Κι αυτό που απομένει το καταστρέφει η μνήμη: είναι η προμετωπίδα από το εικονογραφημένο αφήγημα με τίτλο «Δρ Χένρι Σέλγουιν» από το βιβλίο του Ζέμπαλντ Οι Ξεριζωμένοι των εκδόσεων Άγρα σε μετάφραση του Γιάννη Καλλιφατίδη.
Έδωσα την παραπάνω φράση στον image creator του bing και ζήτησα να μου φτιάξει μια εικόνα. Μου έδωσε την παρακάτω.
Απομόνωσα την λέξη μνήμη από την φράση του Ζέμπαλντ και ζήτησα ξανά μια εικόνα. Μου έδωσε τέσσερις παραλλαγές αυτής της φωτογραφίας.
Δεν μένω στην απογοητευτική για το γούστο μου αισθητική των δύο εικόνων, θα σταθώ μόνο επιφανειακά στα ερωτήματα της στιγμής:
Αν είναι η τεχνητή νοημοσύνη ο μελλοντικός αρχειοφύλακας της μνήμης του πολιτισμού μας, της μνήμης μας, γιατί αποποιείται αυτόν τον ρόλο της και επιλέγει να συμβολίσει τη μνήμη μ’ ένα βιβλίο; Δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι για τούτη την μετάβαση;
Θα μπορούσε το εικονιζόμενο βιβλίο-μνήμη να γράφει το όνομα του Ζέμπαλντ απέξω; Αυτά τα γυαλιά, αυτό το στιλό θα μπορούσαν να ήταν δικά του; Καταστρέφει, κατά Ζέμπαλντ, η μνήμη ό,τι απομένει, αλλά τη μνήμη ποιος είναι αυτός που την καταστρέφει και τι άραγε απομένει από αυτήν όταν η ίδια της καταστραφεί;
Τι θα μας έχει απομείνει όταν η σημερινή τεχνητή νοημοσύνη, που ακόμη συνδέει την έννοια της μνήμης μ’ ένα βιβλίο, δώσει την θέση της στην πιο εξελιγμένη της μορφή; Θα εξακολουθεί τότε η μνήμη να αποτελεί αξία, προκειμένου κάποια νοημοσύνη κάποιου να επιδιώξει να την φυλάξει και την κρίσιμη στιγμή να την κληροδοτήσει στους επόμενους; Θα υπάρχουν άραγε επόμενοι; Πληκτρολογώ την λέξη, παίρνω την παρακάτω εικόνα.
Μου έρχεται στο μυαλό η προμετωπίδα από το δεύτερο αφήγημα με τίτλο «Πάουλ Μπεράιτερ», στο ίδιο πάντα βιβλίο: Υπάρχουν νέφη αδιαπέραστα από το μάτι.
Από ψυχαναγκαστική εμμονή, ανάμεικτη με περιέργεια, ξεφυλλίζω ως την σελίδα 77 για να δω την προμετωπίδα και του επόμενου αφηγήματος με τίτλο «Άμπροζ Άντελβαρτ»: My field of corn is but a crop of tears.
Μου μένει η τελευταία, από το αφήγημα «Μαξ Φέρμπερ» στην σελίδα 169: Και μες στο σούρουπο χυμούν ν’ αρπάξουν την ζωή.
Συνεχίζω το ξεφύλλισμα από την 169, σταματώ στην πρώτη φωτογραφία του Ζέμπαλντ πάνω στην οποία πέφτω (σ. 177). Την συγκρίνω με τις φωτογραφίες που μου έφτιαξε το bing. Σκέφτομαι πως μάλλον έχουμε ακόμη κάποιον δρόμο, πως έχουμε ακόμη κάποιον χρόνο, μια ευκαιρία να προλάβουμε να μιλήσουμε στους επόμενους για τη μνήμη που καταστρέφει και καταστρέφεται, για τα νέφη τ’ αδιαπέραστα πάνω από τα καλαμποκοχώραφα και γι’ αυτούς που θέλουν ν’ αρπάξουν την ζωή μας το σούρουπο.