Υστερικό

Υστερικό



Στο ταχυδρομείο. Δεν έχει κόσμο. Έρχεται η σειρά μου για το συστημένο. 84-Α επιβεβαιώνει ο φωτεινός πίνακας. Σηκώνομαι βαριεστημένα. Φταίει η ζέστη. Κι ότι ποτέ μου δε βρήκα ενδιαφέρον αναμένοντας φωτεινούς πίνακες που επιβεβαιώνουν. Ψάχνω την ταυτότητα ενώ περιμένω να μου αδειάσει τη γωνιά ο μπροστινός μου. Ηλικιωμένος με τρέμουλο άκρων και υπόκωφο πόνο που δούλευε για χρόνια τα σωθικά του και τώρα έχει έτοιμα τα πρώτα του αντίγραφα. Ο γέρος φωνάζει, χτυπιέται (τί σας έλεγα;). Αποπνέει την πρωινή ανάσα της δασικής ξυλείας που στεγνώνει απ’ την υγρασία της νύχτας και την εποχούμενη καμφορά των θεραπευτικών αγωγών. Παραπονιέται. Γουρλώνει τα μάτια του σαν βάτραχος. Θυμώνει. Δεν είναι δυνατόν, ουρλιάζει. Είναι η πέμπτη φορά σ’ έναν μήνα. Κάποιο λάθος έχει γίνει, κάποια φάρσα, κάποιος με δουλεύει. Η γυναίκα μου έχει πεθάνει. Πώς είναι δυνατόν να λαμβάνω γράμματά της; Μια άτυχη υπάλληλος τον κοιτάει σαν μακάριο θηλαστικό την ώρα του αρμέγματος. Σταδιακά, το πρόσωπό της μεταμορφώνεται σ’ ένα τεράστιο δοχείο παραπόνων που δε θα ξεσφραγίσουνε ποτέ. Κωφό και βουβό. Ο γέρος το αντιλαμβάνεται. Ξεσπάει σε κλάματα. Είναι η κρίσιμη ώρα. Η στιγμή που καταφτάνει σαν από μηχανής Θεός ο Γκράχαμ Μπελ. Και οι εφευρέσεις του. Για να λύσει τα προβλήματα. Και τις επιπλοκές τους. Το τηλέφωνο καλεί σ’ επιστράτευση τον διευθυντή. Κατεβαίνει αργά από το τζαμωτό βασίλειο του πρώτου ορόφου. Αργά, κουμπώνει και το φίνο σακάκι του. Οι εργαζόμενοι ανταλλάσσουνε ψιθυριστά εμπνευσμένες μπηχτές. Δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν, μονολογεί ο γέρος μπροστά στον μικροαστικό Μεσσία. Αλήθεια σας λέω, είναι πεθαμένη! Δεν μπορεί να στέλνει γράμματα! Τώρα, θα του φορέσουν τον καταπραϋντικό ζουρλομανδύα του γραφειοκρατικού δημοσίου. Σύντομα, θα εξαφανιστεί κάτω από την πλουμιστή βεντάλια της καταστολής. Ο γιατρός των ελληνικών ταχυδρομείων τον αποσύρει ήρεμα στα ιδιαίτερα. Θα του μιλήσει. Θα δείξει κατανόηση. Θ’ ακούσει προσηλωμένος. Θα συγκατανεύσει σοβαρός. Θα συμπονέσει. Τα διδάχτηκε σε σεμινάριο. Το πρόβλημα θα λυθεί.

Παίρνω το συστημένο δίχως δυσκολία. Πελάτης και υπάλληλος, υπάλληλος και πελάτης, εκπληρώσαμε γρήγορα, δίχως εκπλήξεις και απρόοπτα, μια συνηθισμένη αποστολή και νιώθουμε ανακουφισμένοι. Πάω να φύγω. Λες να τον αγαπάει ακόμα; Με ρωτάει. Μπα, έπειτα από τόσα χρόνια, απαντάω. Δίκιο έχεις. Χαιρετάω. Φεύγω. Γυρνάω σπίτι. Κάνω ν’ ανοίξω την πόρτα, κοντοστέκομαι. Ψάχνω το μικρό κλειδί. Για καλό και για κακό. Πού ξέρεις καμιά φορά; Ανοίγω το γραμματοκιβώτιο. Τρεις φάκελοι. Ονόματα ζωντανών. Όλα. Και μιας τράπεζας. Πέρα για πέρα θνητής…

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: