Οι κροκόδειλοι

Οι κροκόδειλοι


Μετά από πρόσκληση της Ελληνικής Δράσης Αφρικής, ταξιδέψαμε εθελοντικά ο Κώστας, ο Θανάσης κι εγώ στη Ακτή Ελεφαντοστού, με σκοπό να βοηθήσουμε στην ανάπτυξη των ιχθυοκαλλιεργειών. Ετοιμάσαμε το εκπαιδευτικό υλικό, φροντίσαμε τον εργαστηριακό φορητό εξοπλισμό, κάναμε τα αναγκαία εμβόλια (ηπατίτιδα A και Β, κίτρινος πυρετός, τέτανος, διφθερίτιδα) και πήραμε και προκαταβολικά χάπια για την ελονοσία, θεραπεία που συνεχίσαμε κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στην Ακτή αλλά και στη συνέχεια για κάποιο χρονικό διάστημα.

Μόλις προσγειωθήκαμε στο Αμπιτζάν, καταλάβαμε ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο δύσκολά από ότι υπολογίζαμε. Στη διαδρομή από το αεροδρόμιο προς το Γκραντ Μπασάμ, όπου θα μέναμε, φαίνονταν έντονα τα σημάδια της εμφύλιας σύρραξης, στρατός παντού, πολίτες με όπλα και χανταζάρες στα χέρια, ερειπωμένα κτίρια, καμένες εκτάσεις γης, παράγκες διαλυμένες και παιδιά ξυπόλητα να παίζουν ανάμεσα σε βουνά από σκουπίδια και βρώμικα απόνερα. Σε αντίθεση με όλα αυτά, το ξενοδοχείο που μείναμε, είχε φροντίσει η πρόξενος, ήταν όμορφο και ασφαλές, έξω όμως από τον ψηλό τοίχο του, που φρουρείτο είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, μόνο δυστυχία και φτώχεια.

Αρχίσαμε τα μαθήματα και την πρακτική άσκηση, κάτω από μεγάλα υπαίθρια κιόσκια, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να αποκτήσουν τις απαραίτητες γνώσεις στην αναπαραγωγή και παραγωγή διαφόρων ειδών ψαριών, εκμεταλλευόμενοι τις ιδανικές συνθήκες περιβάλλοντος και τις όποιες μισοδιαλυμένες υποδομές είχαν παρατήσει Γάλλοι και Ισραηλινοί.

Ένα απόγευμα, μετά από αίτημα μιας ομάδας ψαράδων, αποφασίσαμε να πάμε σε μια μονάδα εκτροφής τιλάπια που βρισκόταν σε μικρό κατάφυτο πανέμορφο νησάκι στο μέσο μιας μεγάλης λιμνοθάλασσας. Από την ακτή που βρισκόμασταν ήταν περίπου επτά χιλιόμετρα. Όταν είδαμε τις βάρκες όπου θα επιβιβαζόμασταν για να πάμε εκεί, μας έζωσαν τα φίδια. Μπήκαμε και οι τρεις, ο ένας πίσω από τον άλλον, και καθίσαμε στριμωχτά μέσα σε μια χρωματιστή ξύλινη βαρκούλα, υπερβολικά στενόμακρη, μαζί μας ο μεταφραστής και ο αρχηγός της ομάδας των ψαράδων. Πέντε άτομα ήταν πολλά, η βάρκα κάθισε, ήμασταν στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του νερού, με την παραμικρή κίνηση το νερό έμπαινε μέσα. Το ίδιο συνέβαινε βέβαια και στις άλλες βάρκες που ακολουθούσαν, σύνολο τρεις βάρκες και δεκαπέντε άτομα. Οι ντόπιοι ήταν άνετοι, χαρούμενοι θα έλεγα, που θα πηγαίναμε στη μονάδα τους να τη δούμε. Κι εμείς δείχναμε χαρούμενοι, αλλά μας τυραννούσαν τρελές υποψίες για το τι θα συναντούσαμε. Ήταν η ώρα του δειλινού, αφεθήκαμε στο υπέροχο φως, χαζεύαμε την πλούσια τροπική βλάστηση, τα πουλιά που πετούσαν, ενώ το φεγγάρι άρχισε να ξεπροβάλει μέσα από τα φοινικόδεντρα. Πηγαίναμε αργά και ήσυχα με τα κουπιά, ακίνητοι σαν αγάλματα, για να μην παίρνει νερά η βάρκα.

Όπως πηγαίναμε έτσι ήσυχα, ακούμε τον αρχηγό των ψαράδων να λέει σε κάποιον στη διπλανή βάρκα κάτι για κροκόδειλους. Παγώσαμε, κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, «crocodylus»; ρωτήσαμε. «Ουί, ουί», πετάχτηκε ένας από τους ψαράδες, «κροκόντιλο», και γελούσε με την καρδιά του. Εμείς αντίθετα νιώθαμε ήδη τα δόντια κάποιου πελώριου κροκόδειλου να μας αρπάζουν.

Φτάσαμε στο νησάκι βουβοί και φοβισμένοι αλλά ευχαριστημένοι που δεν συνέβη το μοιραίο. Στα γρήγορα κατεβήκαμε τσαλαβουτώντας στα νερά και προχωρήσαμε προσεκτικά μέσα στο τροπικό δάσος, με τον φόβο των φιδιών, μέχρι τη μονάδα. Ήδη το φως του δειλινού είχε απλωθεί και τα φεγγάρι ήταν πλέον ορατό. Στη μονάδα μας περίμεναν ένας μυώδης νεαρός, χαρακτηριστικά κοντός, με κόκκινο λουλουδάτο μαγιό, κι ένας άλλος άντρας μεγαλόσωμος, που κρατούσε αυτόματο όπλο πάρα πόδα. Ο νεαρός με το μαγιό βούτηξε στο θολό νερό των χωμάτινων δεξαμενών με ένα δίχτυ να πιάσει ψάρια για να τα δούμε. Κάποια στιγμή, ενώ συζητούσαμε, ο μεγαλόσωμος άντρας φώναξε κάτι, κάτι σαν παράγγελμα, κι αμέσως πέσαμε κάτω πίσω από τα πρανή των χωμάτινων δεξαμενών, που ήταν σαν αναχώματα, ακολουθώντας τις κινήσεις των ντόπιων. Ο άνδρας συνέχισε να φωνάζει και απότομα σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε στον αέρα. «Αντάρτες;», ρώτησα σιγανά τον μεταφραστή, που ήταν δίπλα μου πεσμένος κι αυτός, «αντάρτες, άγνωστοι, κλέφτες, θα δούμε», μου είπε με σιγανή φωνή. Ο νεαρός με το μαγιό μας κοιτούσε απτόητος μέσα από τη δεξαμενή με τα ψάρια στα χέρια, ενώ εμείς κοιτούσαμε να προφυλαχτούμε από τον αόρατο εχθρό. Μετά από λίγο ακούστηκαν φωνές και πυροβολισμοί από ένα ταχύπλοο που πέρασε κοντά από το νησάκι, κι έφυγε με ταχύτητα προς τα ανοιχτά, ο συναγερμός έληξε ομαλά, ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει για τα καλά. Συγκεντρώσαμε όσα στοιχεία μπορούσαμε, πήραμε δείγματα από τα ψάρια και ξαναδιασχίσαμε προσεχτικά το δάσος με τη συνοδεία τού μεγαλόσωμου άντρα με το όπλο, μπήκαμε στις βάρκες και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.

«Η μαγεία της αφρικάνικης νύχτας», είπα. «Αν μείνουμε ζωντανοί», αστειεύτηκε ο Θανάσης. «Είναι και οι κροκόδειλοι που μας περιμένουν», συμπλήρωσε ο Κώστας.

Οι ψαράδες, ακούγοντας τη λέξη «κροκόδειλοι», ξεκαρδίστηκαν στο γέλιο και συνέχιζαν να βγάζουν φωτογραφίες, ενώ εμείς ήμασταν σε μεγάλη ανησυχία κάθε φορά που κάτι καθρεφτιζόταν στα νερά.

Το φεγγάρι είχε ανέβει, φαινόταν καθαρά πάνω από τα φοινικόδεντρα, οι βάρκες κυλούσαν ήρεμα πάνω στα νερά, αλλά εμείς βρισκόμασταν σε εγρήγορση, λες και υπήρχε περίπτωση να σωθούμε, αν για κακή μας τύχη κάποιος κροκόδειλος αποφάσιζε να μας επιτεθεί. Μιλούσαμε συνέχεια μεταξύ μας για να διασκεδάσουμε τους φόβους μας, μέχρι που φθάσαμε μισοβρεγμένοι, τελικώς όμως σώοι, στην ακτή.

Η στιγμή που πατήσαμε σε σίγουρο, υποτίθεται, έδαφος, θα μου μείνει αλησμόνητη αυτή η στιγμή, νιώσαμε απερίγραπτη ανακούφιση. Πήγαμε όλοι μαζί για μπίρες flag. Για να μας ευχαριστήσουν οι ψαράδες, αν και όλοι ήμασταν κουρασμένοι και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από την πηχτή ζέστη, μας προσκάλεσαν για χορό, έφεραν και τις γυναίκες και τις γνωστές τους, χορέψαμε με την ψυχή μας, όλη η ένταση της ημέρας έγινε χορός, άγνωστος για εμάς χορός, αλλά τα καταφέραμε να χοροπηδάμε ξυπόλυτοι σαν κατσίκια πάνω στο χώμα του υπαίθριου μαγαζιού.

Πάνω στο γλέντι και τον χορό, ρώτησα τον αρχηγό των ψαράδων αν είχε όντως κροκόδειλους εκεί που ήμασταν. Κάτι μου είπε που δεν κατάλαβα, αυτό όμως που σίγουρα κατάλαβα ήταν ότι «Crocodylo» ήταν το παρατσούκλι ενός από τους ψαράδες που μας συνόδευαν στο μικρό νησάκι… Την άλλη μέρα βέβαια είδαμε πολλούς κροκόδειλους στο ζωολογικό πάρκο, ρωτήσαμε με ενδιαφέρον πού τους έπιασαν και μας έδειξαν προς την κατεύθυνση που βρισκόταν το μικρό νησάκι.

Πέντε μήνες αργότερα, έλαβα μια μεγάλου μεγέθους φωτογραφία. Οι ψαράδες, με τη βοήθεια του μεταφραστή, στο πίσω μέρος της φωτογραφίας έγραφαν τις θετικές εξελίξεις της μονάδας, για την αυξημένη παραγωγή, για την παραγωγή γόνου και άλλα και υπέγραφαν και οι δεκαπέντε με πολλές ευχαριστίες. Στη φωτογραφία εικονίζονταν οι τρεις βάρκες και όλοι εμείς καθώς πλέαμε στη λιμνοθάλασσα, ενώ με μαύρο μαρκαδόρο είχαν σημειώσει τρία βελάκια. Το πρώτο έδειχνε έναν από τους ψαράδες και έγραφε «Crocodylo», το δεύτερο βελάκι έδειχνε ένα πραγματικό κροκόδειλο που ήταν κρυμμένος μέσα στα ψηλά χόρτα κοντά στο σημείο που αφήσαμε τις βάρκες, όταν κατεβήκαμε στο νησάκι, και το τρίτο βελάκι έδειχνε κάπου κοντά στην ακτή, το κεφάλι ενός άλλου μεγάλου κροκόδειλου που καραδοκούσε για το θήραμά του.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: