Ήμουν στη σκοτεινή αίθουσα του σιδηροδρομικού σταθμού της Αμβέρσας όταν ο Ζέμπαλντ γνώρισε τον Άουστερλιτς, ανάμεσα σε δυο ιδιαίτερους χώρους, το Νυχτόραμα και στην Αίθουσα των χαμένων βημάτων, όπου έφτιαχνε σχέδια και σκίτσα, πάντα μαζί με μια παλιά Ένσαϊν φωτογραφική μηχανή με φυσούνα. Τους άκουγα να συνομιλούν, αφού γνώριζαν πως οι μοναχικοί ταξιδιώτες είναι κατά κανόνα ευγνώμονες όταν βρίσκουν συνομιλητή καμιά φορά έπειτα από σιωπή αδιάκοπη για μέρες. Συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις αποδεικνύεται κιόλας ότι είναι έτοιμοι ακόμη και να ανοιχτούν χωρίς αναστολές σε κάποιον ξένο.[1]
Τους είδα ξανά να συναντιούνται τυχαία σ’ ένα μικρό μπαρ σε μια βιομηχανική περιοχή της Λιέγης, όπου σ’ ένα τραπεζάκι από μελαμίνη ο Άουστερλιτς κρατούσε σημειώσεις για την νέα πια αρχιτεκτονική που εξέφραζαν η αναλαμπή από τις υψικαμίνους ενός τεράστιου σιδηροχυτηρίου, τα οράματα της ιδανικής εργατούπολης και η απερίσκεπτη κατασκευή εργατικών πολυκατοικιών, οδηγώντας τον στην σκέψη ότι πάντοτε τα καλύτερά μας σχέδια μετατρέπονται κατά την υλοποίησή τους στο ακριβώς αντίθετό τους. Η τρίτη συνάντηση έμελλε να γίνει στα σκαλοπάτια του δικαστικού μεγάρου, όπου ο Άουστερλιτς συλλογιζόταν πάνω στους δαιδάλους του κτίσματος: διάδρομοι που δεν οδηγούν πουθενά, αίθουσες και δωμάτια χωρίς πόρτες, εσωτερικές αυλές χωρίς μια αχτίδα φωτός, αδιέξοδα με στοιβαγμένα ντουλάπια, γραφεία και έγγραφα, λες και κάποιος πάσχιζε κι εδώ ν’ αντισταθεί σε μια πολιορκία.
Συγκινήθηκα με την μανία του Άουστερλιτς, που ήταν και δική μου: η αρχιτεκτονική και η ιστορία της, στην ουσία ο τρόπος με τον οποίο ορίζει τις ζωές των ανθρώπων. Συλλογιζόμενος για την αρχιτεκτονική των σιδηροδρομικών σταθμών αναρωτιόταν αν οι σχεδιαστές είχαν σκεφτεί το βάσανο του αποχαιρετισμού και τον φόβο του ξένου. Το ρολόι του σταθμού της Λουκέρνης, από την άλλη, γινόταν ο εκφραστής μιας νέας παντοδυναμίας του χρόνου, καθώς οι επιβάτες όφειλαν να συντονίσουν την ζωή τους με αυτό. Αλλά ήταν η εξέλιξη των οχυρωματικών έργων που τον σαγήνευε, καθώς διαπίστωνε πως όσο οχυρώνεται κανείς, άλλο τόσο βαθύτερα μπαίνει στην άμυνα.
