επικρατούσε κάθε μορφή τυραννίας και μικροδεσποτισμού, υποχρεωτικής παροχής υπηρεσιών, υποδούλωσης, υποτέλειας, ευμένειας, εξοστρακισμού, επιβολής δικαιοσύνης και εύνοιας, μέσω των οποίων οι οικότροφοι, χωρίς καμία επιτήρηση,

διοικούσαν τον εαυτό τους και ολόκληρο το ίδρυμα.

Αυτός ο μικρόκοσμος ήταν ένας καθρέφτης του κόσμου που βιώναμε τότε.

Η Σ. από την άλλη, δεν είχε πάψει στιγμή να βασανίζεται από μια ασίγαστη νοσταλγία για την Παλαιστίνη, την πατρίδα της. 75 χρόνια κατοχής και τώρα ανελέητοι βομβαρδισμοί, γενοκτονία, καταστροφή. Όλα αυτά τα συμβάντα τα παρακολουθούσε εξ αποστάσεως, χωρίς να μπορεί να επέμβει. Είχα βοηθήσει τη Σ. να κρατηθεί ζωντανή σε μια εποχή όπου, κυριευμένη από ένα ακατανίκητο αίσθημα εγκατάλειψης, θα ήταν εύκολο να κατρακυλήσει στο σκοτάδι. Ωστόσο, το μόνο βέβαιο είναι πως στην ουσία ο ψυχικός πόνος δεν έχει τέλος.

Αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε. Το ταξίδι μ’ έκανε να δω υπό εντελώς άλλο πρίσμα τόσο τη φύση όσο και τη λαχτάρα μου για έρωτα, που ήταν διαρκώς η κινητήρια δύναμη μου. Ποτέ στη ζωή μου, ούτε πρωτύτερα ούτε μετέπειτα, δεν είχα νιώσει τέτοια αγαλλίαση όση τότε, συντροφιά μ’ εκείνον τον άνθρωπο.

Ωστόσο σκιές δεν μας άφηναν να απολαύσουμε τη γαλήνη του τόπου. Γιατί σε ένα τόπο ο χρόνος μένει ακίνητος για πάντα και σε άλλον τρέχει και βιάζεται;

Η Σ. μέσα στην έγνοια της για τους δικούς της ανθρώπους εγκλωβισμένους σε συνθήκες απάνθρωπες, άρχισε να αποσύρεται σε οδυνηρές σκέψεις. Βασανισμένη ολονυχτίς από όνειρα με άγνωστες φωνές και κραυγές και ένα ιλιγγιώδες κενό, έβρισκε ησυχία μόνο το ξημέρωμα.

Μιλούσε επί ώρα για την τερατωδία του πόνου, τα ίχνη του πόνου, αμέτρητες λεπτές κλωστές που απλώνονται στην ιστορία. Δεν έβγαζε ποτέ απ’ το μυαλό της τη σκέψη για το βάσανο του αποχαιρετισμού και το φόβο του ξένου. Και το περιτειχισμένο κενό των κατακτητών της Γάζας που αποτελούσε το πιο μύχιο μυστικό όλης της νομιμοποιημένης βίας.

Για λίγο αναζητήσαμε τη λήθη. Όμως, ούτε και αυτή διαλύει το σκοτάδι. Αντιθέτως. Πόσο πολλά πράγματα περνάνε διαρκώς στη λήθη, με κάθε ζωή που σβήνει, πως ο κόσμος αδειάζει από μόνος του, καθώς κανένας δεν ακούει, δεν ζωγραφίζει και δεν διηγείται τις ιστορίες που μένουν πάνω σε αμέτρητους τόπους.

Και τότε είδα τον εαυτό μου σε μια τέτοια κατάσταση ασυνειδησίας, πλημμυρισμένο από το επώδυνο συναίσθημα ότι κάτι μέσα μου ήθελε να απελευθερωθεί από τη λήθη. Το ίδιο ακριβώς ένιωσε και η Σ.

Αποφάσισε να φύγει. Να επιστρέψει στην πατρίδα της.

Προσπάθησα να την αποτρέψω. Ανώφελο.

— ≈ —

Η μέρα που έμαθα για το θάνατο τής Σ. (σκοτώθηκε από την αδιάκριτη χρήση βίας των κατακτητών κατά των πολιτών) ήταν η αρχή της πτώσης μου, του κλεισίματος στον εαυτό μου που γινόταν όλο και πιο αρρωστημένο με το πέρασμα του χρόνου.

Προσπάθησα να βρω καταφύγιο στη γραφή. Οι διάφορες παραστάσεις που είχα για το βιβλίο που θα έγραφα άρχιζαν από την αναχώρηση και την άφιξη, το φως και τη σκιά, την καταπίεση και την αντίσταση και άλλα παρόμοια. Σύντομα, μου ήταν αδύνατο να τολμήσω το πρώτο βήμα. Εξάλλου για όλα τα αποφασιστικά βήματα στη ζωή μας υπάρχει ένα αδιευκρίνιστο εσωτερικό κίνητρο. Αυτό έλειπε. Είχα βυθιστεί σ’ ένα είδος παράλυσης. Ωστόσο, αμυδρά αλλά σταθερά, σταδιακά σχηματίστηκε μέσα μου το κίνητρο, η επιθυμία να κάνω ότι μπορώ για να μη πάει χαμένος ο θάνατος της.

Τα πλάγια γράμματα στο κείμενο είναι οι δικές μου παρεμβολές.






Οι προτάσεις που πήρα από τον Ζέμπαλντ είναι από τα εξής βιβλία: Άουστερλιτς, μτφρ. Ιωάννα Μεϊτάνη, Άγρα 2015: σσ. 18, 28, 34, 63-64, 68-69, 80, 106, 122, 127, 128,140, 233-234. Οι Ξεριζωμένοι, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, Άγρα 2015, σσ. 23, 81,159, 195. Αίσθημα Ιλίγγου, μτφρ. Ιωάννα Μεϊτάνη, Άγρα 2009, σσ. 19, 26, 53, 54, 127, 168.



     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: