(μτφρ. Ξένια Κακάκη)
Απώλεια
Οι κουρτίνες κλείνουν. Τα μάτια μένουν ορθάνοιχτα. Σκύβει να πιάσει το λειψό του πόδι. Εκείνη ξεκουράζεται δίπλα στο κρεβάτι του. Το πρόσωπό της ρυτιδιασμένο στην παλάμη του χεριού της. Μαμά, δεν θα μπορέσω να πάω στον χορό τώρα, έτσι δεν είναι; Δεν είναι ούτε είκοσι χρονών κι αυτός ο νέος σκέφτεται το μέλλον. Θα με αγαπάει λιγότερο τώρα; Ποιος; Η Ισαβέλλα. Θα με αγαπάει λιγότερο; Γιε μου, θα είσαι πάντα αυτός με τον οποίο μοιράστηκε τον πρώτο της χορό. Αλλά όχι τον τελευταίο, μαμά. Όχι τον τελευταίο.
Άβυσσος
Ο πατέρας μου έμαθε την καταδυτική του ικανότητα από τον πατέρα του που είχε οργώσει τους απέραντους ωκεανούς προς αναζήτηση της χαμένης του Ατλαντίδας. Εγώ πάλι πήδηξα στην κοιλιά του ωκεανού για mon amour. Για το μαργαριταρένιο κολιέ που της είχα δώσει στην πρώτη μας επέτειο. Πένθησε την απώλειά του. Σκέφτηκε ότι θα έφερνε κακή τύχη. Ότι μπορεί να καταριόταν την καλή μας μοίρα. Ανοησίες - είπα. Όταν αποκοιμήθηκε για να μην ξυπνήσει ποτέ, το έψαχνα καθημερινά αναλογιζόμενος ότι αν μπορούσα να το βρω, θα μπορούσα να την ξαναζωντανέψω. Πόσο λάθος έκανα. Το είχε καταπιεί ένα ακόμα πιο άπληστο στόμα.
Τελευταία καταχώρηση
Φεύγω καλή μου, μ’ έναν κόμπο στο λαιμό. Η πένα που χρησιμοποιώ για να γράψω στο ημερολόγιό μου είναι στεγνή και μπλοκαρισμένη. Από πού να ξεκινήσω; Αγαπάς όπως ένας συνηθισμένος άντρας. Στόμα κλειστό. Αδιάφορο βλέμμα. Σιωπές ασαφείς. Μου αρέσεις,
ξεκινάς. Μου αρέσεις πολύ, προσθέτεις μετά από μια αδύναμη παύση. Ότι ίσως, μια μέρα, μπορεί να με αγαπήσεις τίθεται σε μέλλοντα χρόνο. Έξω από το παράθυρο, κοιτάζω τα καταπράσινα λιβάδια που τα επισκέφτηκε η βροχήꞏ τα πρόβατα: μακρινές χρωματιστές κηλίδες στο έδαφος σαν ένα καρουζέλ χρωμάτων από πίνακες του Μονέ – τα παρατηρώ από το βαγόνι του τρένου που με απομακρύνει.
Αλλά όταν φτάσω στο Λονδίνο Γιούστον, τότε θα σκεφτώ αν θα μείνεις στις σελίδες ενός μισογεμάτου ημερολογίου και μπορεί ακόμη και να γυρίσω εκείνες τις παλιές, γεμάτες από γεγονότα του παρελθόντος…
Σημείο συνάντησης
Άγνωστη σε όλους, η γυναίκα δεν μπορεί να μην παρατηρήσει την αντανάκλασή της. Θολή ανάμεσα σε γραμμές σκόνης και λάσπης στο παράθυρο του βαγονιού. Γερασμένη. Η παρουσία του είχε αναμφίβολα αφήσει τα σημάδια της στο πρόσωπό της. Με ρουφηγμένα μάγουλα και ισχνή – προσπαθούσε να κρατήσει κάποια μορφή αξιοπρέπειαςꞏ να κατέβει από το τρένο σαν τον ανυπόμονο επιβάτη που μόλις πριν λίγο αποβιβάστηκε από ένα αεροπλάνο. Έτοιμη τώρα να τον εντοπίσει σε έναν σταθμό γεμάτο κόσμο. Μια στιγμή μαζί του είναι γι’ αυτήν σαν να βλέπει ένα κομμάτι του εαυτού της στην εικόνα του. Μόνο που τα ταξίδια αφήνουν κάποιον με τόσες πολλές προσδοκίες και ψεύτικες φιλοδοξίες.
Έξω είναι τώρα σκοτεινά. Καλύτερα να περιμένει το φως. Ευκαιρία να ηρεμήσουν τα μάτια της για ένα – δυο λεπτά. Τουλάχιστον στις ονειροπολήσεις της μπορεί να τον εφεύρει ακριβώς όπως εκείνη θέλει. Να ζήσει τη ζωή που επιθυμούσε να ζήσει. Ίσως μέσα σε αυτές τις μικρές λίμνες από ψέματα να μπορέσει να αποσπάσει όποια ελπίδα κρίνει απαραίτητη για τη συνέχισή της, είτε αυτό σημαίνει να είναι μαζί του είτε όχι.