Eυφόμπια

Eυφόμπια

Επι­σκέ­πτε­σαι δια­με­ρί­σμα­τα προς πώ­λη­ση. Όταν σου αρέ­σει κά­ποιο, ζη­τάς από τους με­σί­τες νέο ρα­ντε­βού, υπό άλ­λες και­ρι­κές συν­θή­κες. Αν έχει συν­νε­φιά, ζη­τάς ηλιό­λου­στη μέ­ρα, αν έχει κα­λο­και­ρία, ζη­τάς συν­νε­φιά και μπό­ρα και μια τε­τα­μέ­νη χα­ραυ­γή. Εν­διά­με­σα των ρα­ντε­βού, ζεις στη φα­ντα­σία σου, στα υπο­ψή­φια σπί­τια. Ξα­πλώ­νεις στα υπνο­δω­μά­τιά τους, τα­κτο­ποιείς τα ρού­χα σου στις ντου­λά­πες τους, τρως πρω­ι­νό στις κου­ζί­νες τους, κά­νεις μπά­νιο στις ντου­σιέ­ρες τους, φυ­τεύ­εις στα μπαλ­κό­νια τους, κα­λείς αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα να γευ­μα­τί­σε­τε στις βε­ρά­ντες τους.
Ύστε­ρα έρ­χε­ται η για­γιά σου η πε­θα­μέ­νη δυο δε­κα­ε­τί­ες και σε εκ­μαυ­λί­ζει με προ­τά­σεις όπως Έρ­χο­μαι να απο­σπε­ρί­σου­με, Πάω προς νε­ρού μου και Ο λου­τρο­κα­μπι­νές χρειά­ζε­ται ανα­καί­νι­ση. Κα­τα­φθά­νει ο ξά­δελ­φός σου που ονο­μά­ζει λαν­θα­σμέ­να τους υά­κιν­θους κρι­νά­κια και μια μα­κρι­νή θεία σου που σού προ­τάσ­σει να το­πο­θε­τή­σεις στην εί­σο­δο του σπι­τιού τη Γλώσ­σα της Πε­θε­ράς. Δεν εί­ναι σαν­σι­βέ­ρια το φυ­τό που προ­τεί­νει, εί­ναι το πα­χύ­φυ­το η Euphorbia η Milii, το αγκά­θι του Χρι­στού. Έπει­τα αρι­βά­ρει ολό­κλη­ρη η οι­κο­γέ­νεια της για­γιάς σου, ονο­μα­τί­ζει λαν­θα­σμέ­να τα εί­δη της βο­τα­νι­κής, ονο­μα­τί­ζει λαν­θα­σμέ­να τα πράγ­μα­τα, πα­ρερ­μη­νεύ­ει την ύπαρ­ξή σου, και τη δι­κιά της.
Κά­πο­τε έρ­χε­ται ο αγα­πη­μέ­νος σου θεί­ος, με τον οποίο δεν μι­λά­τε πια για λό­γους κλη­ρο­νο­μι­κούς. Έχει τη συ­νή­θεια να αλ­λά­ζει κα­τά το δο­κούν τα ονό­μα­τα των προ­σώ­πων, να δια­φθεί­ρει τα επί­θε­τα όσων δεν εκτι­μά· έτσι τους ορί­ζει, λε­κτι­κά και χει­ρουρ­γι­κά, την κυ­ρί­αρ­χη απο­τυ­χία της ζω­ής τους.
Οι συγ­γε­νείς σου πα­ρε­λαύ­νουν μυ­στα­γω­γι­κά, σού λέ­νε ό,τι τους κα­τε­βαί­νει στην κού­τρα· εσύ ση­μειώ­νεις σε ένα μι­κρό ση­μειω­μα­τά­ριο με σπι­ράλ τις εντυ­πώ­σεις τους για σέ­να, για το σπί­τι, για τη ζωή σου, για την εμ­φά­νι­σή σου, και τα δό­ντια σου.
Σύ­ντο­μα έρ­χε­ται και μια πα­λιά φί­λη, που δεν εί­ναι πια, επι­θε­ω­ρεί τον χώ­ρο, παίρ­νει με­τρή­σεις, επι­σκιά­ζει τις σκιές του, και τις δι­κές σου, κα­λεί συ­νερ­γεία μα­στό­ρων και επι­διορ­θώ­σε­ων, προ­τεί­νει φι­λό­δο­ξες ανα­κα­τα­σκευ­ές και άκαι­ρες ανα­και­νί­σεις. Λει­τουρ­γεί σαν κα­λο­χορ­δι­σμέ­νος γη­ρο­κό­μος· φι­λο­δο­ξεί να εγκα­τα­στή­σει στη ζωή της, τη θέ­ση του χα­λα­σμέ­νου γομ­φί­ου των άλ­λων. Μια μαύ­ρη κό­μη την ακο­λου­θεί· ευ­δο­κι­μεί καη­μούς εμ­φυ­τεύ­μα­τα, μια πλή­ρη υπο­τρο­πιά­ζου­σα κλι­νι­κή της πα­ρα­μέ­λη­σης, και τον έρω­τα ενός νο­σο­κό­μου-τραυ­μα­τιο­φο­ρέα για το φο­ρείο του. Στέ­κε­ται υγειο­νο­μι­κά πά­νω στις πι­νέ­ζες του, στην αυ­λή της πο­λυ­κλι­νι­κής-γα­λή­νης του, πο­τί­ζει ανέ­γνοια­στα μια πα­νέ­μορ­φη λερ­ναία ύδρα με τα ενε­νή­ντα εν­νιά κε­φά­λια της.
Εσύ πα­ρα­τη­ρείς, απο­δέ­χε­σαι, και αφή­νεις από τα χέ­ρια σου όλα αυ­τά τα γε­γο­νό­τα, τα οποία η για­γιά σου ονο­μα­τί­ζει κα­θέ­κα­στα. Η για­γιά σου σι­μώ­νει πλευ­ρι­κά, σου φτιά­χνει μπου­κί­τσες από ψω­μί με βού­τυ­ρο να τα βου­τή­ξεις στον τούρ­κι­κο κα­φέ της, σου βγά­ζει και το κα­λό σερ­βί­τσιο του σπι­τιού, να σου σερ­βί­ρει τα μα­ρόν γλα­σέ της.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: