Η φλεγόμενη πολιτεία του Άλμπρεχτ Αλντόρφερ

«στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης / στη Βιένη εκτίθεται ένας πίνακας του Αλτντόρφερ, / απεικονίζοντας τον Λωτ / με τις θυγατέρες του. Στον ορίζοντα / μαίνεται μια φοβερή πυρκαγιά / καταβροχθίζοντας μια ολόκληρη πολιτεία»
«στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης / στη Βιένη εκτίθεται ένας πίνακας του Αλτντόρφερ, / απεικονίζοντας τον Λωτ / με τις θυγατέρες του. Στον ορίζοντα / μαίνεται μια φοβερή πυρκαγιά / καταβροχθίζοντας μια ολόκληρη πολιτεία»



Γιούκιο Μισίμα (Τόκιο, 1925-1970), Ιάπωνας συγγραφέας υποψήφιος τρεις φορές για το βραβείο Νομπέλ. Θεωρείται από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Αφού απέδωσε το τελευταίο έργο του Εκπεσών Άγγελος, αυτοκτόνησε με τη μέθοδο χαρακίρι. Το τέλος του Γιούκιο Μισίμα, η τελετουργική δημόσια αυτοκτονία του κάνοντας χαρακίρι μαζί με τον εραστή του, τον όμορφο νεαρό Μασακάτσου Μορίτα, έμελλε να επηρεάσει, ενδεχομένως και να συσκοτίσει, όλο του το έργο.

Alfred Korzybski (Βαρσοβία, 1879-1950), Πολωνός επιστήμονας, μηχανικός, ερευνητής στο πεδίο που αφορά στην επιστήμη του ανθρώπου, ασχολήθηκε φέρνοντας στο φως αιρετικά συμπεράσματα ως προς τη σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον του και πώς αυτή αποτυπώνεται στο νευρικό του σύστημα κι όλα αυτά προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολή του να βοηθήσει τον άνθρωπο να προσλάβει, να ερμηνεύσει, να τροποποιήσει διαφορετικά την αντίληψη μέσω της οποίας κατανοεί τον εαυτό του.

«Πολύ πριν έρθει εκείνη η εποχή, ο πόνος είχε ήδη εισβάλλει στους πίνακες»
W. G. Sebald, Εκ του φυσικού, σ. 15.




Ο φόβος δεν ζει ούτε εδώ ούτε εκεί, ζει ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, ζει στον ενδιάμεσο τόπο, ανάμεσα σε αυτό που σε πονά και σ’ αυτό που περιμένεις ότι θα σε πονέσει. Ο χρόνος παρατείνεται, ο χρόνος, επιταχύνεται, ο τροχός της μοίρας παίρνει ανάστροφη φορά. Ο πόνος μέσα από τον φόβο είναι αυτό που παρατηρεί ο ποιητής εκ του ασφαλούς, εκ του φυσικού μέσα από ένα τοπίο, από το ξέφωτο ενός πυκνού δάσους, την πόλη που φλέγεται, τη μάχη που μαίνεται, την καταιγίδα που ξεσπά, τον Ίκαρο που πέφτει στη θάλασσα.

Λένε ότι αν θέλεις να γνωρίσεις πραγματικά ένα δέντρο πρέπει να σκαρφαλώσεις επάνω του, να το αγγίξεις, να καθίσεις στα κλαδιά του, ν’ ακούσεις τον άνεμο να παίζει ανάμεσα στα φύλλα του. Αυτή μοιάζει να είναι και η σχέση του Ζέμπαλντ με σπουδαία έργα τέχνης που ενσωματώνει με διακειμενική διάθεση στο ποιητικό έργο του. Σκαρφαλώνει στον πίνακα, τον αγγίζει, μπαίνει στη ζωγραφιά του, τρυπώνει μέσα στο τοπίο του και χάνεται οικειοθελώς, ακολουθώντας σαν υπνωτισμένο λαγωνικό την οσμή του δάσους.

«Δεν ζωγραφίζω αυτό που κοιτάζω, αλλά αυτό που με κοιτάζει», είχε πει χαρακτηριστικά η ζωγράφος Φρανσουάζ Ζιλό, και στην περίπτωση του ποιητή βλέπουμε μια ανάλογη αντιστοιχία, να μην γράφει γι’ αυτό που κοιτάζει, αλλά γι’ αυτό που τον κοιτάζει, ακολουθώντας διαισθητικά ένα δικό του σμήνος σκοτεινών αγγέλων που τον οδηγούν σ’ ένα λυκόφως, που έχει προκύψει από την έκλυση ενός προσωπικού και απόλυτα δικού του φωτός μυστηρίου. Η ομορφιά της απλότητας των στίχων του Ζέμπαλντ αντλείται από τη φυσικότητα, γιατί αυτό που τον απασχολεί δεν είναι το όμορφο ως αντίθετο του άσχημου, αλλά ως αυτό που κρύβεται στη φυσικότητα.

«Το ξεκίνημα ενός ταξιδιού δημιουργεί ένα ακατανόητο συναίσθημα. Νομίζει κανείς ότι έχει απελευθερωθεί όχι μόνον από τους τόπους που μένουν πίσω του, αλλά και από τον χρόνο που αφήνει πίσω του». Απόσπασμα από τα Απαγορευμένα χρώματα του αυτόχειρα Ιάπωνα συγγραφέα Γιούκιο Μισίμα. Η δημιουργία αυτό το ταξίδι προσφέρει, ένα ταξίδι πέρα από τόπους και χρόνους, ο εξερευνητής-δημιουργός ξεχνά τον τόπο από όπου προέρχεται και μπαίνει στο ταξίδι ψυχή και σώματι, και τότε αρχίζει η σταδιακή μεταμόρφωσή του.

Ένας καλλιτέχνης, εν προκειμένω ένα ζωγράφος, όπως ο Άλμπρεχτ Άλντορφερ, κι ένας ποιητής, όπως ο Ζέμπαλντ, είναι δημιουργοί, δηλαδή ταξιδευτές, άνθρωποι που μοιάζουν να χάνονται μέσα στα ίδια τα δημιουργήματά τους που τους εκτοπίζουν σε άλλους τόπους και σε άλλους χρόνους κάθε φορά, γι’ αυτό δεν είναι τυχαία η έκφραση για έναν άνθρωπο μεταφορικά «χαμένο» ότι βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου.

Εκτός τόπου και χρόνου λοιπόν βρίσκεται ένας καλλιτέχνης και δη ένας ποιητής, όπως ο Ζέμπαλντ, που αρέσκεται στο να εξερευνάει ιστορικά γεγονότα, ιχνηλατώντας τα τραύματα που αφήνουν πίσω τους, αλλά και να συνομιλεί με μεγάλους καλλιτέχνες, κυρίως ζωγράφους. Άτοπος, κι άχρονος είναι ο Ζέμπαλντ, όσο κι αν επιτρέπει να παρεισφρήσουν στο έργο του πλήθος διακειμενικών στοιχείων που προσδιορίζουν άλλους τόπους και άλλους χρόνους. Το έργο του δίνει την αίσθηση της μύχιας ανάγκης που είχε ν’ απομακρυνθεί από τον κόσμο, εισχωρώντας μέσα στα ίδια του τα δημιουργήματα, μέσα στα ίδια τα ποιήματα του, που δημιούργησαν ένα χώρο αυστηρά προσωπικό, όπου κατόρθωνε να συλλέξει μέσα του διάσπαρτες αναμνήσεις και νοσταλγικές μνήμες, έτσι ώστε κάθε φορά που επιχειρεί την αφύπνιση της αιωνιότητας να ενσταλάζει, ένα πολύτιμο απόσταγμα, ένα είδος συμπυκνωμένης ουσίας του κόσμου.

Μέσα από την παρατήρηση έργων τέχνης όπως «Ο Λωτ και οι θυγατέρες του» του ομοεθνούς του ζωγράφου Άλμπρεχτ Άλντορφερ (1480-1538), ο ποιητής ενσωματώνεται σ’ ένα άτοπο, όσο και άχρονο τοπίο σαν αυτό της καταστροφής των βιβλικών Σοδόμων-Γομόρρων, όπου, όπως απεικονίζει ο πίνακας, από τη μία πλευρά βλέπουμε την καταστροφή της πολιτείας μέσα στις φλόγες κι από την άλλη τον Λώτ και τις δύο του κόρες στο φυσικό περιβάλλον ενός δάσους αλώβητου, όπου έχουν καταφύγει. Τα σώματά τους απεικονίζονται γυμνά. Οι κόρες τους Λώτ κατόπιν σχεδίου σκοπεύουν να μεθύσουν τον πατέρα τους για να τον αποπλανήσουν, προκειμένου να διαιωνιστεί το ανθρώπινο γένος και να μη μείνουν μόνες τους στη γη.

Ο πίνακας που βρίθει από συμβολισμούς και αλληγορίες αναπαριστά κάτι που ο ποιητής ομολογεί πώς είναι σαν να το έχει ζήσει, ενώ όταν συνέβη αυτό που πιστεύει ότι έζησε, δηλαδή ο βομβαρδισμός της Νιρεμβέργης, τότε που η πόλη κυριολεκτικά αφανίστηκε μέσα στις φλόγες από τις βόμβες των εκατοντάδων βομβαρδιστικών που έπεφταν σαν πύρινο χαλάζι επάνω της στις 28 Αυγούστου του 1943, αυτός δεν είχε ακόμα γεννηθεί.

«Άλλωστε δεν ζούμε στην πραγματικότητα όπως είναι, αλλά στην εικόνα που έχουμε εμείς γι’ αυτήν». Ένας (εξ)αιρετικός επιστήμονας της μηχανικής, o Άλφρεντ φον Κορζίμπσκι, έλεγε ότι «στην πραγματικότητα κατασκευάζουμε όλοι ένα σχεδιάγραμμα του κόσμου στον οποίο κατοικούμε, έναν «χάρτη» του τόπου όπου ζούμε. O χάρτης, κατά τον Κορζίμπσκι, δεν είναι o τόπος, δεν είναι ούτε η περιοχή, ο χάρτης είναι μόλις και μετά βίας ο δικός μας χάρτης. Είναι η ιδέα που έχουμε εμείς για την πραγματικότητα, αν και πολύ συχνά διαστρεβλωμένη από τις προκαταλήψεις μας. Η αλήθεια είναι ότι ακόμη κι αν δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στα γεγονότα, ακόμη κι αν απέχει πολύ από την πραγματικότητα των άλλων, αυτός είναι o δικός μας χάρτης και με βάση αυτόν ζούμε».

Η παραπάνω θέση είναι ένας συλλογισμός που με οδηγεί σε έναν άλλο που έρχεται να κλείσει το κείμενο σαν λιλιπούτειος επίλογος, ότι οι πινελιές ενός ζωγράφου, όπως η γραφίδα του ποιητή, προσθέτουν τις μυθιστορηματικές τους επιστρώσεις στην εκάστοτε πραγματικότητα ή τις επιστρώσεις της πραγματικότητας στην εκάστοτε μυθιστορία, συνθέτοντας ένα παράξενο παλίμψηστο με παυσίπονη δράση στη ζωή του ανθρώπου – κάτι που λέγεται Καλή Τέχνη –, κατασκευάζοντας μια νέα πραγματικότητα κάθε φορά με τα νοητικά δομικά υλικά που αντλεί ο καθένας από τη δεξαμενή των εικόνων, των σκέψεων, των εμπειριών και των ερεθισμάτων του και του απόλυτα προσωπικού του βιολογικού αποτυπώματος.

Απόσπασμα από το τρίτο μέρος του βιβλίου του χαρτογράφου-εξερευνητή του ιστορικού τραύματος Ζέμπαλντ με τον τίτλο «Η σκοτεινή νύχτα ανοίγει πανιά» (σ. 89-91) που αποτέλεσε την αφορμή του δοκιμίου:

«Βρισκόμαστε στις 26 Αυγούστου 1943./ Στις 27, αναχώρηση του πατέρα για τη Δρέσδη, / από την ομορφιά της οποίας, / όπως παρατηρεί όταν τον ρωτώ, δεν έχει / συγκρατήσει το παραμικρό στη μνήμη του. / Προτού ξημερώσει η 28η του μήνα, / 582 αεροσκάφη χύμηξαν καταπάνω / στη Νιρεμβέργη. Η μητέρα / ξεκινώντας το επόμενο πρωί / να επιστρέψει με το τρένο / στο σπίτι της, στο Άλγκοϊ, / δεν έφτασε παρά μόνο / μέχρι το Φιρτ. Από εκεί / αντίκρισε τη Νιρεμβέργη / τυλιγμένη στις φλόγες, όμως τώρα πια έχει σβηστεί από τη μνήμη της / η εικόνα της φλεγόμενης πόλης / και μαζί της τα συναισθήματα / που της είχε ξυπνήσει το θέαμα /. Όπως μου είπε πρόσφατα, είχε φύγει / από το Φιρτ / την ίδια κιόλας μέρα / και είχε πάει σε μια γνωστή της / στο Βίντσχαϊμ, όπου όσο περίμενε / να κοπάσει το κακό, διαπίστωσε / πώς είχε μείνει έγκυος. / Όσο για τη φλεγόμενη πόλη, στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης / στη Βιένη εκτίθεται ένας πίνακας του Αλτντόρφερ, / απεικονίζοντας τον Λωτ / με τις θυγατέρες του. Στον ορίζοντα / μαίνεται μια φοβερή πυρκαγιά / καταβροχθίζοντας μια ολόκληρη πολιτεία. / Καπνός ανεβαίνει από την περιοχή, / οι φλόγες τινάζονται στον ουρανό, / και στο αιματοβαμμένο αντιφέγγισμα / ξεχωρίζουν οι μαυρισμένες / προσόψεις των σπιτιών. / Στο μεσαίο πλάνο διακρίνεται / ένα ειδυλλιακό χλοερό τοπίο, / και ο θεατής γίνεται μάρτυρας / της σύλληψης του νέου γένους / των Μωαβιτών. / Όταν πρόπερσι αντίκρισα / για πρώτη φορά / αυτόν τον πίνακα, μού φάνηκε, όλως παραδόξως, / σαν όλ’ αυτά να τα είχα / ξαναδεί πρωτύτερα, και λίγο αργότερα / κόντεψα να τρελαθώ / καθώς διέσχιζα / τη γέφυρα της Ειρήνης.»

_______________________

W. G. Sebald (Βέρταχ, 1944-2001), Εκ του φυσικού, μετάφραση. Γιάννης Καλιφατίδης, Άγρα 2009, 117. Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μαθαίνουμε ότι πρόκειται για «το πρώτο αμιγώς λογοτεχνικό έργο» του Γερμανού ποιητή, εκδόθηκε το 1988 και αποτέλεσε την απαρχή ενός ιδιαιτέρως προσωπικού και λαμπρού συγγραφικού ταξιδιού: «Πρόκειται για ένα γλωσσικό έργο τέχνης» και «μια ποιητική αναμέτρηση» τριών προσώπων «με τις στοιχειακές δυνάμεις της φύσης».

Albrecht Altdorfer (Ρέγκνσμπουργκ, 1480-1538), Γερμανός ζωγράφος, χαράκτης, σχεδιαστής και αρχιτέκτονας του ρεύματος της Αναγέννησης, γνωστός για την φιλοτέχνηση έργων ιστορικού και βιβλικού περιεχομένου. Υπήρξε σημαίνων εκπρόσωπος της Σχολής του Δούναβη, μοναδικός στη σύλληψη της ομορφιάς των γερμανικών δασών. Ο πίνακάς του με τον τίτλο Ο Λωτ και οι θυγατέρες του βρίσκεται στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης στη Βιένη. https://www.khm.at/objektdb/de...

Γιούκιο Μισίμα (Τόκιο, 1925-1970), Ιάπωνας συγγραφέας υποψήφιος τρεις φορές για το βραβείο Νομπέλ. Θεωρείται από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Αφού απέδωσε το τελευταίο έργο του Εκπεσών Άγγελος, αυτοκτόνησε με τη μέθοδο χαρακίρι. Το τέλος του Γιούκιο Μισίμα, η τελετουργική δημόσια αυτοκτονία του κάνοντας χαρακίρι μαζί με τον εραστή του, τον όμορφο νεαρό Μασακάτσου Μορίτα, έμελλε να επηρεάσει, ενδεχομένως και να συσκοτίσει, όλο του το έργο.

Alfred Korzybski (Βαρσοβία, 1879-1950), Πολωνός επιστήμονας, μηχανικός, ερευνητής στο πεδίο που αφορά στην επιστήμη του ανθρώπου, ασχολήθηκε φέρνοντας στο φως αιρετικά συμπεράσματα ως προς τη σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον του και πώς αυτή αποτυπώνεται στο νευρικό του σύστημα κι όλα αυτά προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολή του να βοηθήσει τον άνθρωπο να προσλάβει, να ερμηνεύσει, να τροποποιήσει διαφορετικά την αντίληψη μέσω της οποίας κατανοεί τον εαυτό του.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: