στον Φ. Κ.
Πολυαγαπημένο μου σπουργίτι,
Πρέπει να φοβήθηκες πολύ, εκείνο το πρωί, αντικρίζοντας τη διαλυμένη όψη μου. Σε καλό ράφι για καμουφλάζ, η γκριζωπή κοιλιά σου ταίριαζε απόλυτα με τα σκληρόδετα βιβλία. Σε πήρα για μπιμπελό, τόσο ακίνητο ήσουν, στην άκρη του γκρεμού της βιβλιοθήκης μου. Πρέπει να εγκλωβίστηκες από το προηγούμενο βράδυ. Άκουσα πεταρίσματα μα δεν έδωσα σημασία, σκέφτηκα απλά τη ζωή μου, τον τελευταίο καιρό τρέχει γρηγορότερα κι από το δέρμα. Σε πήρα για ποντίκι. Δεν ήσουν, ευτυχώς, αλλιώς το «ξεσκόνισε επιτέλους τη βιβλιοθήκη, θα σε φάνε οι κατσαρίδες» θα αποκτούσε βαρύτητα. Μα η σκόνη έχει λόγο ύπαρξης, σπουργίτι μου, δεν συμφωνείς; Πες μου τι άλλο χρυσίζει τόσο ωραία κάτω από το φως, τι άλλο σε κάνει ερωτευμένο έφηβο, σε αργή κίνηση. Ήθελα πολύ να σε φωτογραφίσω, όλη μου η εργένικη ζωή κρεμόταν από πάνω σου, να απαθανατίσω την τελειότητά σου και μετά να σε αναρτήσω ως υπόδειγμα χρωματικής ενσωμάτωσης (ή σωσίβιας προσαρμογής σε τραυματικό οικογενειακό περιβάλλον). Δεν υπολόγισα καλά τον βηματισμό μου. Είχα μόλις ξυπνήσει κι ήμουν ακόμη με το ένα πόδι στο υποσυνείδητο. Δεν πρόλαβα καν να δω τα μάτια σου να ανοιγοκλείνουν. Ζωντάνεψες απότομα και διέσχισες σφήνα το σαλόνι. Μυρίστηκα τον πανικό κάτω από τα φτερά σου, θαύμασα τη μάχη που έδινες εκείνη ακριβώς στιγμή στο σαλόνι μου. Γυαλιστερός κόκκος σκόνης κι εσύ, τι το ’θελες και βρέθηκες στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή! Έχασες τον προσανατολισμό σου κοντά στο γραμμόφωνο. Μπορεί να σε τύφλωσε η αντανάκλαση του ήλιου στο φτηνό μέταλλο. Κοντοστάθηκες, πάλι ακίνητο, τόσο που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω το έμψυχο από το άψυχο. Μια σπίθα παιδικής δίψας ήσουν εκείνο το πρωί, καρδιά ιπτάμενη, για κάποιο λόγο μου θύμισες τον πατέρα μου. Σε πλησίασα περπατώντας στις μύτες των ποδιών, να ανοίξω τουλάχιστον το παράθυρο, να καταπιείς τον ουρανό και να γλυτώσεις. Μα πέταξες τόσο απότομα, τόσο μακριά από το οπτικό μου πεδίο, σαν να φώναζες «αέραααααααα». Ήταν πράξη απελπισίας όλο αυτό, την είδα κρυμμένη στο ανεβοκατέβασμα του στήθους σου. Πάλι δεν μπόρεσες να ξεχωρίσεις το καλό από το κακό, σπουργίτι μου, έγινες ξανά παιδί, πρωτότοκο, στον κήπο, με το όπλο που δεν ήθελες να κρατάς, με τα υγρά του λόγια στο αυτί σου «σημάδεψε καλά, άχρηστε, στάσου στο ύψος των περιστάσεων!» Πέταξες με τόση δύναμη, στο ύψος του ταβανιού, στο ύψος των περιστάσεων, εκτοξεύτηκες προς το παράθυρο με τόση βία, στο ύψος των περιστάσεων!
Ένιωσα τύψεις που το μόνο που σκέφτηκα, ακούγοντας εν τέλει τη μετωπική σύγκρουση, ήταν τον κακό οιωνό, την κακοτυχία που φέρνει η όψη ενός πεθαμένου πουλιού. Σε πλησίασα με δειλό δισταγμό, μα δεν ήθελα, δεν ήθελα να πεθάνεις! Εγώ είχα προκαλέσει αυτή τη μοιραία διαδρομή; Ένιωσες την ποταπή σκιά μου από πάνω σου; Πώς άντεξες;
Ευχήθηκα ο θάνατός σου να είναι τουλάχιστον ακαριαίος. Όμως, το ράμφος σου ανοιγόκλεινε επαναληπτικά στο κρύο πάτωμα, κελαηδούσες χωρίς ήχο. Μάτια σφιγμένα, πόδια κοκαλωμένα και στραμμένα προς τα πάνω, έτοιμα να γαντζωθούν στον ουρανό.
Δεν θα το ξεχάσω, σπουργίτι μου. Εκεί, στη μέση του σαλονιού, δίπλα ακριβώς από το παράθυρο, είχες μεταμορφωθεί σε στρατιώτη σε χαράκωμα, έφτυνες αίμα.