Οι σκάλες
Τελικά ο Μετρ από κοντά είναι πολύ απλός άνθρωπος. Εγώ και η γυναίκα μου τον λατρεύαμε, ακούγαμε τα τραγούδια του από τότε που τα φτιάξαμε, ερωτευμένοι, σε έναν πολιτιστικό χώρο, όπου για να της κάνω εντύπωση, είχα τολμήσει να τον ακουμπήσω στην πλάτη με την παλάμη μου και να του μιλήσω, να του πω, αν θυμάμαι καλά, μια μπαρούφα, κάπως έτσι, «μας έχετε κατασυγκινήσει, Μετρ, με τα τραγούδια σας»! «Να είσαι καλά, αγόρι μου», μου΄χε απαντήσει κι άλλο ουδέν. Τώρα λοιπόν που βρισκόμαστε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ταξιδάκι που ανταμώσαμε μαζί με άλλους θαυμαστές και μας κερνάει τσίπουρο και μεζέδες στη μακρόστενη σκιερή πλατεία του χωριού του, απαιτούμε σχεδόν πιεστικά να μας βγάλει λόγο. Τι να κάνει ο καημένος, σηκώνεται, στέκεται μπροστά μας ανάμεσα από παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μας καλωσορίζει επισήμως. Ύστερα κάθεται δίπλα μου, τι τιμή, και του λέω, να μας πείτε κι ένα τραγούδι, βέβαια, βέβαια, μου απαντά κοιτώντας με με συστολή με τα τρία τέταρτα στραμμένα σε μένα, πρώτα θα πάμε από το σπίτι μου, λέει. Πανζουρλισμός, πανηγύρι, θα μας κουβαλήσει σπίτι του, το τσούρμο των θαυμαστών, τι φοβερό, η καρδιά μου χτυπά έντονα, θα μπω στο παλάτι του θαυμάσιου μελωδού, τι ευτυχία, κοιταζόμαστε με τη γυναίκα μου, δεν το πιστεύουμε!
Το σπίτι του βρίσκεται πίσω από την πλατεία πέντε βήματα σε ένα στενό δρομάκι. Μια μεγάλη πύλη γκρίζα σε σχήμα καμάρας ανοίγει με τηλεκοντρόλ και μπροστά μας, ένα πλάτωμα από πέτρα, μεγάλο, λαμπερό και ολόλευκο. Μα είναι γκρεμός μετά. Όχι, δεν είναι γκρεμός, συνειδητοποιούμε ότι είναι σκάλες, θεόρατες σκάλες! Με δέκα σκαλοπάτια σχετικά χαμηλού ύψους, και πλάτους λίγο μεγαλύτερου από μια πατούσα καλαθοσφαιριστή. Το μήκος τους όμως δεξιά κι αριστερά τουλάχιστον εβδομήντα μέτρα και οριοθετείται από βράχο κατάφυτο με αναρριχητικά και άλλα φυτά με πυκνό φύλλωμα. Κατεβαίναμε κι ακούγαμε πουλιά. Παράδεισος. Μα μετά τα σκαλιά πάλι ένα πλάτωμα. Μεγάλο κι αυτό, στην έκταση μιας μονοκατοικίας κι ύστερα το ίδιο μοτίβο. Τώρα το τοπίο άνοιγε και πήραμε χαμπάρι για τα καλά ότι κατεβαίναμε ένα βουνό αρκετά ψηλό, το σπίτι του τραγουδοποιού πρέπει να ήταν κάτω πολύ πιο χαμηλά από το χωριό του, απίστευτο σκηνικό. Και τώρα φαίνεται καθαρά ότι πλησιάζουμε. Θα πρέπει να έχουμε κατέβει δέκα και περισσότερα πλατώματα, η περιουσία του, το κτήμα του φαντάζει τεράστιο κι εντυπωσιακό και είναι. Μα τώρα στενεύει από 'δω κι από κει, οι σκάλες διατηρούν όμως την άψογη εμφάνισή τους, την αστραφτερή τους εικόνα, και το βουνό αποσύρεται σιγά σιγά, στη θέση του γίνεται ένα τείχος από μαζεμένο χώμα που συγκρατείται από σύρμα, αρκετά ευτελές, θα έλεγα. Και στο τελευταίο σκαλί βρισκόμαστε σε μία μεγαλύτερη έκπληξη. Μια μικρή αυλή περίπου 40 τετραγωνικών, αλλά κατάφυτη από πυκνή βλάστηση που όμως δείχνει να οριοθετεί το κτήμα. Και ένα μικρό πλυσταριό μπροστά μας της δεκαετίας του '70 με ραγισμένο τζάμι στην πόρτα και ξεφτισμένα τα επίχρυσα χερούλια της. Ένα ταπεινό μέρος, που δεν φαντάζεσαι παρά ότι είναι αποθήκη. Και δίπλα της στο μέγεθος σκοπιάς, ένα ξύλινο παράπηγμα με την επιγραφή «αποχωρητήριο».
Αυτό είναι το σπίτι μου, παιδιά, είπε μειδιώντας ο Μετρ. Άγαλμα όλοι. Μα δεν είναι δυνατόν, όπως καταλαβαίνετε, να σας φιλοξενήσω στο φτωχικό μου, συμπλήρωσε, και όλοι κινήσαμε για πίσω. Ούτε το τραγούδι που μας είχε υποσχεθεί δεν ζητήσαμε ξανά. Είχαμε να ανεβούμε ένα βουνό, με την απορία στο πρόσωπο μόνιμα χαραγμένη. Κοίταξα κλεφτά και είδα στα μάτια του Μαιτρ να διαγράφεται μια μικρή απογοήτευση μαζί με περισσότερη ικανοποίηση. Δεν ξέρω πώς, αλλά συνέβη, τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα και δεν με πείραζε καθόλου που θα ανέβαινα το βουνό, ούτε το σκεφτόμουν, αλλά με εθουσίαζε τόσο πολύ το γεγονός ότι δεν περίμενα ένα τόσο υπέροχο χιουμοριστικό επεισόδιο πως θα μου προκαλούσε τόση συγκίνηση. Ανεξήγητη. Σαν να είχε καταλάβει η ψυχή μου κάτι που δεν ήταν ικανό το μυαλό μου να κατανοήσει. Στην κορυφή των σκαλιών, ντράπηκα να χαιρετήσω και την έκανα για τσίπουρα στην πλατεία με τη γυναίκα μου.
Πόσο μεγάλο