Ήθελα μόνο να σου ζητήσω συγγνώμη

Εdward Ηopper: «Νυχτοπούλια»
Εdward Ηopper: «Νυχτοπούλια»




Η βροχή ήταν τόσο ψιλή, που έπρεπε να κολλήσω το κεφάλι μου στο τζάμι, για να τη διακρίνω. Προτιμούσα να κοιτάζω την κίνηση στον δρόμο και τα στολισμένα μπαλκόνια των σπιτιών έξω από το παράθυρο του λεωφορείου, ακόμα και τη μουντή, ψηλή μάντρα της φυλακής με το αγκαθωτό στο τελείωμά της, σγουρό συρματόπλεγμα απ’ όπου θα περνούσαμε από στιγμή σε στιγμή, παρά τον κόσμο που ανεβοκατέβαινε παρφουμαρισμένος και καλοντυμένος με ομπρέλες και σακούλες στο χέρι με δώρα, σε κάθε στάση. Ο ήχος από τις σταγόνες της βροχής που χτυπούσαν πάνω στο γυαλί χωρίς να με ακουμπάνε, ανέσυρε από μέσα μου μία ξεχασμένη αίσθηση πληρότητας, που μου έφερε υπνηλία.
Γλίστρησα το χέρι μου, για να παραμείνω ξύπνια, στη τσέπη του παλτού μου και άρχισα να μετράω τα κέρματα που είχα ρίξει μέσα από το πρωί, υπολογίζοντας το ποσό ανάλογα με το μέγεθός τους. Δεν ήθελα μέρα που ήταν να χάσω την στάση μου και να καθυστερήσω. Είχα υποσχεθεί στη Μίνα που θα ήταν από το μεσημέρι στον μπουφέ, ότι θα έφτανα τουλάχιστον μία ώρα νωρίτερα από την βραδινή βάρδια για να την αποδεσμεύσω. Νέο κορίτσι ήταν η Μίνα. Νιόπαντρη και μάλλον έγκυος. Πρώτη φορά θα περνούσε παραμονή Χριστουγέννων, με τον άντρα της στο καινούργιο της σπίτι. Μπορούσα να καταλάβω.
Ο οδηγός του λεωφορείου έκοψε ταχύτητα και έστριψε αριστερά στην πλατεία Ελευθερίας. Από το παράθυρο, διέκρινα την κάθετη, φωτεινή επιγραφή με το όνομα του μαγαζιού που δούλευα εδώ και λίγους μήνες, να αναβοσβήνει. Σταμάτησα το μέτρημα, κούμπωσα το παλτό μου μέχρι πάνω και ετοιμάστηκα, βαρυγκωμώντας, να κατέβω.

*

«Επιτέλους» έκανε νόημα η Μίνα πίσω από τον ταμειακή μηχανή, μόλις με είδε να μπαίνω βαριεστημένη στο μαγαζί. «Είχα αρχίσει να ανησυχώ». Πέρασα μπροστά από το δέντρο που είχα στολίσει εγώ η ίδια μερικές μέρες νωρίτερα, ίσιωσα τις σειρές με τα φωτάκια που είχαν μπλεχτεί μεταξύ τους πάνω-πάνω και κατευθύνθηκα στις τουαλέτες για το προσωπικό. Η Μίνα έβγαλε την ποδιά της. Τράβηξε το πουλόβερ της από το λάστιχο στο τελείωμα, για να καλύψει την κοιλιά της που είχε αρχίσει να φουσκώνει και με ακολούθησε.
«Περίμενε να σε βοηθήσω» είπε ανοίγοντας την πόρτα της τουαλέτας για να περάσω, κι ύστερα την κράτησε μισάνοικτη με την πλάτη της, για να μπορεί ταυτόχρονα να μου μιλάει και να ελέγχει το ταμείο μπροστά. «Μόνο η παρέα με τους κάγκουρες στο βάθος έμεινε» συνέχισε όσο εγώ άλλαζα. «Περιμένουν, φαίνεται, να περάσει η ώρα για να πάνε να περιδρομιάσουν σε κανένα σπίτι ή να συνεχίσουν σε τίποτα κωλόμπαρα». «Και ο κύριος ―ο θεός να τον κάνει κύριο― με τη γυαλιστερή φαλάκρα που κάθεται μόνος του πίσω από το δέντρο. Από το μεσημέρι είναι εδώ αυτός, κι έχει πάει οκτώ το βράδυ. Μ’ ένα κινητό παλεύει όλη μέρα. Μυστήριο τρένο ο τύπος. Ένα πεϊνιρλί παρήγγειλε όλο κι όλο και ήπιε πέντε μπίρες. Μπορεί και επτά. Βαρέθηκα να μαζεύω άδεια κουτάκια. Δεν φαίνεται κακός, να σου πω την αλήθεια, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Ο Μάρκος λέει ότι έχει το βλέμμα του ανθρώπου που έχει κάνει φυλακή. Λες να το έσκασε από τις δικές μας;»
«Μην ανησυχείς» τη διέκοψα, βγάζοντας από το σελοφάν το καινούργιο, ελαστικό καλσόν για τους κιρσούς που μου χάρισε η μεγάλη μου η κόρη το πρωί. «Ξέρω από φυλακές. Και από φυλακισμένους ξέρω».
Η Μίνα έβαλε τα γέλια, αλλά τελείως ξαφνικά σταμάτησε. Έχωσε το κεφάλι της ολόκληρο μέσα στην τουαλέτα και με κοίταξε. Το πρόσωπό της είχε πάρει εκείνη την ηλίθια έκφραση της απορίας που έχουν συνήθως οι νέοι όταν δεν ξέρουν αν πρέπει να γελάσουν με αυτό που μόλις άκουσαν ή αν είναι προτιμότερο να το βουλώσουν.
Στερέωσα μ’ ένα τσιμπιδάκι στα μαλλιά μου, το καπέλο τάρανδου που έπρεπε να φοράμε αυτές τις μέρες υποχρεωτικά, φόρεσα τα ανατομικά, πράσινα σαμπό μου, έβαλα και βούτυρο κακάο στα χείλη μου με χρώμα και βγήκα από την τουαλέτα. «Καλά Χριστούγεννα» είπα χαϊδεύοντας με νόημα την κοιλιά της Μίνας, και πέρασα κατευθείαν πίσω από τον πάγκο με τα ψυγεία. Ακόνισα το μεγάλο μαχαίρι για τα αλλαντικά και άρχισα να κόβω το προσούτο και τη μορταδέλα σε μικρά κομμάτια και να τα τοποθετώ στο μεταλλικό τους σκεύος μπροστά στην βιτρίνα. Ύστερα άδειασα το πλυντήριο. Ετοίμασα τις παραγγελίες, που είχε ξεκινήσει η Μίνα πριν έρθω, και τις παρέδωσα στον Μάρκο για να τις μεταφέρει με το μηχανάκι. Δύο από την παρέα των νεαρών στο βάθος της σάλας, σηκώθηκαν να πληρώσουν. Ο πιο εύσαρκος, έριξε με το μανίκι του στο πάτωμα ένα ποτήρι μπίρας. «Στα τσακίδια» μουρμούρισα, κάνοντας τον λογαριασμό. Μόλις σηκώθηκε κι ο τελευταίος, πήρα την σκούπα και πήγα στο τραπέζι τους να καθαρίσω. Περνώντας πίσω από το δέντρο, σκόνταψα στα πόδια του φαλακρού άντρα. «Συγγνώμη» είπα κι άρχισα αμέσως το σκούπισμα. Εκείνος μαζεύτηκε. Ήταν μάλλον ψηλός, με ολοστρόγγυλο γυαλιστερό κρανίο και είχε τους ώμους κυρτούς σαν να κρύωνε ή να ντρεπόταν. Φορούσε στραβοπατημένα, παντοφλέ παπούτσια ψάθινα, εκτός εποχής, και τριμμένο, καρό φλις πουκάμισο με κιτρινισμένο γιακά, που έμοιαζε με πιτζάμα. Όσο μάζευα τα γυαλιά από το πάτωμα, χτύπησε το κινητό μου. «Κοράκλα», διάβασα στην αναγνώριση και απάντησα αμέσως στην μεγάλη μου την κόρη:

«Όλα καλά;»
«Η γιαγιά χέστηκε» απάντησε εκείνη.
«Και γι’ αυτό με πήρες; Κλείσε την πόρτα της και άστην όπως είναι. Θα την αλλάξω μόλις έρθω».
«Δεν σε πήρα μόνο γι' αυτό. Η μικρή θέλει να πάει Χριστούγεννα αύριο να δει τον μπαμπά».
«Αυτά τα ξεκαθαρίσαμε».
«Δεν μπορείς να της απαγορεύεις να πηγαίνει στον μπαμπά».
«Είναι νωρίς ακόμα».
«Είναι δικαίωμά της».
«Είναι νωρίς, λέω».
«Ναι, αλλά εκείνη θέλει».
«Είναι ανήλικη».
«Είναι κόρη του».

Έκλεισα το τηλέφωνο και αφού το γύρισα στο αθόρυβο, το παράχωσα στην μπροστινή θήκη της ποδιάς μου. Ψέκασα με απορρυπαντικό το τραπέζι και έσκυψα να το καθαρίσω με το βετέξ.

«Να σας ζητήσω μια χάρη;» άκουσα τον άντρα πίσω από την πλάτη μου να ρωτάει.

Κοίταξα κάτω από τον αγκώνα μου, προς το μέρος του.

«Θα μπορούσατε να μου δώσετε για λίγο το τηλέφωνό σας; Θέλω να τηλεφωνήσω εδώ και ώρα σε κάποιον και δεν τα καταφέρνω» είπε πιέζοντας νευρικά τον δείκτη του, πάνω στην οθόνη του κινητού του.
Τέντωσα τη μέση μου, σκούπισα το χέρι μου στην ποδιά μου και από τις δύο μεριές, κι έβγαλα το κινητό ξανά από την τσέπη.

«Ορίστε» είπα και το ξεκλείδωσα.

Ο άντρας πήρε τη συσκευή που του έδωσα, και αφού τη σύγκρινε με τη δικιά του, κάλεσε τον αριθμό που είχε σημειωμένο με στυλό πάνω στην παλάμη του. Γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη και κοίταξα έξω από τη μεγάλη τζαμαρία να δω αν είχε επιστρέψει ο Μάρκος.

«Δεν απαντάνε» είπε ο άντρας.

Σήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου, πήρα πίσω το κινητό και γύρισα στο ταμείο. Η κίνηση στους δρόμους είχε μειωθεί. Έτσι θα πήγαινε μέχρι τις δύο που θα κλείναμε, σκέφτηκα. Έβγαλα ένα τσιγάρο από το συρτάρι δίπλα στον καταψύκτη, πήρα κι έναν αναπτήρα και βγήκα στον δρόμο να καπνίσω. Ο Μάρκος πέρασε κορνάροντας με το μηχανάκι. Του κούνησα το χέρι. Ύστερα άναψα το τσιγάρο. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο κεφαλαίο Χ από το EVEXIA της επιτοίχιας, ζεστής επιγραφής που φώτιζε όλο το τετράγωνο και τράβηξα μια τζούρα. Έμεινα με τα μάτια κλειστά, μέχρι που ένιωσα τη δόνηση πάνω στα μπούτια μου, από το τηλέφωνο που άρχισε ξανά να χτυπάει. Απάντησα παρόλο που δεν αναγνώρισα τον αριθμό :

«Ποιος είναι;»

«Μην το κλείσεις σε παρακαλώ» απάντησε, ψιθυριστά, μία αντρική φωνή. «Θέλω κάτι να σου πω».

«Ποιος είναι;» επέμεινα.
«Ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη».

Τράβηξα και δεύτερη τζούρα, κοιτάζοντας αν είναι κανείς εκείνη την ώρα κοντά μου.

«Βγήκα έξω πρόσφατα» άκουσα τη φωνή μέσα από το τηλέφωνο να λέει.

Έριξα μια ματιά από την ανοικτή πόρτα, στη σάλα του μαγαζιού. Ο φαλακρός άντρας πίσω από το δέντρο, είχε κολλημένο στο αυτί το τηλέφωνό του και το χέρι του μπροστά στο στόμα.

«Και;» τον ρώτησα. «Έχεις κάπου να μείνεις;»
«Ήθελα μόνο να σου ζητήσω συγγνώμη».

Κάθισα ανακούρκουδα στη μέση του δρόμου.

«Σε έχω συγχωρέσει» του είπα.
«Αυτό ήθελα μόνο να σου πω».
«Σε έχω συγχωρέσει» επανέλαβα κι ένιωσα τη φωνή μου να σπάει.

Η γραμμή έκλεισε. Πέταξα το τσιγάρο στο φρεάτιο του δήμου και σηκώθηκα όρθια. Γύρισα να μπω στο μαγαζί κι έπεσα πάνω στον άντρα που εκείνη την ώρα έβγαινε. Απέφυγα να τον κοιτάξω. Το ίδιο κι αυτός.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: