Θλυψικάμινος
Μετέρχομαι το σκοτάδι,
στον τρόπο να υποκρίνομαι
την άγρυπνη τοξότρια.
Ύπνε, δεν παίρνεις την ψυχή
κι απορεί, ψηλώνει προς τα ιερά,
ενώ από πίσω της ακολουθώ.
Τήξις προ των οφθαλμών.
Στη γλώσσα με βγάζουν οι δρόμοι,
εκεί που ο ρυθμός με το θυμό
μοιάζουν όπως και με το θυμάρι.
Άραγε, όσοι οσφραίνονται
θυμώνουν περισσότερο;
Μπορώ να μικρύνω κι άλλο
ώσπου να κλείσει η αφύπνιση,
η θλυψικάμινος,
για να γυρίσουμε στη λέξη
της παράστασης,
του γενικού αισθήματος
και να κοιμηθούμε μακριά της γλυκά
χωρίς αισθητό υλικό.
Δύο ερωτηματικά μαζί δεν αντέχονται
όπως ένα μόνο του και μια τελεία.