…ο κόσμος αδειάζει εντελώς, σαν να λέμε, από μόνος του, καθώς κανένας δεν ακούει, δεν καταγράφει και δεν διηγείται τις ιστορίες που μένουν προσκολλημένες σε αμέτρητους τόπους και αντικείμενα, που αφ’ εαυτού στερούνται την ικανότητα της μνήμης…
Β. Γκ. Ζέμπαλντ, Άουστερλιτς, μτφρ. Ι. Μεϊτάνη (τροποποιημένη), Άγρα 2015, σ. 28.
Ο Κουρμπαδόρος της Μήλου και άλλοι συνειρμοί από μια αράδα του Ζέμπαλντ
ΚΟΥΡΜΠΑΔΟΡΟΣ
Θυμάμαι το πέρασμά μου από το μεταλλευτικό μουσείο ενός ελληνικού νησιού, θα ’ταν η Μήλος χειμώνα πριν χρόνια και το μουσείο ήταν τσέπης απ’ αυτά που διατρέχεις σχεδόν από υποχρέωση και την επομένη τα ’χεις ξεχάσει, λες και οπωσδήποτε η νύχτα υπήρξε τόσο πιο συναρπαστική, πράγμα απίθανο εάν είχες αφουγκραστεί τα εκθέματα των μικρών μουσείων στις πραγματικές τους διαστάσεις, ας πούμε εκείνον τον κουρμπαδόρο της Μήλου που ενώπιόν του φαίνεται πως κοντοστάθηκα και τον φωτογράφισα για κάποιον ακατανόητο λόγο, ορίστε απορίες που απόψε προκύπτουν καθώς κοιτώ τις φωτογραφίες απ’ το λησμονημένο ταξίδι, ίσως το παλιό εργαλείο μού ’χε τραβήξει την προσοχή από κάποια αντανάκλαση στο anti-vandal γυαλί της απέναντι βιτρίνας, ενδεχομένως μού φάνηκε ξεκομμένο από οποιαδήποτε δυνατή χρήση με τρόπο απόλυτο, ίσως πάλι ήταν στενάχωρο σαν περήφανο ζώο σε ζωολογικό κήπο που το βλέπεις να λυγίζει, τόσο αφύσικα τοποθετημένο στ’ αστραφτερά μάρμαρα του δαπέδου με δυο χούφτες μεταλλεύμα για ντεκόρ και μια φρεσκοτυπωμένη καρτέλα από κάτω, η οποία εξηγούσε ότι στα μεταλλεία ο λεγόμενος σιδηροδρομίτης λύγιζε ανεπαίσθητα τις σιδηροτροχιές με τον κουρμπαδόρο του προσδίδοντάς τους την επιθυμητή καμπυλότητα, θα ’λεγες πως οι σιδηροτροχιές ήταν οι μυικές ίνες ενός γιγάντιου υπόγειου οργανισμού και ο σιδηροδρομίτης η ανώτερη ευφυία που τις τεντώνει με τον κουρμπαδόρο ή τις χαλαρώνει κατά βούληση, έτσι μόνον τα βαγονέτα έστριβαν και επιτάχυναν με ασφάλεια στις στενές γαλαρίες και καταδύονταν στα έγκατα της Μήλου, εικόνα ασύλληπτη όταν κοιτάς από απόσταση το σιδερένιο αυτό όργανο που μοιάζει τόσο πρωτόγονο και παροπλισμένο και έχει οριστικά χάσει τη θέση του στον κόσμο.
Ο κουρμπαδόρος της Μήλου και κατόπιν όλο το ταξίδι εκείνο αναδύθηκε στο μυαλό μου διαβάζοντας το Άουστερλιτς του Μαξ Ζέμπαλντ, βιβλίο όπου οι σιδηροτροχιές λειτουργούν ως νευρώνες της λήθης και της ανάμνησης και αντιστοίχως οι σιδηροδρομικοί σταθμοί γίνονται οι κόμβοι όπου λησμονιέται ή ερεθίζεται ο περασμένος βίος (ας σημειωθεί ότι ο Ζέμπαλντ ήταν εγγονός σιδηροδρομικού), εν προκειμένω ο βίος ενός ανθρώπου ονόματι Ζακ Άουστερλιτς – όπως μαθαίνει κάποια στιγμή πως είναι το πραγματικό του όνομα –, ο οποίος μεσήλικας ακόμη αγνοούσε ποιος είναι στην πραγματικότητα, φαίνεται πως το ’χε απωθήσει το ερώτημα της καταγωγής και το κλείσιμο στον εαυτό του γινόταν όλο και πιο αρρωστημένο με τα χρόνια, όπως ο ίδιος το θέτει κάποια στιγμή, ώσπου από μια εξωφρενική σύμπραξη ψυχικού εκτροχιασμού, αστικής περιπλάνησης και σποραδικής αναμνημόνευσης βρίσκεται ο Ζακ Άουστερλιτς να συλλέγει κομμάτι το κομμάτι σκηνές από το μωσαϊκό του παρελθόντος περιπλανώμενος σε αίθουσες αναμονής και σε δρόμους ανοίκειων πόλεων. Η λησμονιά και η ανάμνηση σαν ράγες σε χωρίζουν από το λεγόμενο παρελθόν ή σώζουν την ιστορία σου, όπως άλλωστε τα τρένα και οι σταθμοί αποσυνδέουν ή επανασυνδέουν τόπους καταγωγής και εκτοπισμού, έτσι λοιπόν σιδηροτροχιές και τρένα μετέφεραν την ηθοποιό μητέρα του Ζακ Άουστερλιτς από τη θέρμη της εστίας και της ευμάρειας στην εξαθλίωση, αλλά πάλι σιδηροτροχιές και τρένα έσωσαν τον Ζακ Άουστερλιτς μεταφέροντάς τον από την Ανατολή της Ευρώπης στον Βορρά, αλλάζοντάς του μεμιάς όνομα, θρησκευτικό δόγμα, γλώσσα και παραστάσεις, καθώς είναι πολλοί οι τρόποι να βρεθείς ξενοτοπιασμένος, όπως λένε σε κάποια μέρη της Ελλάδας, και είναι πολλές οι διακλαδώσεις που σε βγάζουν εκτός τόπου, επειδή τα αληθινά δίκτυα βρίσκονται πέρα από το Καλό και το Κακό και είναι άγνωστος ο ρυθμιστής, ο σιδηροδρομίτης που σφίγγει από καταβολής κόσμου με τον κουρμπαδόρο του αχανείς ιστούς από σιδηροτροχιές κάθε λογής ή τις ξεσφίγγει κατά βούληση, εκ πρώτης σαν μακρινός συγγενής ενός Ήφαιστου ή ενός Θωρ που επιβίωσε από το τέλος της μυθολογίας και συνεχίζει τη δουλειά του suo Marte – που θα πει ακολουθώντας μόνον τον δικό του Άρη, έναν προσωπικό θεό του πολέμου αποκλεισμένο πια από τις θρησκείες και τη φιλοσοφία, πολύ φοβάμαι πως μια άγνωστη μορφή και απρόσιτη κανονίζει τα πάντα δίχως λογική ή συναίσθημα.
ΣΤΑΘΜΟΜΑΝΙΑ
Ο Ζακ Άουστερλιτς είναι ειδικός στην ιστορία της αρχιτεκτoνικής και συγγράφει ένα έργο ζωής με θέμα το αποτύπωμα του ύστερου καπιταλισμού σε δημόσιους χώρους (επομένως σε σταθμούς σιδηροδρομικούς, μέγαρα δικαστικά, άσυλα για άρρωστες ψυχές), όμως η διατριβή του Άουστερλιτς είναι διαρκώς υπο κατασκευή, μονίμως βαλτώνει στο στάδιο ενός αχανούς δίκτυου από σημειώσεις, το οποίο επεκτείνεται με αδιάκοπες συνάψεις μεταξύ των κατασκευών, όποιος έχει περάσει από τον ακαδημαϊκό χώρο θα ’χει συναντήσει τέτοιους ανθρώπους καθηλωμένους δια βίου σε μια ατέρμονη προεργασία για κάτι μεγάλο που ποτέ δεν συντίθεται, ανθρώπους που βυθίζονται σ’ ένα non-finito που από αισθητική κατηγορία γενικεύεται σε κανόνα και γενικό τρόπο του μυαλού τους, έχω αγαπημένους φίλους που έφτασαν μεσήλικες, επειδή χάθηκαν στους διαδάλους ενός απεράτωτου επιστημονικού προσχεδίου, όπως γνωρίζω καλλιτέχνες που χάθηκαν ξεχειλίζοντας απ’ το ταλέντο τους και ερευνητές που βούλιαξαν σε αδιέξοδες εξωπανεπιστημιακές έρευνες, συνελόντι ειπείν ανθρώπους της σπαταλημένης ιδιοφυίας στην άλλη άκρη του φάσματος απ’ όσους τα κάνουν όλα σωστά, εννοώ τους άψογους διαχειριστές κάθε διαθέσιμου αποθέματος σε χρήμα, ομορφιά, υπομονή και επιμονή· και είναι – από μια πανουργία της ζωής – ακριβώς οι άνθρωποι του non-finito που ενώ επιφανειακά χάνουν τον δρόμο τους και λες κρίμα!, ωστόσο αυτοί βρίσκουν τον εαυτό τους καθώς τον χάνουν, πράγμα που σπανίως συμβαίνει με τους άλλους, τους άριστους μάνατζερ των ελάχιστων πόρων. Λοιπόν, η επιστημονική θέση μου είναι πως το εγχείρημα του Άουστερλιτς στην ιστορία της αρχιτεκτονικής κατοπτρίζει το χιμαιρικό Passagenwerk του Βάλτερ Μπένγιαμιν, έργο ανολοκλήρωτο και αδύνατο, κι αυτό παρόλο που αποτελείται από χιλιάδες συνάψεις και διασυνδέσεις· και είναι η ιδέα των δικτύων που συνδέει (μεταξύ άλλων) τον Βάλτερ Μπένγιαμιν με τον Ζακ Άουστερλιτς, αυτή παρασύρει και τους δυο σε ένα σισύφειο έργο ιστορίας της αρχιτεκτονικής, τα καλύτερά μας εγχειρήματα αποτυγχάνουν στην υλοποίησή τους, όπως σχολιάζει ο αφηγητής Ζέμπαλντ, που ξέρουμε πια από τη σχετική βιβλιογραφία πόσο βαριά έπεφτε πάνω του η σκιά του Μπένγιαμιν, και ίσως ό,τι ο Άουστερλιτς ονομάζει δοκιμές συλλογισμών να συνιστά την τεκμηρίωση της ευτυχούς αποτυχίας που λανθάνει σε έργα σαν το Passagenwerk (γνωρίζω πως κάποιοι το αποδίδουν ως Έργο περί Στοών, όμως προκρίνω την απόδοση Γεννήτρια Στοών ή Εργοτάξιο Στοών για λόγους που δεν μπορώ να αναπτύξω εδώ κι έχουν να κάνουν με συνδηλώσεις του ουσιαστικού Werk ως δεύτερο συνθετικό σε λέξεις όπως Kraftwerk), λοιπόν στην αέναη Γεννήτρια Στοών ο Βάλτερ Μπένγιαμιν κάνει λόγο για τα ονειρόσπιτα, τους τόπους όπου αχνοφέγγουν περασμένες εκδοχές της συλλογικής συνείδησης, ονειρόσπιτα είναι οι στοές, οι κήποι, τα πανοράματα, τα εργοστάσια, τα μουσεία κέρινων ομοιωμάτων και λοιπά μικρά μουσεία, τα παλιά καζίνο, και βεβαίως – οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, αυτοί που πυροδοτούν τη σταθμομανία του Άουστερλιτς.
Σταθμομανία (Bahnhofmania) βαφτίζει ο Ζακ Άουστερλιτς την ψυχική αναστάτωση που σε καταλαμβάνει στους σταθμούς και σε λοιπά ονειρόσπιτα, όταν ο χώρος όλος μοιάζει με ένα γιγάντιο σκεύος από βενετσιάνικο φυσητό γυαλί – αλλά φανταστείτε έναν ναργιλέ εάν είστε άνθρωπος από την Ανατολή – όπου κοχλάζουν άγνωστα συναισθήματα και απειλούν να σε παρασύρουν σε ό,τι άφησες πίσω ή να σε σφενδονίσουν σε ό,τι άγνωστο σε περιμένει μπροστά, μήπως συχνά δεν είναι το ίδιο πράγμα ό,τι άφησες και ό,τι βρίσκεις, και ίσως πράγματι σ’ έναν σταθμό ή σ’ ένα λιμάνι η όλη αναμονή δεν αφορά στ’ αλήθεια την άφιξη ή την αναχώρηση ενός τρένου ή πλοίου, όσο μια προσμονή εσωτερική που ενεργοποιείται από τις αθέατες συνάψεις του χώρου. Κάπως έτσι η σταθμομανία βαθμιαία κυριεύει τον Ζακ Άουστερλιτς, καθώς τη φιλοδοξία της επιστημονικής εργασίας διαδέχεται μια κρίση ψυχική που εκτονώνεται με άσκοπες νυχτερινές περιπλανήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους αποκαλύπτουν ένα εσωτερικό κέντρο και δη το ερώτημα – ποιος είσαι.
ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΟΝ ΦΡΕΑΡ
Την επομένη της επίσκεψης στο Μεταλλευτικό Μουσείο Μήλου πήρα τον κακοτράχηλο χωματόδρομο που βγάζει στα ερημωμένα Θειωρυχεία του νησιού. Από ψηλά οι λουόμενοι έμοιαζαν με μαύρα σκαθάρια της άμμου κι ένιωσα πως όταν θα τα ’φτανα εκείνα μεμιάς θα χώνονταν στις στοές και στις οπές της γης και στα αλλοτινά ψυχαγωγικά φρεάτια (έτσι ονομάζονταν τα πηγάδια που σκάβονταν στα μεταλλεία για τον εξαερισμό των στοών), κατά τόπους η κατατρύπηση της γης δημιουργεί την εντύπωση μιας φωλιάς και πάντως ενός υπόγειου κόσμου ανθεκτικότερου απ’ όλη την καθημαγμένη μικρή πολιτεία που κατόπιν οργανώθηκε γύρω από την εξόρυξη του θείου· και ίσως ο λόγος που τότε δεν μου φάνηκαν ανθρώπινοι οι λουόμενοι ήταν πως αδιάφοροι σαν έντομα έκαναν τις δικές τους μικροκινήσεις και τελετουργίες στον ίδιο εκείνο τόπο όπου είχαν νοσήσει εκατοντάδες εργάτες, πολλοί φερμένοι από την Ήπειρο και λοιπά μακρινά μέρη, οι οποίοι καταντούσαν ανθρώπινα ερείπια με συνοπτικές διαδικασίες, καθώς καταδύονταν γυμνοί σε βουλιμέντα 15 μέτρων βάθους με τον αέρα μολυσμένο από την καμινεία του μεταλλεύματος (η μέθοδος Σβορώνου δεν εφαρμοζόταν ακόμη) και έπειτα αρρώσταιναν από πνευμονική φυματίωση ελλείψει εξαερισμού και εξαιτίας των συχνών πυρκαγιών του θειωρυχείου. Το χαρακτηριστικό της φυματίωσης είναι η συρρίκνωση του ανθρώπινου σώματος, η πάλη με τον βάκιλλο ξεζουμίζει την ενέργεια του οργανισμού, οδηγώντας στην απίσχνανση και στη σταδιακή εξασθένηση, γι’ αυτο στα ελληνικά ονομάστηκε φθίση, απ’ αυτήν κατέρρεαν οι εργάτες των Θειωρυχείων φτύνοντας αίμα και αποχρεμπτόμενοι πτύελα θειώδη και βγάζοντας την αποφορά του θείου στα πενήντα μέτρα, όλοι αυτοί οι σκελετωμένοι άνθρωποι που εγκαταβιούσαν αρχικά στις σπηλιές των βράχων και στα ορύγματα σαν τρωγλοδύτες, ως τα 1945, οπότε άρχισαν να χτίζονται οι κοιτώνες, λοιπόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν στο ίδιο μέρος όπου σήμερα εναλλακτικοί τουρίστες σαν του λόγου μου βγάζουν φωτογραφίες ανέγγιχτοι άραγε από το σπέρμα της φθίσεως, όμως κάτι συμβαίνει σε τέτοια μέρη και οι φωτογραφίες μας παίρνουν σκοτάδι ανεξαρτήτως του κάλλους του μοντέλου ή των δεξιοτήτων του φωτογράφου, πήραν σκοτάδι οι φωτογραφίες μας στις στοές του Θειωρυχείου, όπως άλλες παίρνουν φως και καίγονται εν ριπή οφθαλμού.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ Η ΜΙΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ
Κατά βάθος όλες οι στιγμές του χρόνου υπάρχουν ταυτόχρονα η μια δίπλα στην άλλη, οπωσδήποτε, όμως θα όφειλε να συμπληρώσει κανείς πως αγνοούμε τα περάσματα και τις γέφυρες και τις κρύπτες για να περνάμε από τη μια στιγμή στην άλλη, και έτσι είμαστε αποκλεισμένοι και επιβιώνουμε όπως όπως εν μέσω του θεόρατου ψεύδους των φαινομένων. Παρόλα αυτά υπάρχουν τρόποι να βλέπεις απ’ τις γρίλιες της εμπειρίας τη μια ή την άλλη μορφή απ’ το παρελθόν παρατακτικά συνδεδεμένη με τις επόμενες και τις προηγούμενες σαν βαγόνια και βαγονέτα και κλινάμαξες που διασχίζουν τον ίδιο χώρο πάνω κάτω, και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως το Άουστερλιτς συνιστά ένα βιβλίο της όρασης και της περιπλάνησης, το ρήμα βλέπω επαναλαμβάνεται σ’ όλο το φάσμα που κυμαίνεται από τη φευγαλέα παρατήρηση ως την παραίσθηση, ο Ζακ Άουστερλιτς βλέπει σπαράγματα του συλλογικού και προσωπικού παρελθόντος, όπως όταν στον σταθμό της Λίβερπουλ ανασύρει εξαίφνης ίχνη του ψυχιατρικού ασύλου που ’χε προϋπάρξει στον ίδιο χώρο, μήπως – αναρωτιέται στο σημείο εκείνο – το κρύο ρεύμα που σε χτυπά στο μέτωπο στις κούρμπες του σταθμού είναι ο απόηχος ενός αποθέματος πόνου που ’χει για πάντα εγκλωβιστεί στους διαδρόμους; Ο Άουστερλιτς βλέπει την παράταξη και συνάμα τη σύγχυση στιγμιοτύπων από περασμένες ιστορικές περιόδους, θραύσματα της ιστορίας του Λονδίνου από το 1930 και το 1880 πέφτουν μαζί σαν χιονονιφάδες και τις νιώθει σαν το παγωμένο φύσημα του αέρα σ’ έναν σταθμό με αλλοιωμένες διαστάσεις, διότι διαστέλλεται κι αυτός μαζί με τον Άουστερλιτς και αλλάζει μορφή, χώρια τους ρόδακες στο δάπεδο και τα παιχνίδια του φωτός που επίσης συνιστούν εφήμερες αισθητηριακές εμπειρίες μιας αφύσικης οπωσδήποτε έντασης, απ’ αυτές που μελετούν τάχα σήμερα οι ειδικοί της αναλυτικής φιλοσοφίας διερωτώμενοι στα λονδρέζικα σεμινάριά τους: τι πράγμα είναι στ’ αλήθεια μια φευγαλέα σκιά και πώς στο καλό την προσλαμβάνω;Θα μπορούσα εδώ να επιχειρηματολογήσω πως η εμπειρία του Ζακ Άουστερλιτς ανακαλεί τη φοβερή σελίδα από τον Πολιτισμό ως πηγή δυστυχίας, όπου ο Φρόιντ συζητά το ενδεχόμενο να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο δύο εκδοχές της Ρώμης, χρονικά απομακρυσμένες. Ως και η φρασεολογία του Φρόιντ συγγενεύει με την αυτοπαρατήρηση του Άουστερλιτς, καθώς εκείνος μας ζητεί να φανταστούμε τη Ρώμη ως ένα ψυχικό ον και μια κατάσταση της ύπαρξης, όπου τίποτε που είχε κάποτε υπάρξει δεν έχει χαθεί, όπου δίπλα στην τελευταία φάση εξέλιξης εξακολουθούν να βρίσκονται και όλες οι προηγούμενες. Για λίγο ο Φρόιντ μοιάζει γοητευμένος απ’ το διανοητικό πείραμα που μας προτείνει – εξετάζει μάλιστα το ενδεχόμενο ο παρατηρητής να χρειαζόταν απλώς να αλλάξει την κατεύθυνση του βλέμματος ή τη θέση του, για να του προσφερθεί η θέα της μιας ή της άλλης στιγμής της Ιστορίας. Όμως φαίνεται πως ο Φρόιντ είναι πρωτίστως επιστήμονας εμπειρικός, διότι καταλήγει πως μια τέτοια υπόθεση εργασίας οδηγεί σε πράγματα αδιανόητα, ακόμη και εξωφρενικά, καθώς η όλη προσπάθεια δεν συνιστά παρά μια σπατάλη χρόνου, κι έτσι ο Φρόιντ φτάνει στην πηγή αλλά νερό δεν πίνει, ενδεχομένως επειδή το νερό αυτό έχει την τρομερή γεύση της τρέλας. Νομίζω πως η αστική περιπλάνηση συντίθεται από διαδοχικές απόπειρες να προκύψουν δυνατότητες που αναπόφευκτα αποτυγχάνουν εκ περιτροπής ή συγχρόνως, κατά βάθος τείνει κανείς περιπλανώμενος σε μια αλήθεια πέρα από τη νευτώνεια φυσική, μια αλήθεια που θα ’θελε να εκκολαφθεί και παλεύει να έρθει στο φως, μόνον που άμα τη γενέσει της διαχέεται στον χώρο σαν ηχώ και χάνεται και ίσως μένει μόνο ένα μειδίαμα να το θαυμάσεις στον αέρα, όπως εκείνο το μετέωρο μειδίαμα του γάτου στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων
του Λιούις Κάρολ. Είναι κανείς εκεί για να συλλέξει τέτοια θραύσματα της περιπλάνησης, ένα είδος ψυχικού μεταλλεύματος που ’ναι πιθανόν οι μόνες πραγματικές αποσκευές μας;
ΘΕΙΑΦΟΚΕΡΑ
Θα ’χα δει και θειαφόκερα σε εκείνο το μικρό μουσείο, λεπτές κλωστές από μπαμπάκι εμβαπτισμένες σε θειάφι, οι οποίες χρησιμοποιούνταν για τη λήψη μιας φλόγας ακόμη και από τα έσχατα απομεινάρια της φωτιάς, ας πούμε από τις στάχτες ενός τζακιού ή ολίγα κάρβουνα, καθώς το θειάφι εκτός από εξαιρετικά τοξικό είναι και ιδιαιτέρως εύφλεκτο, οπότε γύρω απ’ τα νήματα οι παλαιοί άφηναν να πήξει μια κρούστα από θειάφι με αποτέλεσμα εκείνα να μοιάζουν κοκαλωμένα στον αέρα σαν το έργο ενός μαθητευόμενου ταριχευτή, αντικείμενα ασήμαντα καθεαυτά, που γι’ αυτό εύκολα προσπερνάς τη μαγική τους φύση, εάν δεν γνωρίζεις ότι είναι ικανά ν’ αναζωπυρώνουν τη φωτιά σχεδόν απ’ το τίποτα, όπως τώρα, που τα θειαφόκερα ενός ξεθυμασμένου πρωινού στη Μήλο πυροδοτούν τη σκέψη, ή μάλλον την αίσθηση, πως ταυτόχρονα με ό,τι λέμε Ιστορία ρέει και ένας κολοσσιαίος χείμαρρος ελάχιστων πραγμάτων και απειράριθμων ακατάγραπτων συμβάντων, που ’ναι από μόνα τους γυμνά από μνήμη και ανίκανα για μνήμη, ενδεή σε βαθμό απόλυτο και εξωφρενικό, έτσι όπως χάνονται με όλον τον κόσμο ολόγυρα, τόποι και αντικείμενα και πρόσωπα και συμβάντα παροπλισμένα ακαριαία επειδή είμαστε εστιασμένοι στα μεγάλα γεγονότα τα ιστορικά και τα βαρύνοντα, όπως είχαν επισημάνει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και ίσως περισσότερο ακόμη ο φίλος του ο Ζίγκφριντ Κράκαουερ, άραγε ποιος μας έμαθε να ζούμε με γνώμονα τους μεγάλους γδούπους της πολιτικής ή τα αριστουργήματα της αρχαίας Τέχνης, ας πούμε τις Αφροδίτες της Μήλου και τους Θησαυρούς των Σιφνίων, σε σημείο ο καθημερινός αχός κι ο απόηχος της ζωής των πραγμάτων να μας φτάνει σβηστός, λες και δεν διαθέτουμε αυτιά ή μάτια ή συλλογισμούς λεπτούς για να συλλάβουμε τόσες ιστορίες, οι οποίες κάθε στιγμή γλιστρούν πάνω σε αυτόν τον κόσμο που μόνον τρώει την ουρά του. Η αλήθεια είναι πως αυτός ο κόσμος αφοδεύει τον εαυτό του συνεχώς και αναγκαία, όπως ο Θεός των Νεοπλατωνικών και της Καμπάλα και του Γιάκομπ Μπέμε, ένας Θεός που παραδόξως τού ήταν αδύνατο να μην
έχει υπερχειλίσει από κόσμο, αυτό που λέμε δημιουργία είναι μια υπερχείλιση· και ίσως δουλειά του καλλιτέχνη είναι να παρακολουθεί όσο μπορεί τους δυο τους, Θεό και κόσμο, ώσπου δεν μπορεί πια να τους διακρίνει.
Σκέψου τώρα το ενδεχόμενο οι ελάχιστες εικόνες που χάνονται κάθε στιγμή και λησμονείς (μάλλον φέρε μια τέτοια στιγμή ως παράδειγμα, κατάκοπος ένα βράδυ στη Μήλο είχα ποθήσει όσο τίποτα άλλο στον κόσμο να πιώ μια μπίρα της προκοπής και όχι της σειράς, οπότε μπαινόβγαινα σε όλα τα μπαρ ρωτώντας τι μπίρες έχετε και όταν επιτέλους ύστερα από δυο ώρες πεισματικής αναζήτησης τη βρήκα σ’ ένα ωραίο καφενεδάκι, πάνω που ’χα εξαντληθεί απ’ το περπάτημα, τότε το μπουκάλι γλίστρησε το άτιμο απ’ τον δίσκο στο τραπέζι ματαιώνοντας εκκωφαντικά τόση προσμονή, αλλά χαρίζοντάς μας ως όφελος αντισταθμιστικό ένα πανέμορφο επιφώνημα!), λοιπόν υποψιάζομαι ότι τα φευγαλέα συμβάντα δίχως ίχνη συγκροτούν το άγνωστο σώμα της ζωής σε βαθμό κατά πολύ μεγαλύτερο από τα χονδροειδή θραύσματα που περνούν στη μνήμη και στις ειδήσεις και στα γραπτά και στις εργασίες, στην πραγματικότητα σπαράγματα καθημερινότητας εκτινάσσονται κάθε ώρα και λεπτό προς όλες τις κατευθύνσεις με μια υαλώδη έλλαμψη στην οποία θα ταίριαζε, πιστεύω, ο σχολαστικός όρος των Λατίνων fulgor, εφόσον κάτι μεταφυσικό κρύβεται χιλιετίες τώρα στον τρόπο που ’χουν να χάνονται τόσα αντικείμενα και τόποι και στιγμιότυπα, ενώ θα ’πρεπε να υπνώττουν μέσα μας σαν τα θειαφόκερα για τη μεταφορά της φλόγας, ο Προμηθέας είναι ένα τόσο δα κομμάτι από κλωστή.
ΑΠΟΦΕΝΙΑ
Με την κατίσχυση της ψηφιακής φωτογραφίας χάθηκε η τελετουργική ανάδυση των μορφών στο φωτογραφικό χαρτί, η λεγόμενη εμφάνιση. Κάτι από τη διαδικασία της εμφάνισης επιβιώνει πάντα στην εμπειρία της αστικής περιπλάνησης, όταν βλέπεις μορφές ν’ αναδύονται αργά από άγνωστα βάθη και να ’ρχονται προς το μέρος σου αναδεύοντας τα ράκη της μνήμης. Οι περιπλανήσεις του Ζακ Άουστερλιτς σε τόσες ευρωπαϊκές πόλεις συνιστούν κατάστιχα ερεθισμάτων κατά βάση οπτικών και εγκυκλοπαιδικών (διόλου τυχαίες στο βιβλίο τόσες διάσπαρτες λίστες ομοειδών πραγμάτων), τα οποία έχουν μια λειτουργία εφελκυστική ανασύροντας ψυχικά τοπία απ’ τη λήθη, μάλιστα δημιουργούν στον Άουστερλιτς την αίσθηση πως οι νεκροί επιστρέφουν από την απουσία τους – μια ευθεία αναφορά του Ζέμπαλντ στην ένατη θέση για τη φιλοσοφία της ιστορίας του Βάλτερ Μπένγιαμιν, αλλά και στο μοτίβο της Γκραντίβας του Γιένσεν (το οποίο φτάνει ως εμάς μέσα από κείμενα της Αναγέννησης…). Ωραία όλα αυτά σε επίπεδο λογοτεχνίας και θεωρίας! Όμως μοιάζει με ευφημισμό να λες ότι περιπλανώμενος ο Άουστερλιτς εμφανίζει τρόπον τινά φωτογραφίες απ’ το παρελθόν, για να μην πούμε ότι εθελοτυφλείς, διότι εάν θέλουμε να είμαστε ακριβείς οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ο άνθρωπος είναι τρελός, διότι όπως οι τρελοί – εδώ μιλάει ο ίδιος ο Άουστερλιτς – βλέπει κι αυτός παντού μυστικά και σημάδια. Για την ακρίβεια, ο τρόπος που βλέπει ο Άουστερλιτς σαν να ταιριάζει στην κατάσταση που κάποιοι ψυχίατροι περιγράφουν με την υπέροχη λέξη αποφένια (ο όρος είναι του πρωτοπόρου μελετητή της ψύχωσης Κλάους Κόνραντ και προέρχεται από το ελληνικό αποφαίνομαι [δηλαδή: αποκαλύπτω, παρουσιάζω, αλλά και εκδίδω μια απόφαση]), σημειωτέον ο εξίσου ποιητικός ψυχιατρικός όρος παρειδωλία, όταν ο ασθενής ανακαλύπτει – όπως ο Άουστερλιτς – ένα νόημα ή σχέδιο σε διάσπαρτα οπτικά ερεθίσματα, ποιος θα το ’λεγε ότι υπάρχει ποίηση στην ψυχιατρική, άσε που εσχάτως δοκιμάζεται ο όρος κοινωνική παρειδωλία, ο οποίος για παράδειγμα αφορά όσους διαβάζουν βουλωμένο γράμμα όπως άλλοι φτιάχνουν βαπόρια από τα σύννεφα. Θα μπορούσες να απαντήσεις ότι όταν περιπλανιέσαι στην πόλη η όραση είναι αναπόφευκτα μεσολαβημένη απ’ τα πολεοδομικά και λοιπά σχέδια άγνωστων μυαλών, στην πραγματικότητα όλοι περπατάμε τις σκέψεις και τους αυτοσχεδιασμούς και τις εμπνεύσεις άλλων ανθρώπων και όχι έναν χώρο φυσικό, οπότε η όραση αλλοιώνεται ούτως ή άλλως απ’ τη γενική αμφισημία· άσε που τυχόν ερεθίσματα διαθλώνται περαιτέρω από τις χωρικές συνθήκες, οι οποίες ό,τι σου εμφανίζουν στο παραμορφώνουν κιόλας, είτε πρόκειται για τη συσκότιση που αναδεικνύει τα ζώα στο νυχτόραμα που επισκέπτεται ο Ζακ Άουστερλιτς στον ζωολογικό κήπο της Αμβέρσας, είτε για την ανάμνηση των φωτισμένων Άλπεων σε σμίκρυνση που ’χε δει παιδί μέσα από τη συσκευή που ονομαζόταν διόραμα
(αγαπημένη και του Βάλτερ Μπένγιαμιν), όμως πιο χαρακτηριστές ακόμη είναι οι νυχτερινές περιπλανήσεις του Άουστερλιτς στο Λονδίνο, όπου συναντά ομιχλώδεις μορφές μειωμένης σωματικής υπόστασης, όπως το θέτει, παρατήρηση που υποδηλώνει μια ανησυχαστική αποσύνδεση από τον κόσμο ― αν και διαβάζοντας σήμερα το βιβλίο αισθάνεσαι ότι, στα εικοσιπέντε σχεδόν χρόνια που μεσολάβησαν από την έκδοσή του, μάλλον ο δικός μας κόσμος έχει εισέλθει ανεπιστρεπτί σε φάση μειωμένης πραγματικότητας και όχι του Ζακ Άουστερλιτς, έτσι όπως ψηφιακοί χώροι καταπίνουν τους φυσικούς και βρισκόμαστε σ’ έναν πόλεμο με την απτή πραγματικότητα που βαίνει ταχέως προς την απο-υλικοποίησή της, ώστε σήμερα οι περιπλανήσεις του Ζακ Άουστερλιτς μοιάζουν λιγότερο παραισθησιακές απ’ όσο ίσως τις ήθελε ο Ζέμπαλντ, χώρια που απολήγουν σ’ ένα είδος μερικής ανακατάληψης του παρελθόντος και επίγνωσης του εαυτού που και χιμαιρικό να το πεις, τουλάχιστον συνιστά ένα βίωμα πιο συμπαγές και πιο πραγματικό, νομίζω, από τη συνεχή αναδιάταξη συμβόλων και αλγορίθμων που εκτοπίζει τον φυσικό κόσμο και σε λίγα χρόνια θα ’χει υπονομεύσει πλήρως τις παραδοσιακές εκδοχές του χώρου, του χρόνου και του σώματος (εκτός και αν τέτοιες λέξεις επιτέλους αποβάλλουν κάθε ίχνος από το κλασικό τους περιεχόμενο). Συνεπώς, πάλι καλά που ο Άουστερλιτς είναι τρελός με τον τρόπο που είναι, διότι μπορεί να διαλύονταν πολύ χειρότερα εάν δεν έμπαινε στο παιχνίδι της αναμνημόνευσης μέσω της περιπλάνησης· ό,τι είναι η αντίσταση του αέρα για το περιστέρι είναι η πάλη με τη λησμονιά για ανθρώπους σαν τον Άουστερλιτς, τους επιτρέπει να πετούν, γενικώς ένας καλός λόγος να περιπλανιέσαι είναι ότι θα θυμηθείς και ότι θυμάσαι προχωρώντας. Ας είμαστε ευτυχείς που ακόμη η παραίσθηση αποκαλύπτει ένα κάποιο παρελθόν και που η ασθένεια σου προσφέρει πότε πότε κάτι σαν γνώση και έτσι σε σώζει από τις πολύ χειρότερες αρρώστιες.
ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΤΟΥ ΕΜΠΡΟΣΘΟΒΑΡΟΥΣ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Εδώ παρατηρεί κανείς το εξής φαινόμενο – σπαράγματα μνήμης εκτοξεύονται από το παρελθόν στο βαθύ μέλλον κι εκεί μας περιμένουν να τα θυμηθούμε· επομένως, η άσκηση της αναμνημόνευσης προϋποθέτει ασφαλώς το βίωμα, αλλιώς τι θα ’χες να θυμηθείς, όμως το βίωμα αποκαλύπτεται μόνον εφόσον εσύ το πετύχεις αργότερα, λες και σε περιμένει στη γωνία, ώστε θα ’λεγες πως το παρελθόν μ’ έναν τρόπο προηγείται πάντα και προσπερνά το παρόν, εάν είναι ποτέ δυνατόν τέτοιο πράγμα – σκέφτηκα πολύ, πώς θα μπορούσε να ονομαστεί αυτό το φαινόμενο, κατέληξα να το πω το παράδοξο του εμπροσθοβαρούς παρελθόντος, εφόσον το νόημα είναι πως ό,τι έχει συμβεί προηγείται αναγκαία της μελλοντικής ανάκλησής του εκ μέρους μας (εάν βεβαίως υποθέσουμε ότι πρόκειται για ανάκληση και όχι για την αναδημιουργία του παρελθόντος), επομένως ό,τι έχουμε ζήσει βρίσκεται μπροστά μας και επ’ ουδενί δεν το έχουμε αφήσει στ’ αλήθεια πίσω, το παρελθόν τρόπον τινά συνιστά μέλλον, ή για το θέσουμε αλλιώς – το μεν παρελθόν συγκροτείται ως μέλλον, το δε μέλλον συνιστά μια εκδοχή του παρελθόντος. Αυτό, καλό είναι να το ’χουν υπόψη όσοι κοιτούν μπροστά.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Αλλά οι άνθρωποι γύρω μου αποστρέφονται τη νοσταλγία και δικαίως. Τέτοια είναι η γενική επιτάχυνση που τη σιχτιρίζουν τη νοσταλγία σαν το κλαδί που μπλέκεται στις ακτίνες του ποδηλάτου και απειλεί να σε ρίξει κάτω. Προσεχώς, λένε, ο φυσικός χώρος και το σώμα των ανθρώπων θα ’ναι δευτερεύουσας σημασίας, χώρος και σώμα θα διαστέλλονται αυτόματα με ψηφιακά και τεχνητά μέσα και αυτή θα ’ναι η ληξιαρχική πράξη θανάτου της νοσταλγίας, ούτως ή άλλως μόνο ασύμφορες ερωτήσεις φέρνει στο φως η νοσταλγία και μας καθυστερεί τώρα που σχεδόν επιβάλλεται η επείγουσα διαφυγή σε κόσμους εκτός φυσικής πραγματικότητας, λοιπόν, πόσο ανόητος θα μοιάζει σε λίγα χρόνια ο Ζακ Άουστερλιτς, ο οποίος νοστάλγησε και αναζήτησε την αλήθεια του εαυτού σε ό,τι είχε όντως ζήσει, ας ελπίσουμε ότι οι φιλόλογοι του μέλλοντος – ποτέ δεν ξέρεις – θ’ ανακαλύψουν στον Άουστερλιτς έναν σαλό της εποχής μας και ίσως καταφέρουν με τις κατάλληλες ερμηνευτικές ασκήσεις να συγκινήσουν κάποιον φοιτητή ιστορίας, απ’ αυτούς που με μπλαζέ ύφος θα μελετούν την κατάσταση του ανθρώπινου είδους γύρω στα 2000, και πάλι καλά δηλαδή· άραγε, σε διακόσια χρόνια θα μπορεί ένας νέος άνθρωπος να διαβάσει το Άουστερλιτς δίχως τη φιλοδοξία της ακαδημαϊκής εργασίας και ανέλιξης; Ήδη, στα 2024, και χωρίς να ’χουμε ακόμη απομακρυνθεί από τον κόσμο του Ζακ Άουστερλιτς, βρίσκουμε κάπως ανοίκεια τη νοσταλγία του – τουλάχιστον εμείς οι νέοι – και μάλλον υπερβολική την εμμονή του με το παρελθόν, αν όχι κουραστική· και τούτη η εντύπωσή μας έχει τη σημασία της, διότι δεν είναι παρά σύμπτωμα μιας εποχής υπερ-νεωτερικής – ή πώς αλλιώς τη λένε οι βερμπαλιστές φιλόσοφοι – εφόσον η νοσταλγία υπήρξε, κάποτε, η κατεξοχήν ασθένεια της νεωτερικότητας, ενώ σήμερα ζούμε τον θάνατο της νοσταλγίας, μάλιστα η λέξη νοσταλγία είναι ψευδο-ελληνική, η θεσπέσια εκδοχή του ατόφιου γερμανικού Heimweh, που θα πει: το άλγος απ’ την απουσία της εστίας, γαλλιστί maladie du pays, φαινόμενο το οποίο κατέγραψε γύρω στα 1688 – επομένως, την εποχή του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού – ο Ελβετός γιατρός Γιοχάνες Χόφερ, ο οποίος παρατηρούσε τους τσακισμένους στρατιώτες να υποφέρουν από ένα αόριστο πένθος για κάποια χαμένη εστία ή πατρίδα ή φωλιά ακόμη κι όταν είχαν επιστρέψει, οι πιο προηγμένες θεραπείες αποτύγχαναν η μια μετά την άλλη, ας πούμε το όπιο, οι βδέλλες και οι εξορμήσεις στις Άλπεις, λες και εκείνο το ανεξήγητο πένθος – απ’ το οποίο εμείς έχουμε σχεδόν ολοκληρωτικά απαλλαγεί – φανέρωνε στους Ελβετούς πολεμιστές μια σκιά πέρα από τον χρόνο, μια Σειρήνα που τους υποσχόταν κάποια άφταστη αλήθεια πέρα από την εστία ή το παρόν, σε σημείο που το στοίχειωμα εκείνο, η πάλαι ποτέ νοσταλγία, τους κατάτρωγε την ψυχή σαν τη χειρότερη ερωτική εμμονή.
ΣΑΡΑΚΗΝΙΚΟ
Καθώς νοερά γυρνώ στο λησμονημένο ταξίδι μου στη Μήλο θυμάμαι μια μεσόκοπη ηθοποιό που έμενε στα ίδια δωμάτια στον Αδάμαντα και έπαιρνε κι αυτή το πρωινό της πολύ αργά, όταν οι τουρίστες είχαν ήδη εξορμήσει στις απόκοσμες παραλίες της Μήλου φορώντας γερμανικά σανδάλια και ψηλές κάλτσες – λοιπόν ήταν καλοκαίρι και όχι χειμώνας! Η ηθοποιός είχε επισκεφθεί το νησί για δυο τρεις παραστάσεις κάποιου κουρασμένου μονόλογου απ’ αυτούς που περιοδεύουν στην επαρχία για δεκαετίες και γελάς με τις αφίσες, όμως από τη στάση του σώματος δεν φαινόταν ν’ αναπολεί τις καλύτερες μέρες που πιθανότατα θα ’χε δει, ως γνωστόν οι ηθοποιοί είναι όντα δίχως παρελθόν ή μέλλον, εν πάση περιπτώσει η γυναίκα σ’ εκείνη την αίθουσα του πρωινού απ’ όπου όλοι βιάζονταν να φύγουν έμοιαζε να έχει την αξιοπρέπεια και την ηρεμία ενός ηλικιωμένου σκοπευτή. Γενικώς, ο άνθρωπος σκάβει και καμινεύει το παρελθόν, ώσπου αρρωσταίνει απ’ αυτό το ανόητο πάθος, θα ’χα σκεφτεί εκείνο το πρωινό βγαίνοντας στον ανηλεή ήλιο του Αυγούστου, ρωτώντας ανυπόμονος, ως συνήθως, πώς πάμε στο Σαρακήνικο, καλύτερα να μην θυμάσαι με ένταση και όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς ας βγεις τουλάχιστον σ’ ένα ξέφωτο δημόσιας μνήμης, όπως συνέβη στον Ζακ Άουστερλιτς που ενθυμούμενος την ηθοποιό μητέρα του πέφτει εντέλει πάνω στη μοίρα του εβραϊκού λαού, λες και τον έβγαλε εκεί κάποιο τούνελ σκαμμένο από άλλους ειδικά γι’ αυτόν, οπότε θαυμάζουμε τον Ζέμπαλντ λίγο παραπάνω που έτσι πλέκει την προσωπική μνήμη με τη συλλογική, εν αντιθέσει με άλλους σαν του λόγου μας που δύσκολα βλέπουν την αναμνημόνευση να εκβάλλει σε ο,τιδήποτε συλλογικό κι έτσι όλη η περιπλάνηση μοιάζει μόνο εσωστρεφής και αλύτρωτη εξ ορισμού, όλα είναι τόσο πιο δύσκολα όταν επιστρέφεις στο παρελθόν έξω από ομάδες και έθνη και συλλογικότητες και οπωσδήποτε αυτή δεν είναι η περίπτωση του σοφού Ζέμπαλντ.
Μπορούμε να δείξουμε πόσο βαριά ρίχνει ο Εβραίος Μπένγιαμιν τη σκιά του στον Γερμανό Ζέμπαλντ (παράξενο, ένας καθαρόαιμος Γερμανός να έχει τόσο εβραϊκές ανησυχίες, σημαίνει ίσως πως είναι μόνον ανθρώπινες κατά βάθος), υφίσταται ωστόσο η κρίσιμη διαφορά, πως ο Μπένγιαμιν ουδέποτε παραιτήθηκε από την προοπτική να λυτρώσει ως και την πιο ασήμαντη στιγμή που βιώθηκε σ’ αυτόν τον κατακερματισμένο και στερημένο κόσμο, τίποτα δεν πρέπει να πάει χαμένο, ενώ ο Ζέμπαλντ θα ’θελε μεν κι αυτός τη γενική λύτρωση και αποκατάσταση και την επανόρθωση κάθε ελάχιστης στιγμής, εφόσον γράφει για χάρη μιας ανώτερης εκδοχής της μνήμης και αναγνωρίζει τη σημασία της για όποιον θέλει να λέγεται άνθρωπος και καλλιτέχνης, ωστόσο γνωρίζει καλά ο Ζέμπαλντ – εν αντιθέσει με τον Μπένγιαμιν – ότι μένει απρόσιτος ο σκληρός πυρήνας των πραγμάτων που μόνον χάνονται, τυχόν φανερώσεις στα ονειρόσπιτα και ελλάμψεις καθ’ οδόν είναι απομερισμένα τρίμματα της καρδιάς των όντων που ’χουν αξία αλλά και φέρνουν μοναξιά και το όλο εγχείρημα να εισχωρήσεις στο άβατο απ’ όπου κατάγονται γειτνιάζει στην τρέλα. Για να το πούμε αλλιώς, η διαφορά μεταξύ του Μπένγιαμιν και του Ζέμπαλντ είναι εντέλει αυτή μεταξύ του Εβραίου μυστικιστή που προσπερνά τον Καντ για να παρέμβει στα πράγματα καθαυτά (ίσως μέσω της εβραϊκής έννοιας του Tikkun που μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή) και του Γερμανού ρομαντικού που απλώς τού ’ναι αδύνατον να αγνοήσει τα όρια του λόγου και της εμπειρίας, παρά τη ροπή να τα διαβεί! Νιώθω πως με χωρίζει απ’ όλα τα αντικείμενα και τα συμβάντα και τους τόπους του παρελθόντος μια ημιπερατή μεμβράνη που ’χει κάτι σεληνιακό σαν τους βράχους στο Σαρακήνικο, ώστε σαν να μου δίνουν μεν το χέρι – τα αντικείμενα και τα συμβάντα και οι τόποι – για να με τραβήξουν μεμιάς στον κόσμο τους, που ’ναι η αληθινή πατρίδα, ωστόσο μόλις κάνω να τους δώσω το χέρι εκείνα οπισθοχωρούν και χάνονται σ’ ένα νεφέλωμα που σκοτεινιάζει ξανά, ίσως ο κόσμος αφεαυτού είναι πορώδης πολλαχώς σε σημείο που καθίσταται αδύνατη η χάραξη μιας σαφούς πορείας ή η δημιουργία ασφαλών συνδέσμων, μόνον αιφνίδιες προσεγγίσεις καθίστανται εφικτές κι αυτές συνήθως από τύχη.
ΜΠΟΥΝΚΕΡ
Τελευταία μέρα στη Μήλο εν αναμονή του πλοίου της γραμμής περιπλανήθηκα στο γερμανικό καταφύγιο του Αδάμαντα, σ’ αυτό το τεράστιο κοχύλι όλο γάγγλια και έλικες που ξέβρασε η Ιστορία και πλέον λειτουργεί ως ιδιαιτέρως ατμοσφαιρική αίθουσα τέχνης και πολιτισμού, η ροπή των ανθρώπων στην επανάχρηση είναι εξωφρενική όσο το σκέφτομαι, πώς στον ίδιο χώρο μεταβαίνουν από το Κακό στο Καλό και από την οχύρωση στην επανάχρηση, αναλόγως τη συγκυρία και τις ανάγκες, μαγική η ικανότητα που ανέπτυξαν οι άνθρωποι μέσα στις χιλιετίες ν’ αναβαπτίζουν τόπους, πρόσωπα και πράγματα! Εκ πρώτης οι στοές του μπούνκερ ήταν άδειες και έμοιαζαν στερημένες από οποιοδήποτε περιεχόμενο και τα έργα κάποιας έκθεσης φωτογραφίας κρέμονταν σαν αδιάφορα εικονίσματα στους τοίχους λες και τα ’χαν σμικρύνει για κάποιον λόγο ενώ το υπόσκαφο οχυρό ενισχυόταν όσο περνούσα την ώρα μου εντός του, δυνάμωνε η αίσθηση ενός κενού που έμοιαζε με προεόρτιο ή μεθεόρτιο ενός πολέμου, ή μιας γιορτής, και αναρωτήθηκα πόσο να ’χα προχωρήσει κάτω από τη γη, ή ακόμη βρισκόμουν στο όριο του εδάφους, πάντως το φως του θέρους έμοιαζε εντελώς αποκλεισμένο από αυτό το κτίσμα που ’ταν τακτοποιημένο και πεντακάθαρο με τρόπο υπέρ το δέον γερμανικό, δηλαδή ανησυχαστικό σχεδόν, οπότε για διαφυγή ανέσυρα από μια άκρη του μυαλού, όσο έκανα κύκλους μέσα στο μπούνκερ, εκείνη την ουτοπική πόλη για την οποία είχα διαβάσει σ’ ένα παλιό απόκομμα εφημερίδας, πως χτίστηκε στον Αμαζόνιο ή στις ζούγκλες της Ινδίας με τη μορφή σπειροειδούς νεφελώματος και την έλεγαν Αουροβίλ. Όταν βγήκα στον ντόκο του Αδάμαντα πόνεσαν τα μάτια μου από τον ήλιο. Σαν να μου ’χαν λείψει οι άνθρωποι βρέθηκα να τους κάνω χάζι, πράγμα που μου συμβαίνει σπάνια, γενικώς κοιτώ κατασκευές και αντικείμενα και σπανίως χαζεύω τους ανθρώπους, έκπληκτος τότε συνειδητοποίησα πως ανέκαθεν σε λιμάνια, αεροδρόμια και σταθμούς έβρισκα ιδιαιτέρως γοητευτικούς όσους περιμένουν την άφιξη του εκλεκτού ταξιδιώτη τους με μια προσμονή τόσο συγκινητικά ταπεινή, ώστε φαίνεται να ταιριάζει περισσότερο σε κάποιο άλλο είδος, ας πούμε στον σκύλο, εννοώ ανθρώπους μέσα στην ανωνυμία που σαν να ’χουν περιπέσει σε κατάσταση μερικής παράλυσης, μπορεί να σου συμβεί απ’ την παρατεταμένη αναμονή, αποκαρωμένοι έμοιαζαν οι άνθρωποι που περίμεναν στον ντόκο, λες κι είχαν εισχωρήσει σε μια ζώνη απαγορευμένη σ’ όλους τους άλλους, που κοιτούσαν τις δουλειές τους και στροβιλίζονταν σε ανούσιες δίνες κάθε λογής, οι ταξιδιώτες, οι λιμενικές αρχές, και ασφαλώς οι παρατηρητές τους.