Σύμφωνα με τον Άουστερλιτς, με διαβεβαίωνε ο Ζέμπαλντ, αν φτιάχναμε έναν κατάλογο με τα οικοδομήματά μας καταχωρισμένα κατά μέγεθος, θα αντιλαμβανόμασταν αμέσως ότι τα κτίρια που βρίσκονται κάτω από το σύνηθες μέγεθος των οικιακών αρχιτεκτονημάτων – η καλύβα, το ερημητήριο, το σπιτάκι του φύλακα, το περίπτερο με θέα, το παιδικό σπίτι στον κήπο – μας υπόσχονται τουλάχιστον μια αναλαμπή ειρήνης ενώ τα κτίρια τεραστίων διαστάσεων στέκουν εκ των προτέρων στη σκιά της καταστροφής τους και η σύλληψή τους εμπεριέχει εξαρχής τη βεβαιότητα ότι κάποτε θα μετατραπούν σε ερείπια.[2]
Μαζί τους περιπλανήθηκα σε μνημεία, ερειπωμένες επαύλεις, νυχτερινά περίχωρα, σταθμούς. Είδα ό,τι περιέγραφε: το σμήνος των γλάρων που είχε όπως πάντα μαζευτεί στο γήπεδο ποδοσφαίρου έξω απ’ το Ίπσουιτς, τις μισοβουλιαγμένες βάρκες στα τενάγη του Κόλτσεστερ, τους μαυρισμένοι από το ντίζελ τοίχοι στα βιομηχανικά προάστια. Σε οποιοδήποτε τόπο ο Άουστερλιτς αναζητούσε την καταγωγή του κι ας μην είχε συναντήσει ποτέ κανέναν με τέτοιο όνομα στους τηλεφωνικούς καταλόγους πόλεων και χωρών. Όταν ήταν παιδί στερήθηκε πατρίδα, γλώσσα και όνομα και τώρα και ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι ανήκει σε μια κοινωνική ή επαγγελματική τάξη ή σε ένα δόγμα και δεν ένοιωθε οικεία πουθενά. Τέτοιοι άνθρωποι ενδιέφεραν τον Ζέμπαλντ: εκείνοι που δεν έχουν εστία, παρελθόν, φωνή.
Το 1992 τον συνόδευσα στην περιήγησή του με τα πόδια σε κομητείες της Ανατολικής Αγγλίας και μοιράστηκα μαζί του τόσο την «υπέροχη αίσθηση ελευθερίας κινήσεων», όσο και την παραλυτική φρίκη που τον κατακυρίευε όποτε τύχαινε να βρεθεί αντιμέτωπος με τα ίχνη που είχε αφήσει πίσω της η καταστροφή – η οποιαδήποτε καταστροφή. Τον άφησα για καιρό σε κατάσταση απόλυτης ακινησίας στο νοσοκομείο της επαρχιακής πρωτεύουσας Νόριτς, όπου στον όγδοο όροφο ένιωθε να ταξιδεύει με αερόστατο, όταν μετά την εγχείρηση οι αδελφές μούσκευαν τα χείλη του με ένα μικρό ροδοκόκκινο σφουγγάρι και εκείνος θυμήθηκε τα γλειφιτζούρια με τους κύβους από λουκούμι που κάποτε αγόραζε στα εμποροπάζαρα.
Από την ίδια πόλη του 17ο αιώνα εφορμούσε ο Τόμας Μπράουν, ένα ερευνητής λόγιος ιατρός που επιχείρησε να περιγράψει με πόση κομψότητα γεωμετρεί το χέρι της φύσης. Τίποτα δεν αντέχει στο χρόνο, έγραφε ο Μπράουν. Πάνω σε κάθε νέα μορφή επικάθεται ήδη ο ίσκιος της καταστροφής. Ενάντια στη μορφή του ρέοντος χρόνο δεν έχει βρεθεί αντίδοτο. Ο χειμερινός ήλιος υποδηλώνει ότι αργά γρήγορα το φως θα σκεπαστεί από στάχτη, ότι σύντομα θα μας τυλίξει η νύχτα. Ακόμα και οι μεγάλες δυναστείες δεν κράτησαν περισσότερο από όσο ζουν μαζί τρεις βελανιδιές.
Βρεθήκαμε σε τόπους που έμοιαζαν με παράξενο μάθημα στην ιστορία της εξέλιξης, η οποία κατά καιρούς έχει την τάση να επαναφέρει τα προγενέστερα στάδιά της με μια δόση αυτοσαρκασμού. Είδαμε τις πλωτές εξέδρες γεώτρησης στο Λόεστοφ, άλλοτε ελπιδοφόρες της ανάκαμψης, αργότερα στην υπηρεσία του υπαρκτού καπιταλισμού της Θάτσερ και αναπόφευκτα χρεωμένες στην κερδοσκοπία και καταποντισμένες στην χρεοκοπία. Κι όταν η βαρόνη εξαφανίστηκε έμειναν τα καρνάγια και τα εργοστάσια με λουκέτο. Αντιληφθήκαμε πως είναι άλλο να τα διαβάζεις στις εφημερίδες και άλλο να βαδίζεις μια σκυθρωπή βραδιά ανάμεσα στις συστοιχίες των κατοικιών με τις ρημαγμένες προσόψεις και τους άχαρους κηπάκους, και φτάνοντας κάποτε στο κέντρο της πόλης να βρίσκεσαι περιστοιχισμένος από αίθουσες ηλεκτρονικών παιχνιδιών, λέσχες για μπίνγκο, πρακτορεία στοιχημάτων, βιντεοθήκες, παμπ με σκοτεινές εισόδους απ’ όπου ξεχύνεται η ξινή μυρωδιά της μπύρας, φτηνομάγαζα και αμφιβόλου ποιότητος ξενώνες…[3]
Κατεβήκαμε στις θάλασσες όπου, κάθε χρόνο, χιλιάδες τόνοι υδραργύρου, καδμίου και μολύβδου, βουνά ολόκληρα από λιπάσματα και παρασιτοκτόνα κατέληγανμέσα από τους ποταμούς και τα ρέματα στον Γερμανικό ωκεανό, ενώ ένα μεγάλο μέρος των βαρέων μετάλλων και των υπόλοιπων τοξικών ουσιών κατακάθονταν στα αβαθή νερά της σύρτης του Ντόγκερ. Στο Σάουθοουλντ μού ομολόγησε την απουσία κάθε διάθεσης να δοκιμάσει τα μαγειρεία της περιοχής και παραδέχτηκε ότι προτίμησε να μπει στο πλησιέστερο φαστ φουντ, όπου όρθιος, κάτω από το ανελέητο φως το ταμείο ένιωθε σαν εγκληματίας καταζητούμενος σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Διασχίσαμε εκτάσεις με χορταριασμένα αρχοντικά, χέρσους αγρούς και κοπάδια από χοίρους, και αναρωτηθήκαμε αν είναι άραγε τα ίδια ζώα στα οποία ο Κύριος πρόσταξε να εισέλθουν τα ακάθαρτα πνεύματα, με αποτέλεσμα η αγέλη να γκρεμιστεί στα απόκρημνα βράχια και κατά πόσο η φρικιαστική αυτή ιστορία ανταποκρινόταν στην περιγραφή ενός αξιόπιστου μάρτυρα. Διότι αν όντως συνέβησαν έτσι τα πράγματα, είπε, ο Κύριος και Θεός μας είχε υποπέσει σε ένα τραγικό ιατρικό σφάλμα· ή μήπως επρόκειτο για μια παραβολή που είχε επινοήσει ο Ευαγγελιστής για να υπαινιχθεί ότι ο νοσηρός ανθρώπινος νους είναι πλασμένος για να ξεσπά μονίμως πάνω σε ένα άλλο είδος που εμείς οι ίδιοι το θεωρούμε κατώτερο και άξιο μόνο για να εξοντωθεί;[4]
Ο Ζέμπαλντ με έκανε κοινωνό σε προσωπικό ημερολόγιο, τοπογραφικές πρόζες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μνημονικές καταγραφές, προσωπικές έρευνες, στοχαστικά δοκίμια, ιστορικές χρονογραφήσεις· με περιπλάνησε στον χώρο και τον χρόνο με το απόλυτο μεταφορικό μέσο της γραφής του, μιας τέχνης όπου συνυπήρχαν το μυθιστόρημα, το δοκίμιο, η φωτογραφία, η τέχνη, η γεωγραφία, η χαρτογραφία, οι καρτ ποστάλ και τα επισκεπτήρια, οι επίσημες εκθέσεις και τα καλεντάρια, τα αποκόμματα εισιτηρίων και οι κατάλογοι των εστιατορίων. Υπήρξα και παραμένω ευτυχής συνοδοιπόρος ενός συγγραφέα που βρήκε την ζωή του στον δρόμο και την έχασε εκεί, αναζητητής εκείνου που με τεράστια υπομονή μας περιμένει να ταξιδέψουμε για να μας συναντήσει.
Και μέχρι σήμερα, αδυνατώ να ξεχάσω την παρομοίωση των συγγραφέων με τους υφαντές: μελαγχολικούς ανθρώπους που επεξεργάζονται περίπλοκα σχέδια, πάντοτε με το φόβο ότι έχουν αδράξει το λάθος νήμα· την βεβαιότητά του πως οι φωτογραφίες λειτουργούν ως φράγματα ή υδατοφράκτες που ανακόπτουν τη ροή του χρόνου· και την ερώτηση που μου απηύθυνε δια στόματος Άουστερλιτς: «Δεν θα γινόταν άραγε να δίναμε ραντεβού στο παρελθόν;»