Ταξίδι στο δωμάτιο της Ζοζεφίνας
Εκείνη την περίοδο είχα επιστρέψει από ένα πολύ μακρύ ταξίδι που με είχε εξουθενώσει σωματικά και ψυχικά. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα μου συνέβαινε, εμένα που ακόμα και οι εξορμήσεις μου από δωμάτιο σε δωμάτιο στο αχανές σπίτι είχαν αποκτήσει τη δύναμη μιας αποκαλυπτικής εξερεύνησης σε νέους τόπους.
Και όμως, το ταξίδι έως το δωμάτιο της Ζοζεφίνας, της νεαρής υπηρέτριας που μου είχε αφήσει ο πατέρας μου ως κληρονομία από τη στιγμή που πέθανε, με οδήγησε στα όρια της εξάντλησης. Δεν ξέρω αν ήταν ο άσβεστος και ανεκπλήρωτος έρωτάς μου για ‘κείνη που έτρεφε την αδυναμία μου ή η προσδοκία ενός φιλιού, ενός ciuman, όπως έλεγε στη γλώσσα της, που με έκανε να φλέγομαι από ανυπομονησία και πόθο. Το βέβαιο είναι ότι δεν είχα όρεξη για τίποτα. Δεν έγραφα, δεν έβγαινα με φίλους, δεν έτρωγα ό,τι κι αν μου έφερνε η Ζοζεφίνα στο γραφείο μου. Το μόνο που της ζητούσα ήταν έστω ένα φιλί, ένα ciuman. Δεν υπέκυψε.
Λίγους μήνες μετά αναχώρησε για την πατρίδα της· δεν την ξαναείδα ποτέ. Τότε ήταν που αποφάσισα να σκάβω καθημερινά την πληγή της απουσίας της ταξιδεύοντας έως το δωμάτιό της, μυρίζοντας το άρωμα που είχε αφήσει στα σεντόνια και τα φιλιά που πιθανολογούσα είχε απιθώσει στο μαξιλάρι της. Θεράπευα την απώλειά της ξαπλώνοντας στο κρεβάτι της. Ονειρευόμουν πως μια βροχή από ciuman έπεφτε πάνω μου σαν βέλη. Κι όντως, σαν βέλη έπεφταν, αν κρίνω από το αίμα που έβρισκα το άλλο πρωί στον διάδρομο του διαμερίσματός μου.
Διονύσης Μαρίνος
Ciuman
Τι είδα.
Περπατούσαμε με τον Νίκο Αλεξίου στη Σκουφά.
Δεν μιλούσαμε. Ξαφνικά γύρισε και με φίλησε.
Θάνος Σταθόπουλος
«C» όπως έρωτας
Όταν γύρισε από την Ινδονησία έφερε έναν πίνακα, νόμιζα για μένα, όχι για σένα, όχι, για τον φίλο μου τον Κώστα μου είπε, ο πίνακας έγραφε ciuman και γύρω από τα γράμματα ήταν πλεγμένα λουλούδια, σαν μεταξοτυπία, δεν ξέρω κιόλας από πίνακες, τι σημαίνει τσιουμάν ρώτησα, φιλί απάντησε, φιλί στα ινδονησιακά, μα πίνακα με φιλί και λουλούδια στον Κώστα, απόρησα, πήρε τότε την κιμωλία, είχα ένα πινακάκι πίσω από το γραφείο, έγραψε «ciuman» κι από κάτω ζωγράφισε ένα λουλούδι, μαργαρίτα, όχι σαν αυτά τα εξωτικά, ο Κώστας είναι λυπημένος, ξέρει από πίνακες, εσύ δεν ξέρεις, θα του φτιάξει τη διάθεση, θα σου δίνω ένα φιλί στο μάτι, ένα στη μύτη κι ένα στα χείλη κάθε πρωί, μου είπε, και κάθε βράδι θα σου φέρνω λουλούδια, στον Κώστα δεν δίνω φιλιά ποτέ, μου είπε, και με φίλησε, στο μάτι, στη μύτη, στα χείλη κι όταν γύρισε έφερε μια πεόνια, λευκή, σαν χιόνι, έλιωσαν τα χιόνια, έφτασε η άνοιξη, τα φιλιά έγιναν φιλί, πεταχτό στο μάγουλο, τα λουλούδια μαράθηκαν στο βάζο, χωρίς νερό, το νερό είχε εξατμιστεί, είμαι λυπημένη κι εγώ σαν τον Κώστα του είπα ένα πρωί καθώς έφευγε χωρίς φιλί, ο Κώστας είναι άνεργος μου είπε, με πλησίασε, μου χάιδεψε το μάγουλο και καθώς απομακρυνόταν ακούμπησε ο ώμος του στο πινακάκι μου, σβήστηκαν τα γράμματα έμεινε μόνο ένα c, ένα c σαν το κομμένο μου νύχι, σαν φεγγάρι πρώτης μέρας, κι έμεινα να χαζεύω το c και τη μουντζουρωμένη μαργαρίτα, το νύχι ξαναμεγαλώνει, το φεγγάρι ξαναγεμίζει, ο έρωτας.
Άρτεμις Ψιλοπούλου