Το μακρύ ταξίδι για την Μοντάνα

Το μακρύ ταξίδι για την Μοντάνα

Κάτι πρέ­πει να έχει το Γκρέιτ Φολς που ελ­κύ­ει τη λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρα­γω­γή. Δεν έχω πά­ει πο­τέ ως εκεί και δεν θα μπο­ρού­σα να γνω­ρί­ζω και πολ­λά πράγ­μα­τα γι’ αυ­τή την πό­λη της Πο­λι­τεί­ας της Μο­ντά­να. Υπήρ­χαν μό­νο οι σπο­ρα­δι­κές ανα­φο­ρές της πα­λιάς μου αγα­πη­μέ­νης Φαίη Μα­κΛά­φλιν –πε­νή­ντα πέ­ντε χι­λιά­δες κά­τοι­κοι, άψο­γα ορ­θο­γω­νι­σμέ­νος πο­λε­ο­δο­μι­κός ιστός, φαρ­δείς δρό­μοι ζω­σμέ­νοι από παρ­τέ­ρια, άφθο­να πάρ­κα, όπως λ.χ. το Γκί­μπ­σον Παρκ, κα­τά μή­κος του πο­τα­μού Μι­σού­ρι, όπου η Τέ­ρι εί­χε χά­σει την παρ­θε­νιά της από έναν συμ­μα­θη­τή της στη βρα­διά της απο­φοί­τη­σης. Υπήρ­χε ακό­μη μια επι­φα­νεια­κή έρευ­να στο δια­δί­κτυο αλ­λά και η έμ­με­ση συμ­βο­λή της πε­ζο­γρα­φί­ας ή του σι­νε­μά, όταν ασχο­λού­νται με τό­πους που η γε­ω­γρα­φι­κή μου φα­ντα­σία κα­τα­τάσ­σει στους ομοει­δείς ή ομο­λό­γους, δη­λα­δή τους έχο­ντες τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά με τα οποία έχω εν­δύ­σει το Γκρέιτ Φολς. Λό­γου χά­ριν Ο Γη­τευ­τής των αλό­γων, τό­σο ως ται­νία όσο και ως βι­βλίο, εί­ναι μια πο­λύ­τι­μη πη­γή πλη­ρο­φο­ριών για την Μο­ντά­να, αν και Προ­σο­χή! όχι ει­δι­κά για το Γκρέιτ Φολς. Πα­ρ’ όλα αυ­τά μπο­ρείς να αντλή­σεις μια κα­λή αί­σθη­ση για τη ζωή σε αυ­τές τις εσχα­τιές υπό την προ­ϋ­πό­θε­ση φυ­σι­κά ότι δια­θέ­τεις τις ικα­νό­τη­τες να γειώ­σεις το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό φορ­τίο του έρ­γου και να ανα­γνώ­σεις λί­γο προ­σε­κτι­κό­τε­ρα το το­πίο με την ελ­πί­δα ότι δεν εί­ναι υπερ­βο­λι­κά προ­σε­κτι­κά επι­λεγ­μέ­νο και άρα εξι­δα­νι­κευ­μέ­νο. Αν δεν έχε­τε δει την ται­νία, δεί­τε την και θα κα­τα­λά­βε­τε τι εν­νοώ. Ρό­μπερτ Ρέ­ντ­φορντ, Κρί­στιν Σκοτ Τό­μας, Σκάρ­λετ Γιό­χαν­σον ως άτυ­χη παι­δί­σκη που έχει χά­σει το πό­δι της και θα ανα­βα­πτι­σθεί στη ζωή εκεί στην από­μα­κρη κι ει­δυλ­λια­κή Μο­ντά­να. Δυο ευ­χά­ρι­στες ώρες και λί­γο σω­τή­ριο κλά­μα με φό­ντο ποι­κί­λα βου­κο­λι­κά το­πία δεν εί­ναι και λί­γο στους και­ρούς που ζού­με. Υπάρ­χει βε­βαί­ως και το ομό­τι­τλο βι­βλίο του Νί­κο­λας Έβανς, στις εκ­δό­σεις Ωκε­α­νί­δα αν θυ­μά­μαι κα­λά, όπου μπο­ρεί­τε να ελέγ­ξε­τε την γε­ω­γρα­φι­κή σας φα­ντα­σία. Όμως πα­ρέκ­κλι­να του στό­χου μου.

Η με­γά­λη έκ­πλη­ξη σ’ ό,τι αφο­ρά το Γκρέιτ Φολς ήρ­θε τον Νο­έμ­βριο του 2000 όταν, σ’ ένα από τα ελά­χι­στα τα­ξί­δια μου εκτός Ελ­λά­δος –εί­μαι συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νος αρ­νη­τής του τα­ξι­διού, ένας λά­τρης των δε­κα­πέ­ντε τε­τρα­γω­νι­κών μέ­τρων του γρα­φεί­ου μου όπως εκεί­νος ο Ξα­βιέ ντε Με­στρ- βρέ­θη­κα στη Βαρ­κε­λώ­νη σ’ ένα συ­νέ­δριο υπό την αι­γί­δα του Δή­μου της πό­λης με θέ­μα «Γε­ω­γρα­φία και Λο­γο­τε­χνία: ο τό­πος ως ήρω­ας». Εί­χε εν­δια­φέ­ρου­σες ει­ση­γή­σεις και, εκτός από μυ­θι­στο­ριο­γρά­φους, συμ­με­τεί­χαν αρ­κε­τοί γε­ω­γρά­φοι, ιστο­ρι­κοί και αν­θρω­πο­λό­γοι, κυ­ρί­ως της γαλ­λι­κής σχο­λής ― αν υπάρ­χει ακό­μα κά­τι τέ­τοιο στις μέ­ρες μας. Υπό άλ­λες συν­θή­κες η συ­νά­ντη­ση θα μ’ εν­διέ­φε­ρε πο­λύ, αλ­λά απέ­πνεε έναν υπόρ­ρη­το ακα­δη­μαϊ­σμό που έχω αγω­νι­σθεί σκλη­ρά να απο­βά­λω από τη δου­λειά μου. Έπει­τα, επι­θυ­μού­σα δια­κα­ώς να ικα­νο­ποι­ή­σω την πε­ριέρ­γειά μου γι’ αυ­τή την πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νη με­τα­ο­λυ­μπια­κή Βαρ­κε­λώ­νη, τη νέα της ταυ­τό­τη­τα ως με­σο­γεια­κής μη­τρό­πο­λης και όλες εκεί­νες τις πα­ρεμ­βά­σεις στον αστι­κό της ιστό που ανα­λύ­ο­νταν στον ημε­ρή­σιο ή εξει­δι­κευ­μέ­νο τύ­πο και που πο­λύ θα θέ­λα­με να μι­μη­θού­με και στην Αθή­να εν όψει της Ολυ­μπιά­δας του 2004 – κά­τι που τώ­ρα πια, το γνω­ρί­ζου­με όλοι κα­λά, ού­τε κα­τά διά­νοια δεν συ­νέ­βη. Ελά­χι­στα πα­ρα­κο­λού­θη­σα λοι­πόν τις ερ­γα­σί­ες του συ­νε­δρί­ου και έκα­να απέ­ρα­ντες βόλ­τες στο Μπά­ριο Γκό­θικ πί­νο­ντας ένα κα­φέ στα όρ­θια, αρά­ζο­ντας σε μια μι­κρή πλα­τεία για ένα πο­τή­ρι κρα­σί και μια τά­πα, συ­νε­χί­ζο­ντας μέ­σω Ρά­μπλα προς την Μπαρ­σε­λο­νέ­τα για ένα πιά­το ψη­τές γα­ρί­δες. Δεν με εν­διέ­φε­ρε τό­σο ο Γκα­ου­ντί και οι άλ­λες του­ρι­στι­κές ατρα­ξιόν όσο η ζω­ντά­νια της πό­λης, η αξιο­ποί­η­ση του θα­λασ­σί­ου με­τώ­που, το ξά­νοιγ­μα στη Με­σό­γειο, η ανά­μει­ξη χρή­σε­ων και κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων ― «πό­λη για τους φτω­χούς» την εί­χα ονο­μά­σει σ’ ένα με­τα­γε­νέ­στε­ρο κεί­με­νό μου, στη Νέα Εστία, «αλ­λά όχι για τους μα­τζί­ρη­δες». Πό­λη που περ­πα­τιέ­ται, πό­λη για όλους, πό­λη με λύ­σεις για όλα τα βα­λά­ντια, πό­λη βιώ­σι­μη με την κυ­ριο­λε­κτι­κή έν­νοια του όρου, με το πα­ρελ­θόν να διεισ­δύ­ει απαι­τη­τι­κά στο πα­ρόν όταν δεν το τυ­λί­γει σε μια γοτ­θι­κή αχλή.

Δεν έχα­σα εντού­τοις τα επί­ση­μα δεί­πνα του συ­νε­δρί­ου και μά­λι­στα γνω­ρί­στη­κα με εν­δια­φέ­ρο­ντες τύ­πους, Κα­τα­λα­νούς φυ­σι­κά ως επί το πλεί­στον. Με τον Εν­ρί­κε δε Έριθ και τον Σέρ­ζι Πά­μιες ―με­τα­φρα­σμέ­νους και στα ελ­λη­νι­κά― κά­να­με και ωραί­ες πλά­κες, ει­δι­κά με τον Σέρ­ζι που απο­δεί­χθη­κε ότι εκτός από μά­στο­ρας της μι­κρής φόρ­μας ήταν και αθλη­τι­κο­γρά­φος και πως μι­σού­σε, όπως όλοι στη Βαρ­κε­λώ­νη, τη Ρε­άλ Μα­δρί­της. Κό­ντε­ψα να τον αγκα­λιά­σω όταν μου εί­πε πως το χον­δροει­δέ­στε­ρο έγκλη­μα στην πο­δο­σφαι­ρι­κή ιστο­ρία ―και εί­χε δει προ­φα­νώς πολ­λά― ήταν το πέ­ναλ­τι που δεν δό­θη­κε και που έπρε­πε να συ­νε­πι­φέ­ρει την απο­βο­λή του Ρο­μπέρ­το Κάρ­λος στην από­κρου­σή του εν εί­δει γκολ­κί­περ πά­νω στη γραμ­μή στο σουτ του Μαυ­ρο­γε­νί­δη, σ’ εκεί­νο το ματς της «βα­σί­λισ­σας» με τον Ολυ­μπια­κό στο Σα­ντιά­γο Μπερ­να­μπέ­ου για το Τσά­μπιο­ν’ς Λιγκ. Τον αγά­πη­σα για­τί εί­χα κο­ντέ­ψει να πά­θω απο­πλη­ξία για την εξό­φθαλ­μη αδι­κία από τα βά­θη του κα­να­πέ μου εκεί­νο το βρά­δυ και τον εκτί­μη­σα ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο όταν, αλ­λά­ζο­ντας θέ­μα, τό­νω­σε την αυ­το­πε­ποί­θη­σή μου λέ­γο­ντας ότι εί­χε κρα­τή­σει ανα­λυ­τι­κές ση­μειώ­σεις από την ει­σή­γη­σή μου με θέ­μα «Το­πία και Τό­ποι: τα πο­τά­μια ως λο­γο­τε­χνι­κοί ήρω­ες» όπου πα­λιν­δρό­μη­σα ανά­με­σα στον Μι­σι­σί­πι του Μαρκ Του­έιν, τον πο­τα­μό Κον­γκό του Τζό­ζεφ Κόν­ραντ, τον Βι­στού­λα του Γκί­ντερ Γκρας, τον Ντον του Σο­λό­χοφ, τον Δού­να­βη του Κλα­ού­ντιο Μά­γκρις, και τον δι­κό μου «Λευ­κό Νεί­λο», έρ­γο που δεν έχω ακό­μη ολο­κλη­ρώ­σει πα­ρά τις κά­ποιες προ­δη­μο­σιεύ­σεις. Με­τα­ξύ μας, ού­τε νο­μί­ζω πως θα το ολο­κλη­ρώ­σω πο­τέ δε­δο­μέ­νης της πο­λυ­πλο­κό­τη­τας του θέ­μα­τος και του ατί­θα­σου πραγ­μα­το­λο­γι­κού φορ­τί­ου αλ­λά και του ανα­ντίρ­ρη­του γε­γο­νό­τος ότι η άμε­τρη, πο­λυ­ε­τής έρευ­να κά­νει κα­κό στη λο­γο­τε­χνία, μιας και απο­στε­γνώ­νει τους χυ­μούς της δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας. Πρέ­πει να ξέ­ρεις μ’ άλ­λα λό­για πού να στα­μα­τή­σεις για να μην κα­τα­λή­ξεις να ανα­φω­νείς στο κρε­βά­τι του θα­νά­του «Θεέ μου! Τό­σο χα­μέ­νο υλι­κό!...».

Τέ­λος πά­ντων αυ­τό εί­ναι άλ­λου πα­πά Ευαγ­γέ­λιο και το ανα­φέ­ρω μό­νο για να πω πως, μια νύ­χτα, με­τά από μια τρε­λή βόλ­τα με αυ­το­κί­νη­τα στη νυ­χτε­ρι­νή Βαρ­κε­λώ­νη, εν μέ­σω μιας με­θυ­σμέ­νης υπο­ο­μά­δας συγ­γρα­φέ­ων και άλ­λων σχε­τι­κών με το επάγ­γελ­μα, στην συ­γκρό­τη­ση της οποί­ας εί­χε πρω­το­στα­τή­σει ο Εν­ρί­κε Βί­λα-Μά­τας, και αφού στα­μα­τή­σα­με σε διά­φο­ρα τυ­πι­κά στέ­κια και απο­γί­να­με τύ­φλα, κοι­μή­θη­κα, ού­τε κι εγώ ξέ­ρω για­τί, στο σπί­τι της πε­ρου­βια­νής Ιζα­μπέ­λα Ορ­τέ­γκα, που πρα­κτό­ρευε τό­τε συγ­γρα­φείς προ­ω­θώ­ντας μά­λι­στα και Έλ­λη­νες ―με μέ­τρο, εν­νο­εί­ται― στην αχα­νή ισπα­νό­φω­νη αγο­ρά. Το επό­με­νο πρωί, με το κε­φά­λι κα­ζά­νι αλ­λά με ένα αί­σθη­μα πα­ρα­λυ­τι­κής ευ­φο­ρί­ας να με κα­τα­κλύ­ζει πα­ρά ταύ­τα, με τον δυ­να­τό μαύ­ρο κα­φέ να δια­λύ­ει τη νυ­χτε­ρι­νή ομί­χλη και το Μον­σε­ράτ να φα­ντά­ζει μου­ντό στον βα­ρύ νο­εμ­βριά­τι­κο ου­ρα­νό, η Ιζα­μπέ­λα, κα­λή φί­λη έκτο­τε, με ρώ­τη­σε αν εί­χα συ­να­ντή­σει στο συ­νέ­δριο τον πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νο εκεί­νη τη χρο­νιά για τους Άγριους Ντε­τέ­κτιβ του Ρο­μπέρ­το Μπο­λά­νιο. Απο­ρώ­ντας της εί­πα όχι, ―μα ήταν εκεί;― και τό­τε μου έδω­σε ένα αντί­τυ­πο από τα άρ­τι εκ­δο­θέ­ντα δι­η­γή­μα­τά του με τί­τλο Τη­λε­φω­νή­μα­τα, που αρ­κε­τά αρ­γό­τε­ρα, στα τέ­λη του 2009, κυ­κλο­φό­ρη­σαν και στην Ελ­λά­δα από την Άγρα. Δεν εί­ναι τί­πο­τα σπου­δαίο, εί­πε η Ιζα­μπέ­λα, αλ­λά αι­τιο­λο­γούν το αναι­τιο­λό­γη­το και δι­καιώ­νουν το μη εν­δια­φέ­ρον. Διά­βα­σε, αν θέ­λεις, το τε­λευ­ταίο, το «Βί­ος της Αν Μουρ», και το συ­ζη­τά­με όπο­τε θες.



Το διά­βα­σα το ίδιο βρα­δά­κι στο ξε­νο­δο­χείο μου και δια­πί­στω­σα με έκ­πλη­ξη ότι η ηρω­ί­δα εί­χε ζή­σει στο Γκρέιτ Φολς. Σύμ­πτω­ση, σκέ­φτη­κα ψύ­χραι­μα. Αυ­τό το Γκρέιτ Φολς της Μο­ντά­να για το οποίο μου μι­λά­ει σπο­ρα­δι­κά εδώ και χρό­νια ―επί ένα ολό­κλη­ρο τέ­ταρ­το του αιώ­να― η πα­λιά φί­λη Φαίη Μα­κΛά­φλιν, μια μι­κρο­με­σαία αμε­ρι­κα­νι­κή πό­λη του πλη­θυ­σμια­κού με­γέ­θους της Κο­ζά­νης ή άντε της Λα­μί­ας, χα­μέ­νη στις εσχα­τιές του αμε­ρι­κα­νι­κού Βορ­ρά, με λι­γό­τε­ρο από ενά­μι­ση αιώ­να ζω­ής, σε μια πε­τρε­λαιο­φό­ρα πε­ριο­χή με υψη­λό υδά­τι­νο δυ­να­μι­κό στις πα­ρυ­φές των Βρα­χω­δών Ορέ­ων, αυ­τή λοι­πόν η πό­λη, μία ανά­με­σα σε χι­λιά­δες πα­ρό­μοιες της αμε­ρι­κα­νι­κής εν­δο­χώ­ρας, έχει απα­σχο­λή­σει τον Χι­λια­νό Μπο­λά­νιο, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή φι­γού­ρα στο συ­νά­φι μας, εξό­ρι­στο ή αυ­το­ε­ξό­ρι­στο στο Με­ξι­κό, δεν εί­ναι σα­φές, και τώ­ρα κά­τοι­κο Βαρ­κε­λώ­νης. Ίσως επει­δή ση­μα­το­δο­τεί ένα όριο, σκέ­φθη­κα τό­τε, ίσως επει­δή έχει να κά­νει με ακρί­τες. Αν και στο δι­ή­γη­μά του ο Μπο­λά­νιο προ­σπερ­νά το Γκρέιτ Φολς κά­πως ελα­φρά τη καρ­δία, σαν κά­τι το αυ­το­νό­η­το, σαν ένα απλό το­πω­νύ­μιο, ίσως ως κά­τι αντι­δια­με­τρι­κό προς την Πού­ντα Αρέ­νας της χι­λια­νής νό­τιας εσχα­τιάς, έκ­θε­της στους πα­γω­μέ­νους ανέ­μους της Ανταρ­κτι­κής και στα άγρια κύ­μα­τα του Πορ­θμού του Μαγ­γε­λά­νου.



Για να εί­μαι ει­λι­κρι­νής, με ενό­χλη­σε κά­πως το ότι ο συγ­γρα­φέ­ας δεν μας λέ­ει τί­πο­τα ου­σιώ­δες για τον ίδιο τον τό­πο. Το Γκρέιτ Φολς του Μπο­λά­νιο εί­ναι απλώς ένα ση­μείο στον χάρ­τη, τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω από μια ακό­μη πό­λη όπου η ηρω­ί­δα του Αν Μουρ έζη­σε μέ­ρος της ζω­ής της αφού ο πα­τέ­ρας της με­τα­τέ­θη­κε εκεί όταν εκεί­νη ήταν ακό­μη παι­δά­κι στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’50. Τί­πο­τα άλ­λο ή σχε­δόν τί­πο­τα. Ένας τό­πος άνευ ση­μα­σί­ας, όπως συ­χνά εμ­φα­νί­ζο­νται οι τό­ποι στα βιο­γρα­φι­κά ση­μειώ­μα­τα ή στα αυ­τιά των βι­βλί­ων: γεν­νή­θη­κε λ. χ. το 1955 στο Σα­ντα­ντέρ της Χώ­ρας των Βά­σκων ή το 1962 στην Ατα­λά­ντη Φθιώ­τι­δας. Και λοι­πόν; Για­τί τό­ση ανε­με­λιά για τον γε­ω­γρα­φι­κό χώ­ρο, δη­λα­δή για τους τό­πους που συ­νι­στού­σαν κα­τά σύμ­πτω­ση το θέ­μα της συ­νά­ντη­σης που με εί­χε φέ­ρει στη Βαρ­κε­λώ­νη; Ίσως για­τί δεν επρό­κει­το πα­ρά για μια κα­τά­στα­ση του νου, για κά­τι έξω από την εμπει­ρία του. Ανα­ζή­τη­σα τον Μπο­λά­νιο αρ­γό­τε­ρα το ίδιο από­γευ­μα στην αί­θου­σα του συ­νε­δρί­ου αλ­λά δεν ήταν εκεί. Απλώς πέ­ρα­σε χτες για μι­σή ώρα και έπει­τα εξα­φα­νί­στη­κε, μου εί­πε ο Αδόλ­φο Γκαρ­σία Τσά­βες από το Βα­για­δο­λίδ. Δεν μέ­νει σε κά­τι τέ­τοια για πο­λύ. Τα πα­ρά­τη­σα κι εγώ και κά­θι­σα δί­πλα στην Ιζα­μπέ­λα πε­ρι­μέ­νο­ντας το τέ­λος των ερ­γα­σιών και το απο­χαι­ρε­τι­στή­ριο δεί­πνο.



Κά­τι όμως μ’ έτρω­γε πια σε σχέ­ση μ’ αυ­τό το Γκρέιτ Φολς, τό­σο που σκέ­φτη­κα ν’ ανα­ζη­τή­σω την Φαίη ―εί­χα­με να μι­λή­σου­με κά­τι χρό­νια― και να της πω για την ανα­κά­λυ­ψή μου αυ­τή που πι­θα­νό­τα­τα δεν θα της έλε­γε και πολ­λά αφού δεν πρέ­πει καν να γνώ­ρι­ζε την ύπαρ­ξη του Ρο­μπέρ­το Μπο­λά­νιο. Εκνευ­ρι­ζό­μουν με τον Χι­λια­νό που εί­χε το θρά­σος να αξιο­ποιεί με τό­ση ευ­κο­λία απλές ιδέ­ες, υπο­βάλ­λο­ντάς μας μά­λι­στα στο μαρ­τύ­ριο της ανα­σκα­φής κά­ποιου νο­ή­μα­τος που πι­θα­νό­τα­τα δεν υπάρ­χει καν. Θέ­λει τα­λέ­ντο αυ­τό, μην έχε­τε κα­μιά αμ­φι­βο­λία. Όμως θε­ώ­ρη­σα την σύμ­πτω­ση αυ­τή ως αφορ­μή για μια ευ­ρύ­τε­ρη ανα­ζή­τη­ση. Με την επι­στρο­φή μου στην Αθή­να άρ­χι­σα να ψά­χνω μα­νιω­δώς, όπο­τε εί­χα χρό­νο, στη βι­βλιο­θή­κη μου ―ένα πραγ­μα­τι­κό χά­ος― ανά­με­σα σε Αμε­ρι­κα­νούς συγ­γρα­φείς και με­τά από λί­γες μέ­ρες βρή­κα αυ­τό που γύ­ρευα. Επρό­κει­το για ένα βι­βλίο που βρι­σκό­ταν στο ρά­φι με τα πα­ρα­γκω­νι­σμέ­να, την Άγρια Ζωή του Ρί­τσαρντ Φορντ (Ζα­χα­ρό­που­λος 1998), που βάλ­θη­κα αμέ­σως να το κα­τα­βρο­χθί­σω. Εκ­κι­νού­σε από την με­τοί­κη­ση μιας τρι­με­λούς οι­κο­γέ­νειας στο Γκρέιτ Φολς ― ναι! ναι! στο Γκρέιτ Φολς της Φαίη Μα­κΛά­φλιν. Μά­λι­στα, όπως δια­πί­στω­σα με έκ­πλη­ξη, η αφή­γη­ση αρ­χί­ζει τον Σε­πτέμ­βρη του 1960, ― χρο­νο­λο­γία όπου και η Φαίη εί­χε φτά­σει σ΄ αυ­τό το Γκρέιτ Φολς για πρώ­τη φο­ρά- με τις με­γά­λες φω­τιές να κα­τα­τρώ­γουν τα Ρό­κι Μά­ου­ντενς, αν και οι όποιες ομοιό­τη­τες στα­μα­τού­σαν εδώ. Θυ­μή­θη­κα αίφ­νης μια συ­νέ­ντευ­ξή του Φορντ στους Τάιμς όπου δή­λω­νε ότι θα χρη­σι­μο­ποιού­σε το Γκρέιτ Φόλς ως βά­ση για ένα άλ­λο βι­βλίο που σχε­δί­α­ζε με τον προ­σω­ρι­νό τί­τλο Κα­να­δάς. Ξαφ­νι­κά σκέ­φτη­κα ότι η Φαίη με δού­λευε όλα αυ­τά τα χρό­νια υιο­θε­τώ­ντας ιστο­ρί­ες που κά­που εί­χε δια­βά­σει, αλ­λά προ­φα­νώς δεν εί­χαν έτσι τα πράγ­μα­τα αφού εί­χε ξε­κι­νή­σει την αφή­γη­σή της στην πρώ­τη μας συ­νά­ντη­ση, στην Χρυ­σο­πη­γή τής Σίφ­νου τον Ιού­λιο του 1974 και την ολο­κλή­ρω­σε ―αν την εί­χε ολο­κλη­ρώ­σει, εγώ πά­ντως ήλ­πι­ζα πως όχι― δύο δε­κα­ε­τί­ες αρ­γό­τε­ρα. Φορντ (εις δι­πλούν μά­λι­στα) και Μπο­λά­νιο την εί­χαν λοι­πόν ακο­λου­θή­σει χρο­νο­λο­γι­κά.

Ένιω­σα κομ­μά­τι ηλί­θιος, μιας και κα­τά­λα­βα πως την ιστο­ρία της Φαίη μπο­ρού­σα να την εί­χα κι εγώ αξιο­ποι­ή­σει λο­γο­τε­χνι­κά, κά­τι που δεν έκα­να, κα­θώς προ­φα­νώς δεν εί­χα τη φλέ­βα των εν λό­γω συ­να­δέλ­φων ― ας μου επι­τρα­πεί η χρή­ση του όρου. Η Μού­σα ―μια Αμε­ρι­κα­νί­δα Μού­σα― με εί­χε επι­σκε­φθεί κα­τ’ επα­νά­λη­ψη κι εγώ της εί­χα γυ­ρί­σει την πλά­τη. Βέ­βαια εί­χα και τα δί­κια μου, για­τί ποιος θα νοια­ζό­ταν στην εσω­στρε­φή ―και μά­λι­στα με έντο­να τό­τε ακό­μα αντια­με­ρι­κα­νι­κά αι­σθή­μα­τα― Ελ­λά­δα για μια ιστο­ρία που εκτυ­λίσ­σε­ται, εν μέ­ρει του­λά­χι­στον, στο Γκρέτ Φολς της Μο­ντά­να; Μιας Πο­λι­τεί­ας όπου κα­τέ­λη­γαν στις μέ­ρες μας πε­ρι­θω­ρια­κοί, πα­ρά­φρο­νες, πα­ρα­στρα­τιω­τι­κοί, ακό­μη και οι­κο­λό­γοι βομ­βι­στές ή ρι­ζο­σπά­στες αρ­νη­τές της βιο­μη­χα­νι­κής κοι­νω­νί­ας σαν εκεί­νο τον ιδιο­φυή κα­τά τα άλ­λα Unabomber που έστελ­νε πα­γι­δευ­μέ­νες επι­στο­λές ― βόμ­βες; Κα­τέ­λη­ξα με­τά από πολ­λή σκέ­ψη πως ίσως κά­ποιος εκ­δό­της να εν­δια­φε­ρό­ταν, αν και για λό­γους άσχε­τους προς τον τό­πο.

Την νύ­χτα της πα­ρα­μο­νής του Millennium ―εν­νοώ όχι βέ­βαια του 2000 αλ­λά του 2001 όπως εί­ναι το σω­στό― άνοι­ξα την φθαρ­μέ­νη ατζέ­ντα μου και τη­λε­φώ­νη­σα στο Γκρέιτ Φολς, στο σπί­τι του παπ­πού της Τε­ρέ­ζας, του Τε­λό­νιους, που απ’ ό,τι γνώ­ρι­ζα εί­χε εγκα­τα­λεί­ψει τον κό­σμο τού­το σχε­δόν αιω­νό­βιος το 1996, αλ­λά κα­νείς δεν απά­ντη­σε. Έπει­τα κά­λε­σα στο ράν­τσο του στο Κα­σκέιντ όπου πρέ­πει να ζού­σε από και­ρό ο αδελ­φός της Φαίη, ο Νικ, που τώ­ρα πια θα έπρε­πε να εί­ναι ―για να δού­με― σα­ρα­ντα­πε­ντά­ρης και βά­λε, και όπου μια γυ­ναι­κεία χα­ρω­πή φω­νή με έν­ρι­νη προ­φο­ρά, εμ­φα­νώς εν­θου­σια­σμέ­νη που κά­ποιος τη­λε­φω­νού­σε από τό­σο μα­κριά για να ευ­χη­θεί, αυ­το­συ­στή­θη­κε ως Σι­γκούρ­νεϊ ―σύ­ζυ­γος του Νικ― και εν μέ­σω μιας μου­σι­κής υπό­κρου­σης από κά­λα­ντα και κά­ποιας γκρι­νιά­ρι­κης παι­δι­κής φω­νής, μου εί­πε ότι φυ­σι­κά εί­χε ακου­στά για μέ­να από την κου­νιά­δα της και ότι με λί­γη τύ­χη μπο­ρού­σα να την βρω στο Holiday Inn τής Χε­λέ­να, δί­νο­ντάς μου μά­λι­στα τον αριθ­μό. Ανταλ­λά­ξα­με με­ρι­κές ευ­γε­νι­κές φι­λο­φρο­νή­σεις και σε μια επί­δει­ξη ελ­λη­νο­πρε­πούς επι­πο­λαιό­τη­τας, την κά­λε­σα, πριν το κλεί­σω, στην Ελ­λά­δα, όπο­τε ήθε­λε, εν­νο­εί­ται με τον Νικ και όλη την οι­κο­γέ­νεια. Ακού­στη­κε εν­θου­σια­σμέ­νη ― θα το δια­βί­βα­ζε, δεν εί­χε πο­τέ επι­σκε­φθεί την Ευ­ρώ­πη. Ένιω­σα αίφ­νης κι εγώ εν­θου­σια­σμέ­νος γι’ αυ­τή την νοη­τή πλο­ή­γη­ση στον κό­σμο της Μο­ντά­να, μιας και ακό­μη κι από αυ­τή την από­στα­ση εί­χα μιαν απει­ρο­ε­λά­χι­στη έστω επί­δρα­ση σε όσα συ­νέ­βαι­ναν την συ­γκε­κρι­μέ­νη στιγ­μή εκεί. Έμοια­ζε σαν η ύπαρ­ξή μου να εμ­φυ­τευό­ταν σ’ αυ­τές τις εσχα­τιές ― σαν να γι­νό­μουν κι εγώ, για μια στιγ­μή έστω, μέ­ρος της ιστο­ρί­ας της πε­ριο­χής, από ωτα­κου­στής που εί­χα υπάρ­ξει ως τό­τε.

Τη­λε­φώ­νη­σα λοι­πόν στη Χε­λέ­να, την πρω­τεύ­ου­σα της πα­γω­μέ­νης, όπως την φα­ντα­ζό­μουν, Πο­λι­τεί­ας και μέ­σα από με­θυ­σμέ­νες φω­νές και «Happy New Year» και ήχους από μια Μπιγκ Μπαντ που στο βά­θος έπαι­ζε κά­τι σαν πα­λιο­μο­δί­τι­κο σουίνγκ, ανα­δύ­θη­κε με­τά από τη σχε­τι­κή ανα­μο­νή η τό­σο οι­κεία, αρ­γό­συρ­τη φω­νή της Φαίη Μα­κΛά­φλιν. Της χρειά­στη­κε ώρα για να κα­τα­λά­βει με ποιον μι­λού­σε μέ­σα απ’ αυ­τό τον ορυ­μα­γδό κι ενώ κά­ποιος της τρα­βο­λο­γού­σε με χά­χα­να το ακου­στι­κό, αλ­λά εντέ­λει ζή­τη­σε συγ­γνώ­μη, πρέ­πει να με­τέ­φε­ρε την συ­σκευή σε κά­ποιο από­με­ρο ση­μείο, στο μπω­ντουάρ ή κά­τι τέ­τοιο, για­τί αίφ­νης τσου­γκρί­σμα­τα και φω­νές πνί­γη­καν σαν να τα σκέ­πα­σε κου­βέρ­τα και την άκου­σα να μου λέ­ει, Εί­μαι συ­γκι­νη­μέ­νη αρ­χαίε μου ερα­στή, μια πε­νη­ντά­ρα συ­γκι­νη­μέ­νη, κι εγώ της έλε­γα για το Γκρέιτ Φολς, κι εκεί­νη δεν κα­τα­λά­βαι­νε για­τί όλα αυ­τά, και τό­τε δεν άντε­ξα να μην την ρω­τή­σω αν εί­χε αφη­γη­θεί την ιστο­ρία της στον Ρί­τσαρντ Φορντ ή τον Ρο­μπέρ­το Μπο­λά­νιο και εντέ­λει εί­πε, σε ποιους, και σε ποια ιστο­ρία ανα­φε­ρό­μου­να, κι εγώ προ­σπα­θού­σα να της θυ­μί­σω τις ατέ­λειω­τες αφη­γή­σεις της και εντέ­λει εί­πε γε­λώ­ντας, α! υπήρ­ξες σπου­δαί­ος δια­χρο­νι­κός ψυ­χα­να­λυ­τής, κα­λέ μου. Και πο­λύ οι­κο­νο­μι­κός. Ελ­πί­ζω σε κά­τι να σου χρη­σι­μέ­ψει η ιστο­ρία μου. Αν κι εγώ δεν βλέ­πω τι το εν­δια­φέ­ρον μπο­ρεί να προ­κύ­ψει από αυ­τήν.

Έπει­τα μι­λή­σα­με λί­γο για άλ­λα θέ­μα­τα, ει­δι­κά μά­λι­στα, θυ­μά­μαι, για την μη­τέ­ρα της την Τζέ­σι η οποία βρι­σκό­ταν πλέ­ον σε οί­κο ευ­γη­ρί­ας με άνοια, πάρ­κιν­σον και όλα τα σχε­τι­κά που τα­λαι­πω­ρούν ευ­θέ­ως το ένα τρί­το του πλη­θυ­σμού του ανε­πτυγ­μέ­νου κό­σμου και έμ­με­σα του­λά­χι­στον άλ­λο ένα τρί­το που τα υφί­στα­ται όλα τού­τα, μιας και, βλέ­πεις, εκεί κα­τέ­λη­ξε ο ια­τρι­κός τε­χνο­λο­γι­κός θρί­αμ­βος του ει­κο­στού αιώ­να ― σε στι­βά­δες ζω­ντα­νών νε­κρών, εις δό­ξαν του κέρ­δους, ήταν το σχό­λιο της Φαίη. Άκε­φα άρ­χι­σα κι εγώ να της αφη­γού­μαι πο­λύ συ­νο­πτι­κά τις τα­λαι­πω­ρί­ες με τους γο­νείς μου και τα ηθι­κά μου δι­λήμ­μα­τα και τις Βαλ­κά­νιες που τους φρό­ντι­ζαν και την κα­τά­στα­ση στα ελ­λη­νι­κά νο­σο­κο­μεία αλ­λά στα­μά­τη­σα έγκαι­ρα. Άλ­λο ήταν το θέ­μα, αν και μου διέ­φευ­γε πια ποιο ακρι­βώς ήταν το θέ­μα. Κά­ποια στιγ­μή μου εί­πε με μια φω­νή που έμοια­ζε με λυγ­μό, ξέ­ρεις, ψή­φι­σα εκεί­νο τον Πρά­σι­νο, τον Ραλφ Νέι­ντερ αντί για τον Αλ Γκορ, που να μου κο­βό­ταν το χέ­ρι ― με τον τρό­πο μου συ­νέ­βα­λα κι εγώ στο να εγκα­τα­στα­θεί αυ­τός ο Μπους Τζού­νιορ στον Λευ­κό Οί­κο. Θα πα­ρα­κο­λού­θη­σες τι έγι­νε στην Φλό­ρι­ντα. Έκλε­ψαν τη νί­κη οι Ρε­που­μπλι­κά­νοι πε­τρε­λαιά­δες. Αλ­λά κι αυ­τός ο Αλ Γκορ εί­ναι τε­λεί­ως χαλ­βάς. Όλο για την κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή μι­λά­ει, σαν πρό­σκο­πος που θέ­λει να ευαι­σθη­το­ποι­ή­σει τη μάν­να του να φτιά­ξει κο­μπόστ με τα ορ­γα­νι­κά υπο­λείμ­μα­τα της κου­ζί­νας. Έπει­τα κά­ποιος βάλ­θη­κε να την τρα­βο­λο­γά­ει μέ­σα σε χα­χα­νη­τά και η Φαίη Μα­κΛά­φλιν το έκλει­σε αφού με ευ­χα­ρί­στη­σε για τις ευ­χές μου και μου 'τα­ξε να πιει ένα κα­λό μπέρ­μπον στη γεια μου. Ήθε­λα να της πω κά­τι τρυ­φε­ρό, κά­τι σαν «εί­σαι η μού­σα μου, κι ας μην το ΄χα κα­τα­λά­βει», αλ­λά δεν τα κα­τά­φε­ρα.

Αυ­τά. Πέ­ρα­σα ένα με­λαγ­χο­λι­κό Millennium βλέ­πο­ντας, όπως εκα­τομ­μύ­ρια άλ­λοι γε­ρα­σμέ­νοι, δια­ζευγ­μέ­νοι και μο­να­χι­κοί άν­θρω­ποι, τη­λε­ό­ρα­ση, όλη την πρώ­τη μέ­ρα και μέ­ρος της πρώ­της νύ­χτας της νέ­ας χι­λιε­τί­ας ―ντο­κι­μα­ντέρ και κα­τα­γρα­φή των ση­μα­ντι­κών γε­γο­νό­των της χρο­νιάς και ποι­κί­λες μου­σι­κές κα­κο­γου­στιές― μα­σου­λώ­ντας κρα­κε­ρά­κια αλειμ­μέ­να με κρέ­μα σο­λο­μού αμ­φί­βο­λης ποιό­τη­τας. Άνοι­ξα και μια ζε­στή γλυ­κε­ρή σα­μπά­νια «Καϊρ» που άγνω­στο πώς βρέ­θη­κε στο σπί­τι. Πα­ντού στον δυ­τι­κό κό­σμο μια εξα­ντλη­μέ­νη αν­θρω­πό­τη­τα που αμ­φέ­βαλ­λε για το μέλ­λον της πά­νω σε τού­το τον πλα­νή­τη ετοι­μα­ζό­ταν να υπο­δε­χτεί κα­κήν κα­κώς τη χι­λιε­τία προ­σποιού­με­νη ότι οι βα­σι­κές της πα­ρα­δο­χές πα­ρέ­με­ναν αμε­τά­βλη­τες. Μό­νο ο γιος μου τη­λε­φώ­νη­σε αρ­γά το με­ση­μέ­ρι για να μου ευ­χη­θεί από κά­ποιο χιο­νο­δρο­μι­κό κέ­ντρο της Γαλ­λί­ας που το όνο­μά του μου δια­φεύ­γει. Το από­γευ­μα της επο­μέ­νης στρώ­θη­κα στο γρά­ψι­μο, πε­ρισ­σό­τε­ρο για να κα­τα­νι­κή­σω την αφό­ρη­τη πλή­ξη. Ανα­κά­λε­σα την ρή­ση εκεί­νη του Ρα­κί­να προς ένα φί­λο του όταν θε­ώ­ρη­σε ότι εί­χε ολο­κλη­ρώ­σει το προ­σχέ­διο της Φαί­δρας: «Το έρ­γο μου ολο­κλη­ρώ­θη­κε, το μό­νο που απο­μέ­νει εί­ναι να γρά­ψω τους στί­χους». Έτσι κι εγώ. Για­τί να μην πω άλ­λη μια ιστο­ρία; Για­τί να μην ξα­να­βά­λω το Γκρέιτ Φολς στο χαρ­τί, αρ­χί­ζο­ντας, όπως η πραγ­μα­τι­κή ζωή, από τις με­γά­λες φω­τιές του 1960 και την άφι­ξη εκεί των Μα­κΛά­φλιν όπως μου τα εί­χε πε­ρι­γρά­ψει κα­τα­λε­πτώς η Φαίη, και όπως από άλ­λη σκο­πιά εί­χε ήδη με­τα­φέ­ρει στο χαρ­τί ο Ρί­τσαρντ Φορντ;

Βέ­βαια, πα­ρά τα όσα λέ­νε, σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση εί­ναι η ζωή που οφεί­λει να μι­μεί­ται την λο­γο­τε­χνία και όχι το αντί­στρο­φο. Ίσως για­τί, όπως εί­χε πει κά­ποια στιγ­μή κι ο Βί­λα-Μά­τας εκεί­νη τη νύ­χτα της ομι­χλώ­δους μας μέ­θης στη Βαρ­κε­λώ­νη, μα­κρο­σκο­πι­κά ιδω­μέ­νη η ζωή δεν εί­ναι πα­ρά μια δια­δο­χή πλη­κτι­κών στιγ­μών που μό­νο η λο­γο­τε­χνία μπο­ρεί να τους προσ­δώ­σει εν­δια­φέ­ρον.

Μή­πως έπρε­πε να επι­χει­ρή­σω κι εγώ το μα­κρύ τα­ξί­δι για το Γκρέτ Φολς;

Το μακρύ ταξίδι για την Μοντάνα
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: