Καλοκαίρι 2010, δίπλα στη θάλασσα, με ένα βιβλίο στα χέρια μου. Είναι το Αίσθημα ιλλίγγου, του B.Γκ. Ζέμπαλντ.
Προτιμούσε να τον φωνάζουν Μαξ, από το Μαξιμίλιαν, το τρίτο του όνομα.
Αρχίζω την ανάγνωση. Η ομορφιά της γλώσσας με συνεπαίρνει για πολλοστή φορά – έχω ήδη διαβάσει κάποια από τα βιβλία του – το κείμενο κυλάει, κυλάει και με αγκαλιάζει παρηγορητικά, όπως η ατμόσφαιρα προστατεύει τη γη από το παγωμένο σύμπαν.
Και τότε μου έρχεται η ιδέα ενός ταξιδιού στη Βόρεια Ιταλία για να αναζητήσω το διαβατήριο που έχασε, στις τρεις Αυγούστου του 1987, στο Lago di Garda, στο Limone, όπου εκείνος αναζητούσε το αίσθημα ιλίγγου. Όπως το αναζήτησαν εκεί και ο Σταντάλ και ο Κάφκα.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά καταφθάνω στο ξενοδοχείο Sole. Η Luciana, η ιδιοκτήτρια, δεν θυμάται ακριβώς σε ποιο δωμάτιο έμενε, σίγουρα έβλεπε τη λίμνη, όπως το δικό μου, θυμάται όμως σε ποιο τραπέζι καθόταν και έγραφε, για ώρες, με έναν καφέ δίπλα του, ζητώντας της ευγενικά, πότε πότε, λίγο φρυγανισμένο ψωμί.
Από ενστικτώδη συστολή και συναίσθηση των μεγεθών διαλέγω ένα τραπέζι στην αντίθετη πλευρά, όπου, στη διάρκεια της σύντομης παραμονής μου, απολαμβάνω έναν καφέ το πρωί και έναν το απόγευμα, σημειώνοντας σε ένα μπλοκάκι με ρίγες – άρεσαν και στον Ζέμπαλντ αυτά τα μπλοκάκια – τις πληροφορίες που συλλέγω.
Συνεχίζω το ταξίδι μου, κατηφορίζοντας τη χερσόνησο. Η μοναξιά μου γεμίζει από την ομορφιά του Βένετο, της Τοσκάνης και του Λάτσιο και πνίγω τη γλυκιά μελαγχολία που με πλημμυρίζει σε ένα ποτήρι κρασί, που συνοδεύει μια διαφορετική μακαρονάδα κάθε βράδι. Κάποτε, όμως, οι μακαρονάδες τελειώνουν και επιστρέφω στην κανονική ζωή, αποφασισμένη να δοκιμάσω την τύχη μου στο χώρο της γραφής.
Το 2014 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν Το απολεσθέν διαβατήριο του Ζέμπαλντ.
Είναι το πρώτο μου βιβλίο! Το βρίσκω όμορφο, στην όψη! Καλό; Δεν ξέρω. Θα μάθω, ίσως. Ίσως και όχι.
Το έγραψα με αφορμή τον Ζέμπαλντ. Και χαίρομαι γι’ αυτό.
Η λογοτεχνία προσπαθεί να μας μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο, πέρα από τον καθημερινό, κοινό. Οι λέξεις μεταφέρουν συγκινήσεις, ιδέες, γνώσεις, αόρατα νήματα που ενώνουν τους ανθρώπους ή τους χωρίζουν.
Αλλά πώς γίνεται τα κείμενα να δημιουργούν, μερικές φορές, στον αναγνώστη και αισθήματα για ένα άγνωστο πλάσμα;
Πώς γίνεται να έχω, όχι μόνο θαυμασμό γι’ αυτόν τον σημαντικό συγγραφέα και ερευνητή, αλλά και αισθήματα για έναν άνθρωπο που δεν γνώρισα ποτέ; Μοιάζει να τον ήξερα από πάντα, να τον είχα χάσει για χρόνια και να τον έψαχνα απελπισμένα. Σαν να είχα υπάρξει μέρος της μοναξιάς του, της μελαγχολίας του και της θαμπής του ελπίδας.
Μου έχει ήδη συμβεί αυτό, με τον παππού μου, να αισθάνομαι όχι μόνο θαυμασμό για τις προοδευτικές του ιδέες και τα φιλάνθρωπα αισθήματά του, αλλά και αγάπη που υπαγορεύτηκε από τις αφηγήσεις των άλλων. Των άλλων που είχαν μιλήσει μαζί του, που τον είχαν αγκαλιάσει.
Αλλά για τον Ζέμπαλντ;
Σαν να πέρασαν κλεφτά τα συναισθήματα από τις χαραμάδες που αφήνουν οι λέξεις ανάμεσά τους, όπως περνάει το φως το απομεσήμερο του καλοκαιριού από τα γερμένα παραθυρόφυλλα, για να κεντήσει σχέδια στον τοίχο, να φτερουγίσει στα ματόφυλλα αυτού που ξεκουράζεται στο δωμάτιο και να του φέρει όνειρα.
Στον Ζέμπαλντ το φως απορροφάται από το λευκό μουστάκι, δεν απλώνεται στο πρόσωπο και κυρίως αποφεύγει το βαρύ, μελαγχολικό του βλέμμα. Το βλέμμα, που κρύβει μέσα του τον φόβο της λήθης και την αγωνία για τη διαφύλαξη της μνήμης, καθώς διατρέχει αυτά, τα σιωπηλά κείμενα, όπως τα χαρακτηρίζει η Σούζαν Σόνταγκ.
Στα βιβλία του ο Ζέμπαλντ μιλάει
μέσα από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του –που δεν ταράζουν, μόνο φανερώνουν το ίχνος του τραύματος– και βλέπει από τα ανοίγματα, ανάμεσα στις λέξεις.
Δεν ανήκω στους sebaldians, των οποίων την ύπαρξη αγνοούσα, αν και η έκθεση αυτής της ομάδας καλλιτεχνών έγινε στην Tate Modern το 2006. Ανήκω όμως στους εικαστικούς που θέλουν να οικειοποιηθούν τον Ζέμπαλντ. Είναι δικός μας, είναι ένας εικαστικός ερευνητής. Μια εκλεκτική συγγένεια μας συνδέει μαζί του. Το σημείο όρασης, η σκόνη, το φως, ο ρυθμός, η έμμεση δήλωση.
Ένα αγρίμι είναι ο άνθρωπος, τυλιγμένο σε βαθιά θλίψη, σ΄ένα μαύρο πανοφόρι με μαύρη γούνινη επένδυση, λέει, διά του Στέλερ στο Εκ του φυσικού (σ. 63, Άγρα 2009, μτφρ. Γιάννη Καλιφατίδη).
Μήπως κρύωνες, Μαξ, όταν έγραφες αυτές τις γραμμές; Τι κρίμα να μην είμαι δίπλα σου να σε σκεπάσω με κάτι ζεστό, να σου πω πως δεν θα σε ξεχάσουν ποτέ όλοι αυτοί στους οποίους έχουν «πιάσει» τα γητέματά σου.
Τι κρίμα να μη συμπέσουμε! Πήγα στο Νόριτς της Ανατολικής Αγγλίας το 1975, όπου ήδη κατοικούσες πέντε χρόνια, αλλά δεν με περίμενες στο σταθμό! Δεν υποψιαζόμουν την ύπαρξή σου, πόσο μάλλον εσύ, τη δική μου.
Πήγα στο Λιμόνε, είχες ήδη περάσει από εκεί!
Είτε συναντηθήκαμε μαζί του είτε όχι υπάρχει συχνά, εκεί έξω, κάποιος που αυτό που σκέφτηκε ή έγραψε, ο τρόπος που υπηρέτησε μια τέχνη ή ο τρόπος που έζησε, μας τυλίγει παρηγορητικά, σαν ζεστή, μαλακιά κουβέρτα. Και θα θέλαμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο γι’ αυτόν, για ό,τι μας χάρισε, αν βρισκόταν δίπλα μας. Να τον φροντίσουμε, να τον ζεστάνουμε.