Το μεγάλο κατάστημα

Έργο του Ότο Ντιξ
Έργο του Ότο Ντιξ

Εν Λευ­κο­χω­ρίω, 16-9-1960


Αγα­πη­μέ­νε μου σύ­ζυ­γε Επα­μει­νών­δα,

Πώς εί­σαι εις την υγεί­αν σου; Πώς ήταν το πρώ­το σου τα­ξί­δι; Εμείς εί­με­θα κα­λά. Ο γιος μας Κυ­ριά­κος περ­πά­τη­σε. Κα­θό­μα­σταν στην κου­ζί­να, τον κρα­τού­σα από τα χέ­ρια κι εκεί­νος στά­θη­κε όρ­θιος, πιά­στη­κε από μια κα­ρέ­κλα, έκα­νε δέ­κα βή­μα­τα προς το κο­μό που φυ­λάω τα κε­ντη­μέ­να σε­ντό­νια κι ύστε­ρα έπε­σε στο πά­τω­μα. Έτρε­ξα κο­ντά του για να ιδώ μή­πως εχτύ­πη­σεν, όμως αυ­τός άρ­χι­σε να γε­λά­ει και να χτυ­πά­ει πα­λα­μά­κια. Νο­μί­ζω πως σου ομοιά­ζει. Έχει τα μά­τια σου κι ένα ίδιο λακ­κά­κι στο αρι­στε­ρό μά­γου­λο. Όταν θα επι­στρέ­ψεις από τας Ιν­δί­ας, να τον πά­ρεις να πά­τε στην πό­λη. Μου εί­παν πως δί­πλα από τη λέ­σχη αξιω­μα­τι­κών, άνοι­ξε ένα με­γά­λο κα­τά­στη­μα. Έχει βε­λού­δι­να υφά­σμα­τα από την Αγ­γλία, αρώ­μα­τα από το Πα­ρί­σι, κο­λιέ­δες με γυά­λι­νες χά­ντρες από το Μου­ρά­νο, πο­λύ­χρω­μες βε­ντά­λιες απ’ τη Σι­γκα­πού­ρη και ξύ­λι­νες στρογ­γυ­λές κού­κλες, που μπαί­νει η μία μέ­σα στην άλ­λη, από ένα μέ­ρος που δεν θυ­μά­μαι το όνο­μά του. Λέ­νε πως σ’ αυ­τό το μέ­ρος έχει δρι­μύ ψύ­χος και πως οι άν­θρω­ποι φο­ρά­νε αρ­κου­δο­τό­μα­ρα όλο τον χρό­νο. Το χαρ­τί και το με­λά­νι με τα οποία σου γρά­φω εί­ναι από το με­γά­λο κα­τά­στη­μα. Ζή­τη­σα από τη δα­σκά­λα να μου τα φέ­ρει. Το χαρ­τί μο­σχο­βο­λά­ει κέ­δρο και σφε­ντά­μι, όπως το δά­σος της Μό­δε­νας κά­θε που βρέ­χει. Kοι­τάω το με­λά­νι μέ­σα στο δο­χείο. Εί­ναι πη­χτό και μαύ­ρο, oμοιά­ζει με αί­μα σκο­τω­μέ­νου σκύ­λου, όμως μό­λις ακου­μπά­ει στο χαρ­τί γί­νε­ται λε­πτό σαν κλω­στή. Τα γρα­φτι­κά κό­στι­σαν 80 δραχ­μές. Πή­ρα από τα λε­φτά που μου έστει­λες. Το νοι­κο­κυ­ριό το κου­μα­ντά­ρω κα­λά. Σε λί­γες μέ­ρες θα αγο­ρά­σω ύφα­σμα για να ρά­ψω στον Κυ­ριά­κο ένα ζα­κε­τά­κι. Με ξύ­λι­να κου­μπιά, βε­λούρ για­κά και δυο τε­τρά­γω­νες τσέ­πες από τσό­χα. Όταν έρ­θεις, θα εί­ναι πια βα­ρύς χει­μώ­νας. Θα κα­τέ­βουν πά­λι οι λύ­κοι στο χω­ριό.

Σε ανα­μέ­νω,

Η γυ­ναί­κα σου Μα­ρία

Εν Λευ­κο­χω­ρίω, 20-12-1960

Αγα­πη­μέ­νε μου σύ­ζυ­γε Επα­μει­νών­δα,

Έλα­βα το τη­λε­γρά­φη­μά σου. Ελυ­πή­θην πο­λύ που δεν θα έλ­θεις στις γιορ­τές. Σου απο­στέλ­λω μια φω­το­γρα­φία του Κυ­ριά­κου. Τη βγά­λα­με την προη­γού­με­νη εβδο­μά­δα στο φω­το «Μά­νος». Τον ένι­ψα, του επέ­ρα­σα τα μαλ­λιά με εκεί­νη τη χτέ­να από ταρ­τα­ρού­γα που εί­χες φέ­ρει από την Αντ­βέρ­μπη κι ύστε­ρα του εφό­ρε­σα τα βα­φτι­στι­κά του. Ο φω­το­γρά­φος τον κά­θι­σε πά­νω σε ένα δερ­μά­τι­νο πουφ κι όλο έλε­γε, «Κυ­ριά­κο, εδώ κοί­τα. Σε βλέ­πει ο μπα­μπάς». Εκεί­νος γε­λού­σε κι άπλω­νε τα χέ­ρια του για να πιά­σει τον φα­κό. Ύστε­ρα ο κύ­ριος Μά­νος μού εί­πε να τον πά­ρω αγκα­λιά και να βγού­με μα­ζί φω­το­γρα­φία. Όμως δεν ήθε­λα. Εί­χα άφτια­χτα μαλ­λιά και φό­ρα­γα μια πα­λιά μπλού­ζα. Όταν ετε­λειώ­σα­με, το παι­δί πή­γε πί­σω από το τρι­πό­δι της μη­χα­νής κι άρ­χι­σε να σε ψά­χνει. Κοί­τα­γε τη φυ­σού­να, έπια­νε το πα­νί, πέρ­να­γε ανά­με­σα απ’ τα ξύ­λα. Ύστε­ρα έβα­λε τα κλά­μα­τα. Σή­με­ρα στό­λι­σα το δέ­ντρο και το έβα­λα στο πα­ρά­θυ­ρο του σα­λο­νιού. Στη μπρο­στι­νή με­ριά, αυ­τή που βλέ­πει στον δρό­μο, κρέ­μα­σα τις γυά­λι­νες μπά­λες που εί­χα­με αγο­ρά­σει μα­ζί. Εν­θυ­μά­σαι εκεί­νη την αση­μέ­νια που μοιά­ζει με χιο­νο­νι­φά­δα; Έχει σπά­σει λί­γο στην κο­ρυ­φή, όμως της πέ­ρα­σα τη βε­λού­δι­νη κορ­δέ­λα που μου ‘χαν δέ­σει τα γρα­φτι­κά από το με­γά­λο κα­τά­στη­μα, κι έπει­τα τη στε­ρέ­ω­σα ψη­λά για να μην φαί­νε­ται η ρα­γι­σμα­τιά. Ο Κυ­ριά­κος δεν αφή­νει από τα χέ­ρια του ένα γυά­λι­νο που­λά­κι με φου­ντω­τό λο­φίο. Πριν κοι­μη­θεί το κρε­μά­ει σ’ ένα κλα­δί πά­νω στο δέ­ντρο, του χαϊ­δεύ­ει τη ρά­χη και το πρωί το ξε­κρε­μά­ει. «Τσί­ου τσί­ου» μου λέ­ει και κου­νά­ει τις πα­λά­μες του ωσάν να πε­τά­ει. Το δέ­ντρο μας δεν έχει αστέ­ρι. Κά­που πα­ρά­πε­σε και δεν το βρί­σκω. Θα κό­ψω ένα από σκλη­ρό χαρ­τό­νι και θα το βά­ψω με κόκ­κι­νη μπο­γιά.

Σε ανα­μέ­νω,

Η γυ­ναί­κα σου Μα­ρία

Εν Λευ­κο­χω­ρίω, 15-1-1961

Αγα­πη­μέ­νε μου σύ­ζυ­γε Επα­μει­νών­δα,

Σου εύ­χο­μαι Κα­λή Χρο­νιά και να σε έχο­μεν σύ­ντο­μα κο­ντά μας. Πώς τα περ­νά­τε εις το βα­πό­ρι; Εμείς υγιαί­νου­με. Την πα­ρα­μο­νή των Φώ­των, πή­γα­με με τη δα­σκά­λα και τον Κυ­ριά­κο στο με­γά­λο κα­τά­στη­μα. Εί­ναι ένα δί­πα­το κτή­ριο, έχει τέσ­σε­ρα μπαλ­κό­νια με μπρού­τζι­να κά­γκε­λα που μπλέ­κο­νται με­τα­ξύ τους και φτιά­χνουν λου­λού­δια και μι­κρά που­λιά, και το ‘χουν βά­ψει σ’ αυ­τό το πα­ρά­ξε­νο χρώ­μα που έχει η ψί­χα του ώρι­μου σύ­κου. Δεν ομοιά­ζει με τα μα­γα­ζιά που ξέ­ρου­με με τα σκο­νι­σμέ­να ρά­φια, τα πο­λυ­και­ρι­σμέ­να κου­τιά με τις κου­βα­ρί­στρες, τα χαρ­τό­κου­τα με τις φα­νέ­λες, τους βρώ­μι­κους πά­γκους, τις κι­τρι­νι­σμέ­νες δα­ντέ­λες, τα πα­ρά­ται­ρα κου­μπιά και τα σκου­ρια­σμέ­να ζύ­για. Εκεί μέ­σα όλα εί­ναι κα­θα­ρά, μο­σχο­βο­λι­στά, τα­χτο­ποι­η­μέ­να κι έχου­νε κά­τι χρώ­μα­τα ολο­ζώ­ντα­να. Στην εί­σο­δο κά­θε­ται ένας φρε­σκο­ξυ­ρι­σμέ­νος υπάλ­λη­λος με λι­βρέα κι ανοι­γο­κλεί­νει την πόρ­τα. Μας εί­πε «κα­λώς ορί­σα­τε, κυ­ρί­ες μου», έδω­σε στον Κυ­ριά­κο μια κα­ρα­μέ­λα κι ύστε­ρα όταν φεύ­γα­με μας εί­πε πά­λι «κα­λό δρό­μο να έχε­τε» και ξα­νά­δω­σε στο παι­δί μια κα­ρα­μέ­λα. Αυ­τό που μου έκα­νε τη με­γα­λυ­τέ­ρα εντύ­πω­ση ήταν οι πω­λή­τριες. Έχουν όλες αλα­βά­στρι­να δέρ­μα­τα και μια ελιά στο πά­νω χεί­λος. Αλη­θι­νή, ψεύ­τι­κη θα σε γε­λά­σω. Δεν αγό­ρα­σα πολ­λά από το με­γά­λο κα­τά­στη­μα. Πή­ρα ένα σετ με αυ­το­κι­νη­τά­κια στον Κυ­ριά­κο κι ένα μπλε μάλ­λι­νο σκου­φί το οποίο σου εσω­κλείω. Η πω­λή­τρια μού εί­πε πως δεν το περ­νά­ει ού­τε νε­ρό ού­τε κρύο. Κά­θε βρά­δυ, λού­ζο­μαι με χα­μο­μή­λι και ρο­δό­νε­ρο, ύστε­ρα βά­ζω το σκου­φί πά­νω στο μα­ξι­λά­ρι κι απο­κοι­μιέ­μαι. Θυ­μά­σαι κα­θό­λου πως μύ­ρι­ζαν τα μαλ­λιά μου; Προ­χθές, βε­λό­νια­σα μια πορ­το­κα­λί κλω­στή κι εκέ­ντη­σα πά­νω στο γεί­σο το «Ε» από το όνο­μά σου. Αν κοι­τά­ξεις κα­λά θα δεις ότι η πά­νω γραμ­μή γέρ­νει. Εί­ναι για­τί κρά­τα­γα το χέ­ρι του παι­διού και περ­νά­γα­με μα­ζί πά­νω-κά­τω τη βε­λό­να. Με­τά το παι­δί τρυ­πή­θη­κε κι άρ­χι­σε να κλαί­ει.

Σε ανα­μέ­νω,

Η γυ­ναί­κα σου Μα­ρία

Εν Λευ­κο­χω­ρίω, 20-2-1961

Αγα­πη­μέ­νε μου σύ­ζυ­γε Επα­μει­νών­δα,

Σήμε­ρα το πρωί ήρ­θαν και με επή­ραν με ένα αυ­το­κί­νη­το του λι­με­νι­κού. «Δια προ­σω­πι­κήν σας υπό­θε­σιν», έτσι μου μή­νυ­σαν. Φό­ρε­σα ένα φαρ­δύ φου­στά­νι πά­νω από τη νυ­χτι­κιά, έπια­σα τα μαλ­λιά μου, άφη­σα το παι­δί στη γει­τό­νισ­σα και μπή­κα στο αμά­ξι. Στο δρό­μο, ένας νε­α­ρός με στο­λή και κο­κά­λι­να γυα­λιά, μου εί­πε σι­γα­νά πως προ τεσ­σά­ρων ημε­ρών το «Άπτε­ρα» ναυά­γη­σε και πως λυ­πά­ται πο­λύ. Δεν τον πί­στε­ψα. Υπάρ­χουν κι άλ­λα «Άπτε­ρα». Εγ­γλέ­ζι­κα, γαλ­λι­κά, ελ­βε­τι­κά, τούρ­κι­κα, ρώ­σι­κα, σπα­νιό­λι­κα, πα­να­μέ­ζι­κα. Εμείς σε ανα­μέ­νο­μεν στις 27 του μή­να. Κρέ­μα­σα και­νούρ­γιες κουρ­τί­νες στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα, έφτια­ξα γλυ­κό πορ­το­κά­λι κι έτρι­ψα τα πα­τώ­μα­τα. Η μυ­γδα­λιά στην αυ­λή μας άν­θι­σε. Τα μπου­μπού­κια της έχου­νε φέ­τος ένα πα­ρά­ξε­νο χρώ­μα, σχε­δόν μοβ, σαν τις κορ­δέ­λες που κρε­μά­νε στον Πα­ντο­κρά­το­ρα τη Με­γά­λη Πα­ρα­σκευή. Στην πό­λη με πή­γα­νε σ’ ένα νο­σο­κο­μείο. Μπαί­να­με σε αί­θου­σες, βγαί­να­με σε δια­δρό­μους, κα­τε­βαί­να­με σκά­λες, κι ο νε­α­ρός με τα κο­κά­λι­να γυα­λιά όλο με ρώ­τα­γε, «εί­στε κα­λά, κυ­ρία;». Δεν έλε­γα τί­πο­τα. Μό­νο σκε­φτό­μουν πως θα έλ­θεις και τα χέ­ρια μου τρέ­μα­νε. Με βά­λα­νε σ’ ένα δω­μά­τιο χω­ρίς πα­ρά­θυ­ρα που ‘ταν γε­μά­το με συρ­τά­ρια. Εκεί μου δεί­ξα­νε έναν με μαύ­ρα μαλ­λιά, γε­μά­τα χεί­λια κι ένα λακ­κά­κι στο αρι­στε­ρό μά­γου­λο. Τα ψά­ρια τού εί­χα­νε φά­ει τους οφθαλ­μούς. Ύστε­ρα βγά­λα­νε από ένα συρ­τά­ρι μια σα­κού­λα και μου τη δώ­σα­νε. Μέ­σα εί­χε ένα μάλ­λι­νο σκου­φί που πά­νω στο γεί­σο του ήταν κε­ντη­μέ­νο ένα στρα­βό «Ε». Ο νε­α­ρός με ρώ­τη­σε «αυ­τός εί­ναι κυ­ρία;». Δεν του ‘πα τί­πο­τα, μό­νο εζή­τη­σα να με γυ­ρί­σει σπί­τι. Μπρο­στά απ’ το με­γά­λο κα­τά­στη­μα του ‘κα­να νό­η­μα να στα­μα­τή­σει. Το ετοι­μά­ζα­νε για τις Από­κριες. Ο πορ­τιέ­ρης με τη λι­βρέα ήταν ντυ­μέ­νος κλό­ουν. Φό­ρα­γε μια παρ­δα­λή στο­λή και κά­τι χο­ντρο­πά­που­τσα που άμα τα πά­τα­γες, έβγα­ζαν έναν ήχο σαν ουρ­λια­χτό. Όταν έρ­θεις, να φέ­ρεις τον Κυ­ριά­κο εις το με­γά­λο κα­τά­στη­μα. Kαι μό­λις δεί­τε τον κλό­ουν, κρά­τα του σφι­χτά το χέ­ρι. Κα­μιά φο­ρά φο­βά­ται.

Σε ανα­μέ­νω,

Η γυ­ναί­κα σου Μα­ρία

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: