Έκλειψη

Έκλειψη




Υπάρχουν νέφη αδιαπέραστα από το μάτι
(W. G. Sebald, Δρ Χένρυ Σέλγουιν)



Οι λάσπες είναι πηχτές κι οι λακκούβες γεμάτες θολό νερό. Ο ουρανός δεν έχει καθαρίσει ακόμα. Κοντοστέκεται και κοιτάζει τριγύρω. Το βλέμμα του δεν βρίσκει πουθενά να σταθεί. Ο αέρας τον χτυπάει με ορμή στο πρόσωπο. Δεν το αποστρέφει.
Τα χαλάσματα λείπουν. Το λοφάκι που σχημάτιζαν έχει χαθεί. Σκέφτεται πως θα ’θελε να βρίσκονται κάτω απ’ τα πόδια του τώρα. Ν’ άνοιξε λίγο λίγο η γη και να τα τράβηξε μέσα της. Παραδέχεται πως του φαίνονταν λίγα. Πως του φαινόταν ότι το σπίτι δεν μπορεί να ήταν μόνο αυτά.
Κάνει δυο βήματα, τσαλαβουτάει αδέξια σε μια λακκούβα. Βγαίνει χαμογελώντας. Το νερό διαπερνάει τα παπούτσια του και του μουσκεύει τις κάλτσες. Χαμογελάει πιο πολύ. Του ’ρχεται να ξαναμπεί στη λακκούβα.
Σηκώνει ένα ένα τα πόδια του και κοιτάζει τις σόλες των παπουτσιών του. Για τις λάσπες θα χρειαστεί ένα ξύλο. Ή μια πέτρα, μυτερή κάπως. Ένα μικρό κομματάκι τούβλο, έναν σοβά από τα χαλάσματα –αν δεν τα κατάπινε η γη.
Ή το σίδερο. Το βιδωμένο ποδόμακτρο στην αρχή της σκάλας. Θα σκούπιζε προσεκτικά τις σόλες στη ράχη του, θα χτυπούσε με δύναμη κάτω τα πόδια του, πρώτα το ένα, ύστερα το άλλο, θ’ ανέβαινε. Θα άφηνε τα παπούτσια του στο χαλάκι. Θα τραβούσε το σκοινί της εξώπορτας και θα έμπαινε. Κανένας δεν θα τον μάλωνε ότι λερώνει. Ο ουρανός θα καθάριζε, θα ξανάβγαινε ο ήλιος, οι λάσπες θα ξεραίνονταν. Όταν θα κατέβαινε πάλι να παίξει, θα ξεκινούσε απ’ τις λάσπες: θα τις ξεκολλούσε από το σίδερο με τα χέρια του και θα τις κοπανούσε με δύναμη στο ντουβάρι, να σκορπιστούν.
Το σίδερο κράτησε. Δεν ξεκόλλησε απ’ το σπασμένο κατώφλι. Τα σκαλοπάτια κρεμάστηκαν, η στέγη γκρεμίστηκε, οι τοίχοι τρύπησαν, τα πατώματα έσκασαν, τα παράθυρα κι οι πόρτες ξηλώθηκαν. Ο ήλιος έμπαινε απ’ τα κενά.

Έκλειψη



Κι αυτό που απομένει το καταστρέφει η μνήμη
(W. G. Sebald, Πάουλ Μπεράιτερ)

Τη μέρα που είχε γίνει δαχτυλίδι ο ήλιος τον είχαν φωνάξει να τον κοιτάξει πίσω από ένα κομμάτι γυαλί. Του το είχαν καπνίσει μ’ ένα κερί το γυαλί. Όταν άλλαξε το φως σε σκοτάδι, του το έβαλαν μπρος στα μάτια. Ήλιο δαχτυλίδι, του είπαν, θα γίνεις γέρος μέχρι να ξαναδείς.
Σηκώνει το βλέμμα του προς τα πάνω και κοιτάζει τα σύννεφα. Στέκονται. Μετράει πόσο το σπίτι υπήρχε πριν από αυτόν. Πόσο αυτός υπάρχει μετά το σπίτι. Πόσο μένει ακόμα, ώσπου να ξαναγίνει ο ήλιος δαχτυλίδι εδώ.
Στο σίδερο είχε σκίσει το φρύδι του μια φορά. Ξεφώνιζαν γύρω του, σπρώχνονταν, του έπλεναν την πληγή από τα αίματα και τις λάσπες. Στο πλατύσκαλο είχε ψοφήσει ένα σπουργίτι μια μέρα. Του το είχαν δώσει να το πετάξει στη γάτα.

Έκλειψη



Δεν νομίζω ότι καταλαβαίνουμε τους νόμους, είπε ο Άουστερλιτς, τους οποίους ακολουθεί η επιστροφή του παρελθόντος […]
(W. G. Sebald, Άουστερλιτς)

Τα σύννεφα χωρίζονται ξαφνικά κι ο ήλιος τον χτυπάει στα μάτια. Τα κλείνει απότομα μ’ ένα μορφασμό. Νιώθει το φρύδι του να τον καίει. Μια γάτα πλησιάζει αθόρυβα. Ένα σπουργίτι φτεροκοπάει δίπλα στη λακκούβα. Καταλαβαίνει ότι κρατάει στο χέρι του ένα κομμάτι γυαλί.
Το σπουργίτι δεν μπορεί να πετάξει. Κάνει λίγο να υψωθεί, ξαναπέφτει. Η γάτα έρχεται και παίρνει θέση μπροστά του. Το σπουργίτι κόβει μεμιάς το φτερούγισμα. Η γάτα σκύβει από πάνω του. Το μυρίζει, το σπρώχνει με το πόδι της μαλακά. Ένα κομμάτι σοβάς πέφτει στη λακκούβα. Τα λασπόνερα πετάγονται παντού γύρω.
Η γάτα τινάζει από πάνω της τα λασπόνερα και γλείφεται. Το σπουργίτι ψοφάει. Κοιτάζει το γυαλί που κρατάει κι είναι καπνισμένο. Το φως σκοτεινιάζει. Από το φρύδι του τρέχουν αίματα. Ο ήλιος έχει μικρύνει στον ουρανό.
Σκουπίζει προσεκτικά τα παπούτσια του στη ράχη του σίδερου. Η γάτα πιάνει το σπουργίτι από τον λαιμό. Ο αέρας τον χτυπάει στο πρόσωπο σαν μπουνιά. Δεν το αποστρέφει. Το σπουργίτι κρέμεται από το στόμα της γάτας. Η σκάλα χάσκει μπροστά του. Η σκάλα κι αυτός. Σηκώνει στον ουρανό το κεφάλι του και φέρνει μπροστά στα μάτια του το γυαλί.

Έκλειψη
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: