Μεταφράσεις για τέσσερα χέρια


Εάν εί­ναι κοι­νός τό­πος το ότι τα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να επι­δέ­χο­νται πολ­λα­πλές ανα­γνώ­σεις, από τις οποί­ες πη­γά­ζουν πολ­λα­πλές δυ­να­τές ερ­μη­νεί­ες, έχει εν­δια­φέ­ρον το πώς η βα­θιά ανα­γνω­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα πρά­ξη της με­τά­φρα­σης, ακό­μα και του ίδιου κει­μέ­νου, μπο­ρεί να απο­δώ­σει δια­φο­ρε­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, δια­φο­ρε­τι­κά με­τα­φρά­σμα­τα. Έχο­ντας αυ­τό ως αφορ­μή, η Πρε­σβεία της Βρα­ζι­λί­ας διορ­γά­νω­σε, σε συ­νερ­γα­σία με την Πα­νελ­λή­νια Ένω­ση Επαγ­γελ­μα­τιών Με­τα­φρα­στών Πτυ­χιού­χων Ιο­νί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου (ΠΕ­Ε­ΜΠΙΠ), δύο Translation Slam, γνω­στά και ως «Με­τα­φρα­στι­κοί Δια­ξι­φι­σμοί».
Τα translation slam εί­ναι εκ­δη­λώ­σεις στις οποί­ες δύο με­τα­φρα­στές ή με­τα­φρά­στριες έχουν λά­βει εκ των προ­τέ­ρων ένα κεί­με­νο, το οποίο με­τα­φρά­ζουν, και στη συ­νέ­χεια τα δύο με­τα­φρά­σμα­τα πα­ρου­σιά­ζο­νται στο κοι­νό, που συ­ζη­τά με τους με­τα­φρα­στές, πα­ρα­τη­ρεί τις δια­φο­ρές, εκ­φρά­ζει απο­ρί­ες και – για­τί όχι; – προ­τεί­νει κι άλ­λες δυ­να­τές απο­δό­σεις. Δεν εί­ναι σπά­νιες οι φο­ρές που το translation slam (αλ­λά και η ίδια η δια­δι­κα­σία της με­τά­φρα­σης) έχει πλαι­σιω­θεί ως «ανα­μέ­τρη­ση», πράγ­μα που υπο­νο­εί ότι μέ­σα από αυ­τήν μπο­ρούν να υπάρ­ξουν νι­κη­τές ή ητ­τη­μέ­νοι. Αυ­τό εξάλ­λου συ­νά­γε­ται και από την από­δο­ση στα ελ­λη­νι­κά – «δια­ξι­φι­σμοί». Πα­ρό­λα αυ­τά, στις δύο ως ώρας εκ­δη­λώ­σεις βρα­ζι­λιά­νι­κης θε­μα­το­λο­γί­ας σκο­πός δεν ήταν να κρι­θεί μία με­τά­φρα­ση ως κα­λύ­τε­ρη, αλ­λά να ανα­δει­χθεί το γε­γο­νός ότι πολ­λές εί­ναι οι δια­φο­ρε­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις που μπο­ρούν να οδη­γή­σουν σε εξί­σου κα­λά με­τα­φρά­σμα­τα. Αυ­τή η προ­σέγ­γι­ση στη με­τά­φρα­ση συ­νά­δει και με την πλαι­σί­ω­ση της ίδιας της πορ­το­γα­λι­κής γλώσ­σας ως πο­λυ­κε­ντρι­κής, όπως χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται οι γλώσ­σες με πολ­λα­πλές κω­δι­κο­ποι­ή­σεις στις δια­φο­ρε­τι­κές χώ­ρες όπου ομι­λού­νται.
Όλα τα με­τα­φρά­σμα­τα των βρα­ζι­λιά­νι­κων translation slam στέ­κο­νται αυ­τού­σια ως ξε­χω­ρι­στά κεί­με­να. Ωστό­σο, το πλαί­σιο στο οποίο δη­μιουρ­γή­θη­καν έχει κι αυ­τό εν­δια­φέ­ρον. Το πρώ­το Translation Slam έγι­νε σε και­ρό Μου­ντιάλ και, δε­δο­μέ­νης και της σύν­δε­σης της Βρα­ζι­λί­ας με το πο­δό­σφαι­ρο, το κεί­με­νο που επε­λέ­γη ήταν, ως όφει­λε, κι αυ­τό σχε­τι­κό. Ενώ λοι­πόν εξε­λισ­σό­ταν ένα Πα­γκό­σμιο Κύ­πελ­λο που εί­χε ξε­ση­κώ­σει αντι­δρά­σεις και κα­λέ­σμα­τα για μποϊ­κο­τάζ, και πα­ρό­λο που την ίδια μέ­ρα ήταν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νος ο αγώ­νας της Βρα­ζι­λί­ας με το Κα­με­ρούν, μα­κριά από τις οθό­νες και τα ταρ­τάν η Αθη­νά Ψυλ­λιά και ο Νί­κος Πρα­τσί­νης με­τέ­φρα­σαν το χρο­νι­κό O Importuno, του Κάρ­λος Ντρου­μόντ ντε Αντρά­ντε, που πε­ρι­γρά­φει μια σκη­νή γρα­φειο­κρα­τι­κής τρέ­λας πριν τον αγώ­να Βρα­ζι­λί­ας και Βουλ­γα­ρί­ας στο Μου­ντιάλ του 1966. Ένας πο­λί­της που προ­σπα­θεί να πα­ρα­λά­βει κά­ποιο έγ­γρα­φο την ημέ­ρα του αγώ­να «νου­θε­τεί­ται» από τον υπάλ­λη­λο, που του εξη­γεί ότι μια τέ­τοια μέ­ρα δεν εί­ναι δυ­να­τό να πε­ρι­μέ­νει ερ­γα­σια­κή απο­δο­τι­κό­τη­τα και συ­νέ­πεια. Οι μέ­ρες αγώ­να δεν εί­ναι business as usual. Εκεί­νος επι­μέ­νει τό­σο πο­λύ που φλερ­τά­ρει με το να τον χα­ρα­κτη­ρί­σουν για εσχά­τη προ­δο­σία!




Ας δια­βά­σου­με το χρο­νι­κό στις δύο του εκ­δο­χές:

[A]
Ο ΦΟΡ­ΤΙ­ΚΟΣ

― Τι κα­τά­στα­ση εί­ναι αυ­τή; Δεν υπάρ­χει κα­νείς να με εξυ­πη­ρε­τή­σει;
Τον εξυ­πη­ρέ­τη­σαν, με με­γά­λη δυ­σκο­λία, δη­λα­δή ομο­λό­γη­σαν πως αδυ­να­τού­σαν να τον εξυ­πη­ρε­τή­σουν, λό­γω του παι­χνι­διού με τη Βουλ­γα­ρία. - Mα τι σχέ­ση έχω με το παι­χνί­δι με τη Βουλ­γα­ρία; Σας έχουν μή­πως επι­λέ­ξει για να παί­ξε­τε στον αγώ­να;
Πλη­σί­α­σε ο τμη­μα­τάρ­χης, κα­τευ­να­στι­κός:
― Συ­γνώ­μη κύ­ριε, κά­νε­τέ μου τη χά­ρη να πε­ρά­σε­τε ξα­νά την Πέμ­πτη, στις 14 του μη­νός. Την Πέμ­πτη δεν έχει παι­χνί­δι και θα έχου­με πιο πολ­λή ησυ­χία. - Μου εί­χαν υπο­σχε­θεί όμως πως τα χαρ­τιά μου θα ήταν έτοι­μα σή­με­ρα, οπωσ­δή­πο­τε. ― Ήταν λά­θος του υπαλ­λή­λου να υπο­σχε­θεί κά­τι τέ­τοιο. Δε θυ­μή­θη­κε τη Βουλ­γα­ρία. Η Βρα­ζι­λία παί­ζει με τη Βουλ­γα­ρία κι εσείς θέ­λε­τε το προ­σω­πι­κό μας να έχει μυα­λό για να συ­μπλη­ρώ­νει χαρ­τιά;
― Συ­γνώ­μη, αλ­λά το παι­χνί­δι αρ­χί­ζει πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, στις τρεις. Από τώ­ρα αρ­χί­σα­τε να κά­νε­τε κερ­κί­δα, από τις δώ­δε­κα;
― Α, κα­λέ μου κύ­ριε, μη μου κα­τη­γο­ρεί­τε τους άξιους συ­να­δέλ­φους, που έκα­ναν τη θυ­σία να έρ­θουν για δου­λειά στο γρα­φείο, ενώ θα μπο­ρού­σαν να εί­ναι στο σπί­τι τους ή έξω στο δρό­μο, συμ­με­τέ­χο­ντας στη συ­γκί­νη­ση του λα­ού… ― Αφού ήρ­θαν για να δου­λέ­ψουν, για­τί δεν δου­λεύ­ουν;
― Για­τί δεν μπο­ρούν, τι δεν κα­τα­λα­βαί­νε­τε; Έχε­τε αρ­χί­σει να γί­νε­στε αναι­δής. Εξάλ­λου, με το κα­λη­μέ­ρα, εί­πα­τε πως δεν έχε­τε κα­μία σχέ­ση με το παι­χνί­δι με τη Βουλ­γα­ρία! Η Βρα­ζι­λία πο­λε­μά­ει στα πε­δία της Ευ­ρώ­πης – για­τί πε­ρί πραγ­μα­τι­κού πο­λέ­μου πρό­κει­ται, όπως επι­ση­μαί­νουν οι εφη­με­ρί­δες – κι έρ­χε­στε εσείς, αδιά­φο­ρος, αμέ­το­χος, για να ρω­τή­σε­τε για κά­τι χαρ­τιά γε­νι­κά κι αό­ρι­στα, για ένα μι­κρό προ­σω­πι­κό ζή­τη­μα, ασή­μα­ντο σε σχέ­ση με το συμ­φέ­ρον της πα­τρί­δος! ― Πο­λύ ωραία, πο­λύ ωραία! — κά­ποιοι υπάλ­λη­λοι χει­ρο­κρο­τού­σαν.
― Μα, συ­γνώ­μη, εγώ, εγώ…
― Ναι, το ξέ­ρω, θα ζη­τή­σε­τε συ­γνώ­μη. Δεν εί­ναι και­ρός για δι­χό­νοια. Η στιγ­μή απαι­τεί εθνι­κή ενό­τη­τα, ομο­φω­νία στα μυα­λά και στις ψυ­χές. Οπό­τε, αξιό­τι­με κύ­ριε, πάψ­τε να δια­τα­ράσ­σε­τε την πνευ­μα­τι­κή προ­ε­τοι­μα­σία των συ­να­δέλ­φων μου, οι οποί­οι ανα­λύ­ουν τη σύν­θε­ση της Εθνι­κής Βουλ­γα­ρί­ας και βρί­σκουν τρό­πους για να απο­τρα­πεί το μαρ­κά­ρι­σμα του Πε­λέ. Συμ­φω­νεί­τε με το 4-2-4 ή προ­τι­μά­τε 4-3-3;
― Κα­λά, εγώ, εγώ..
― Δε θέ­λε­τε να εκ­φέ­ρε­τε γνώ­μη, σας κα­τα­λα­βαί­νω. Εί­ναι με­γά­λη η ευ­θύ­νη. Εξάλ­λου, εγώ δεν εκ­βιά­ζω τη γνώ­μη κα­νε­νός. Όλη αυ­τή η φα­σα­ρία που βλέ­πε­τε κύ­ριε εί­ναι το απο­τέ­λε­σμα της ελευ­θε­ρί­ας με την οποία συ­ζη­τιού­νται οι γνώ­μες όλων σχε­τι­κά με το σχή­μα με το οποίο θα εμ­φα­νι­στεί η εθνι­κή. Όλοι θέ­λουν να βοη­θή­σουν, για αυ­τό και έχει ο κα­θέ­νας τη δι­κή του άπο­ψη, που δεν ται­ριά­ζει με την άπο­ψη του άλ­λου, το απο­τέ­λε­σμα όμως εί­ναι αξιο­θαύ­μα­στο. Η ενό­τη­τα μέ­σα από τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα. Την ώρα της μά­χης σχη­μα­τί­ζου­με ενιαίο μέ­τω­πο. - Σω­στά, όταν ξα­νάρ­θω όμως την Πέμ­πτη, θα εί­ναι έτοι­μα τα χαρ­τιά μου; ― Α, εσείς κύ­ριε εί­στε φο­βε­ρός, ού­τε και σε ώρες σαν και αυ­τές δεν ξε­χνά­τε τα χαρ­τά­κια σας! Εί­πα εγώ την Πέμ­πτη; Ναι, σω­στά, αφού δεν έχει αγώ­να στο πα­γκό­σμιο κύ­πελ­λο. Για στα­θεί­τε όμως, με τέσ­σε­ρεις αγώ­νες την Τε­τάρ­τη, και το ξό­δε­μα ενέρ­γειας που ση­μαί­νει κά­τι τέ­τοιο, πώς μπο­ρώ εγώ να εγ­γυ­η­θώ για τα χαρ­τιά σας την Πέμ­πτη; Θέ­λε­τε να σας πω κά­τι; Λο­γι­κευ­θεί­τε, φί­λε μου, λο­γι­κευ­θεί­τε και προ­σπα­θή­στε να γί­νε­ται συ­νερ­γά­σι­μος, προ­σπα­θή­στε να εί­στε κα­λός Βρα­ζι­λιά­νος, ελά­τε ξα­νά τον Αύ­γου­στο, το δεύ­τε­ρο δε­κα­πεν­θή­με­ρο του Αυ­γού­στου κα­λύ­τε­ρα, αφού θα έχου­με γιορ­τά­σει την κα­τά­κτη­ση του τρί­του μας κυ­πέ­λου. - Και… αν δεν το κα­τα­κτή­σου­με;
― Μη λέ­τε τέ­τοιες βλα­κεί­ες! Αρ­κε­τά, εί­ναι γρου­σου­ζιά! Πη­γαί­νε­τε, πριν χά­σω την ψυ­χραι­μία μου και…
Φω­νές αγα­νά­κτη­σης:
―Έξω! Έξω!
O κλη­τή­ρας ανε­βαί­νει στην κα­ρέ­κλα και χο­ρο­στα­τεί:
 ― Βρα­ζι­λία! Βρα­ζι­λία! Βρα­ζι­λία!
Έχει σω­θεί η τι­μή της κερ­κί­δας και ο φορ­τι­κός απο­σύ­ρε­ται εσπευ­σμέ­να.

(Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης)

Candido Portinari: Πορ­τρέ­το του Carlos-Drummond de Andrade


[B]
Ο ΕΝΟ­ΧΛΗ­ΤΙ­ΚΟΣ

―Τι τρέ­χει εδώ; Θα με εξυ­πη­ρε­τή­σει κα­νείς;
Τον εξυ­πη­ρέ­τη­σαν με το ζό­ρι, ή μάλ­λον ομο­λό­γη­σαν πως δεν μπο­ρού­σαν να τον εξυ­πη­ρε­τή­σουν λό­γω του παι­χνι­διού με τη Βουλ­γα­ρία.
―Τι σχέ­ση έχω εγώ με το παι­χνί­δι με τη Βουλ­γα­ρία, μου λέ­τε; Κι εσείς, κύ­ριοι, λά­βα­τε τά­χα κλή­ση για να παί­ξε­τε;
Ο τμη­μα­τάρ­χης πλη­σί­α­σε, κα­τευ­να­στι­κός:
―Λυ­πού­μα­στε, φίλ­τα­τε. Πε­ρά­στε αν θέ­λε­τε ξα­νά την Πέμ­πτη, στις 14 του μη­νός. Την Πέμ­πτη δεν έχει παι­χνί­δι και θα εί­μα­στε πιο χα­λα­ροί.
―Μα μου εί­χα­τε υπο­σχε­θεί πως το χαρ­τί μου θα ήταν έτοι­μο σή­με­ρα, οπωσ­δή­πο­τε.
―Αβλε­ψία του υπαλ­λή­λου που σας το υπο­σχέ­θη­κε. Θα ξέ­χα­σε τη Βουλ­γα­ρία. Κύ­ριε, η Βρα­ζι­λία αγω­νί­ζε­ται με τη Βουλ­γα­ρία, κι εσείς πε­ρι­μέ­νε­τε να έχει το προ­σω­πι­κό μας την ψυ­χραι­μία να ενη­με­ρώ­νει χαρ­τιά;
―Συγ­γνώ­μη, αλ­λά το παι­χνί­δι εί­ναι αρ­γό­τε­ρα, στις τρεις. Ακό­μα εί­ναι δώ­δε­κα, από τώ­ρα το ρί­ξα­τε στο οπα­δι­λί­κι;
―Αχ, κα­λέ μου κύ­ριε, μην κα­τα­κρί­νε­τε τους θαρ­ρα­λέ­ους μας συ­ντρό­φους, που έκα­ναν τη θυ­σία να έρ­θουν στην υπη­ρε­σία για να δου­λέ­ψουν, ενώ θα μπο­ρού­σαν να εί­χαν μεί­νει στο σπί­τι ή να εί­χαν βγει στους δρό­μους, συμ­με­τέ­χο­ντας στη λαϊ­κή συ­γκί­νη­ση…
―Κι αφού ήρ­θαν για δου­λειά, για­τί δε δου­λεύ­ουν;
―Για­τί δεν μπο­ρούν, ακού­τε; Για­τί δεν μπο­ρούν. Μην γί­νε­στε αναι­δής, κύ­ριε. Αμέ­σως να πεί­τε πως δεν έχε­τε κα­μία σχέ­ση με το παι­χνί­δι με τη Βουλ­γα­ρία! Η Βρα­ζι­λία σε πό­λε­μο -για­τί πε­ρί αλη­θι­νού πο­λέ­μου πρό­κει­ται, όπως εξάλ­λου υπο­γραμ­μί­ζουν οι εφη­με­ρί­δες- στα γή­πε­δα της Ευ­ρώ­πης, κι εσείς, κύ­ριε, αδιά­φο­ρος και ξέ­νος, να ρω­τά­τε για ένα αό­ρι­στο χαρ­τί, κά­τι τό­σο δα ατο­μι­κό κι ασή­μα­ντο μπρο­στά στο συμ­φέ­ρον της πα­τρί­δος!
―Ναι! Μπρά­βο! – οι υπάλ­λη­λοι χει­ρο­κρο­τού­σαν.
―Μα, συγ­γνώ­μη, εγώ… εγώ…
―Ξέ­ρω, ξέ­ρω, θα δι­καιο­λο­γη­θεί­τε. Δεν εί­ναι όμως ώρα για δια­φω­νί­ες. Εί­ναι ώρα για εθνι­κή ενό­τη­τα, για ομό­φω­να μυα­λά και καρ­διές. Ελά­τε, φίλ­τα­τε, μη δια­τα­ράσ­σε­τε την πνευ­μα­τι­κή προ­ε­τοι­μα­σία των συ­να­δέλ­φων μου, που ανα­λύ­ουν τώ­ρα την Εθνι­κή Βουλ­γα­ρί­ας για να βρουν τρό­πο να εμπο­δί­σουν το μαρ­κά­ρι­σμα του Πε­λέ. Συμ­φω­νεί­τε με το 4-2-2 ή προ­τι­μά­τε το 4-3-3;
―Ξέ­ρω εγώ…
―Κα­τα­νοώ ότι δεν θέ­λε­τε να γνω­μο­δο­τή­σε­τε. Εί­ναι με­γά­λη ευ­θύ­νη. Εγώ, πά­ντως, δεν πιέ­ζω κα­νέ­ναν να πει τη γνώ­μη του. Το παν­δαι­μό­νιο που βλέ­πε­τε εί­ναι απο­τέ­λε­σμα της ευ­ρεί­ας ελευ­θε­ρί­ας από­ψε­ων στη δια­πραγ­μά­τευ­ση για την σύν­θε­ση της εθνι­κής. Όλοι θέ­λουν να βοη­θή­σουν, γι’ αυ­τό κι ο κα­θέ­νας έχει την γνώ­μη του, που δεν ται­ριά­ζει με τη γνώ­μη κα­νε­νός, το απο­τέ­λε­σμα, όμως, εί­ναι αξιο­θαύ­μα­στο. Η ενό­τη­τα μέ­σα από τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα. Την ώρα της μά­χης, σχη­μα­τί­ζου­με ενιαίο μέ­τω­πο.
―Εντά­ξει, αλ­λά, αν πε­ρά­σω ξα­νά την Πέμ­πτη, θα εί­ναι όντως έτοι­μο το χαρ­τί μου;
―Αχ κύ­ριε, εί­στε τρο­με­ρός, ακό­μη και σε μια τέ­τοια στιγ­μή, εσείς σκέ­φτε­στε το χαρ­τά­κι σας! Πέμ­πτη, σας εί­πα; Ναι, ασφα­λώς, για­τί εί­ναι ημέ­ρα ξε­κού­ρα­σης στο πα­γκό­σμιο κύ­πελ­λο. Μι­σό λε­πτό όμως, για­τί την Τε­τάρ­τη έχει τέσ­σε­ρα παι­χνί­δια, με ό,τι δα­πά­νη ενέρ­γειας αυ­τά ορί­ζουν, οπό­τε πώς μπο­ρώ να σας εγ­γυ­η­θώ το χαρ­τί σας για την Πέμ­πτη; Ξέ­ρε­τε κά­τι; Φερ­θεί­τε λο­γι­κά, φί­λε μου, φα­νεί­τε συ­νερ­γά­σι­μος, σαν κα­λός Βρα­ζι­λιά­νος, και πε­ρά­στε ξα­νά τον Αύ­γου­στο, ακό­μη κα­λύ­τε­ρα, τη δεύ­τε­ρη εβδο­μά­δα του Αυ­γού­στου, με­τά τους πα­νη­γυ­ρι­σμούς για την κα­τά­κτη­ση του 3ου σε­ρί πα­γκό­σμιου πρω­τα­θλή­μα­τος.
―Κι αν… δεν το κα­τα­κτή­σου­με;
―Τι βλα­κεί­ες εί­ναι αυ­τές που λέ­τε! Φτου, γκα­ντε­μιά! Φύ­γε­τε μη χά­σω την ψυ­χραι­μία μου και…
Αγα­να­κτι­σμέ­νες φω­νές:
―Έξω! Έξω!
Ο κλη­τή­ρας ανε­βαί­νει στην κα­ρέ­κλα και διευ­θύ­νει τη χο­ρω­δία:
―Μπρα-ζίλ! Μπρα-ζίλ! Μπρα-ζίλ!
H οπα­δι­κή τι­μή σώ­θη­κε, κι ο ενο­χλη­τι­κός απο­χω­ρεί άρον άρον.

(Μετάφραση: Αθηνά Ψυλλιά)

Και οι δύο με­τα­φρά­σεις εί­ναι συ­νε­πείς προς το πρω­τό­τυ­πο. Τι αλ­λά­ζει, λοι­πόν;
Πα­ρα­τη­ρού­με, αρ­χι­κά, ότι η από­δο­ση του τί­τλου δια­φέ­ρει: ο πρω­τα­γω­νι­στής εί­ναι «ενο­χλη­τι­κός» στην από­δο­ση του Νί­κου Πρα­τσί­νη, «φορ­τι­κός» σε εκεί­νη της Αθη­νάς Ψυλ­λιά. Και οι δύο λέ­ξεις εί­ναι δυ­να­τές απο­δό­σεις του πορ­το­γα­λι­κού importuno, και σε αυ­τές μπο­ρού­με να ανα­γνω­ρί­σου­με το πρό­σω­πο του πρω­τα­γω­νι­στή.
Ακό­μα, βλέ­που­με ότι οι δύο με­τα­φρα­στές κά­νουν δια­φο­ρε­τι­κές επι­λο­γές στη με­τά­φρα­ση των δια­λό­γων – οι οποί­ες, πά­ντως, δεν πα­ρου­σιά­ζουν ση­μα­σιο­λο­γι­κές απο­κλί­σεις. Τό­σο το «Κα­λά, εγώ, εγώ…» όσο και το «Ξέ­ρω εγώ», ως απά­ντη­ση στο «Συμ­φω­νεί­τε με το 4-2-2 ή προ­τι­μά­τε το 4-3-3;» (που απο­δό­θη­κε σχε­δόν ολόι­δια και από τους δυο) φα­νε­ρώ­νει το ίδιο κρά­μα απο­ρί­ας, άγνοιας, αδια­φο­ρί­ας και ίσως και λί­γης απελ­πι­σί­ας. Πα­ρα­τη­ρού­με έτσι την ευ­πλα­στό­τη­τα του προ­φο­ρι­κού λό­γου που, ανά­λο­γα με τον επι­το­νι­σμό που θα υιο­θε­τή­σου­με στην ανά­γνω­ση, μπο­ρεί να επι­τρέ­ψει πολ­λές ερ­μη­νεί­ες και με­τα­φρά­σεις.
Εν­δια­φέ­ρον έχουν οι απο­δό­σεις των απο­σπα­σμά­των που πα­ραλ­λη­λί­ζουν τον πο­δο­σφαι­ρι­κό αγώ­να με μια μά­χη. Ο Νί­κος Πρα­τσί­νης γρά­φει ότι «Η Βρα­ζι­λία παί­ζει με τη Βουλ­γα­ρία», και ότι «Η Βρα­ζι­λία πο­λε­μά­ει στα πε­δία της Ευ­ρώ­πης», ενώ η Αθη­νά Ψυλ­λιά απο­δί­δει τα ίδια απο­σπά­σμα­τα ως «Η Βρα­ζι­λία αγω­νί­ζε­ται με τη Βουλ­γα­ρία» και «Η Βρα­ζι­λία σε πό­λε­μο […] στα γή­πε­δα της Ευ­ρώ­πης». Χρη­σι­μο­ποιούν, δη­λα­δή, και όρους κα­θα­ρά πο­δο­σφαι­ρι­κούς και λέ­ξεις που πα­ρα­πέ­μπουν σε πό­λε­μο, μό­νο που τυ­χαί­νει να τις εναλ­λάσ­σουν σε δια­φο­ρε­τι­κά ση­μεία. Οι επι­λο­γές αυ­τές προ­κύ­πτουν εύ­λο­γα από το πρω­τό­τυ­πο, μα και από το γε­νι­κό­τε­ρο κλί­μα της επο­χής, μιας και ο αγώ­νας εί­χε απο­κτή­σει, όπως συ­χνά συμ­βαί­νει, έναν συμ­βο­λι­κά πο­λι­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα εθνι­κής κυ­ριαρ­χί­ας. Δια­κυ­βεύ­ο­νταν και θέ­μα­τα κα­τα­σκευ­ής μιας εθνι­κής τι­μής: η Βρα­ζι­λία εί­χε προ­κρι­θεί στο Μου­ντιάλ ως προη­γού­με­νη νι­κή­τρια, και να γί­νει για τρί­τη φο­ρά πρω­τα­θλή­τρια κό­σμου ήταν ο με­γά­λος «πα­τριω­τι­κός» στό­χος.
Οι πο­δο­σφαι­ρό­φι­λοι του κοι­νού πα­ρα­τή­ρη­σαν ότι κά­ποιες απο­δό­σεις που σε πρώ­τη ανά­γνω­ση μοιά­ζουν με­τα­ξύ τους πα­ρα­πέ­μπουν συ­ναι­σθη­μα­τι­κά – αλ­λά και πρα­κτι­κά – σε δια­φο­ρε­τι­κές κα­τα­στά­σεις: εί­ναι άλ­λο το να κά­νεις κερ­κί­δα κι άλ­λο το οπα­δι­λί­κι. Οι πα­ρα­τη­ρή­σεις αυ­τές υπο­γραμ­μί­ζουν την ση­μα­σία της βιω­μέ­νης εμπει­ρί­ας και της ήδη υπάρ­χου­σας γνώ­σης (κι εδώ δεν υπο­νο­ού­νται μό­νο οι ακα­δη­μαϊ­κές γνώ­σεις) κα­τά τη με­τά­φρα­ση. Εί­ναι και μια υπεν­θύ­μι­ση ότι οι δια­φο­ρε­τι­κές γνώ­σεις που χρειά­ζε­ται να συ­ντε­θούν κα­τά τη με­τα­φρα­στι­κή πρά­ξη μπο­ρούν να προ­έρ­χο­νται από πλή­θος πε­δί­ων, αλ­λά και ότι η λο­γο­τε­χνι­κή με­τά­φρα­ση μπο­ρεί εν δυ­νά­μει να πε­ριέ­χει όλα τα υπό­λοι­πα εί­δη με­τα­φρά­σε­ων, όπως πα­ρα­τη­ρεί ο Vicente Fernández González.
Δια­βά­ζο­ντας τις δυο τους με­τα­φρά­σεις, σε αρ­κε­τά ση­μεία οι δυο με­τα­φρα­στές επαί­νε­σαν την με­τά­φρα­ση του άλ­λου και εί­χαν την ευ­και­ρία να επα­νε­ξε­τά­σουν τη δι­κή τους. Εί­χε όμως και το κοι­νό τις προ­τι­μή­σεις του – έκα­νε θε­τι­κή εντύ­πω­ση το «Μπρα-ζιλ! Μπρα-ζίλ!» που, κα­τά τον πο­δο­σφαι­ρό­φι­λο Βαγ­γέ­λη Μπου­μπά­κη, εί­ναι πο­δο­σφαι­ρι­κά προ­τι­μη­τέο. De gustibus non est debutandum.
Η κα­θε­μιά από τις δύο με­τα­φρά­σεις διέ­πε­ται από υφο­λο­γι­κή συ­νέ­πεια, και εί­ναι η συ­νέ­πεια εν­δει­κτι­κή της με­γά­λης εμπει­ρί­ας και των δύο με­τα­φρα­στών. Υπάρ­χουν και ση­μεία που οι υφο­λο­γι­κές και με­τα­φρα­στι­κές επι­λο­γές και των δυο τους ταυ­τί­ζο­νται όμως, όπως το «Την ώρα της μά­χης, σχη­μα­τί­ζου­με ενιαίο μέ­τω­πο».
Εν τέ­λει, τι έγι­νε με αυ­τόν τον αγώ­να; Σε συ­νο­δευ­τι­κό της κεί­με­νο, η Αθη­νά Ψυλ­λιά γρά­φει:

«Το χρο­νο­γρά­φη­μα δη­μο­σιεύ­τη­κε για πρώ­τη φο­ρά στην εφη­με­ρί­δα Correio da Manhã, στις 13 Ιου­λί­ου 1966. Πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο βι­βλίο Quando é dia de futebol (Companhia de Letras, 2014), έκ­δο­ση με κεί­με­να του ποι­η­τή για τις διορ­γα­νώ­σεις του πα­γκό­σμιου κυ­πέλ­λου πο­δο­σφαί­ρου 1954-1982, επι­λεγ­μέ­να από τους εγ­γο­νούς του, Luis Mauricio και Pedro Augusto Graña Drummond.
Το κεί­με­νο αφο­ρά τον αγώ­να της Βρα­ζι­λί­ας ενα­ντί­ον της Βουλ­γα­ρί­ας, στις 12 Ιου­λί­ου του 1966, που έλη­ξε με σκορ 2-0 υπέρ της Βρα­ζι­λί­ας. Ο Πε­λέ ση­μεί­ω­σε εδώ το μο­να­δι­κό του γκολ στη διορ­γά­νω­ση. Στις 15 Ιου­λί­ου, η Βρα­ζι­λία έχα­σε με 3-1 από την Ουγ­γα­ρία και στις 19 Ιου­λί­ου, στον αγώ­να της με την Πορ­το­γα­λία, απο­κλεί­στη­κε με 3-1 (2 από τα γκολ ανή­κουν στον Εου­ζέ­μπιο, τον κα­λύ­τε­ρο παί­κτη της διορ­γά­νω­σης, με 9 γκολ συ­νο­λι­κά!) Ο Πε­λέ τραυ­μα­τί­στη­κε ήδη στον πρώ­το αγώ­να και δεν μπό­ρε­σε να φα­νεί χρή­σι­μος στην Εθνι­κή Βρα­ζι­λί­ας που δεν κα­τά­φε­ρε να επι­βά­λει τον τρό­πο παι­χνι­διού της και βέ­βαια δεν πλη­σί­α­σε καν τον στό­χο της κα­τά­κτη­σης για 3η συ­νε­χή φο­ρά του πα­γκό­σμιου κυ­πέλ­λου, με­τά το 1958 και το 1962.
Η Πορ­το­γα­λία έφτα­σε ως τον μι­κρό τε­λι­κό, όπου νί­κη­σε τη Σο­βιε­τι­κή Ένω­ση, ενώ στον τε­λι­κό ανα­με­τρή­θη­κε η Αγ­γλία με τη Δ. Γερ­μα­νία. Το κύ­πελ­λο σή­κω­σε η Αγ­γλία, που έπαι­ζε στην έδρα της.»

Δυ­σά­ρε­στα τα νέα για την Σε­λε­σάο του 1966, λοι­πόν. Μα και την βρα­διά του translation slam η Εθνι­κή Βρα­ζι­λί­ας έχα­σε στον αγώ­να που έπαι­ζε, με 1-0 υπέρ του Κα­με­ρούν. (Οι παί­κτες του σλαμ, πά­ντως, κέρ­δι­σαν πα­νη­γυ­ρι­κά).

Το δεύ­τε­ρο slam διορ­γα­νώ­θη­κε με αφορ­μή την Πα­γκό­σμια Ημέ­ρα Πορ­το­γα­λι­κής Γλώσ­σας (5 Μα­ΐ­ου), με τη συμ­με­το­χή του Νί­κου Πρα­τσί­νη και του Κρί­τω­να Ηλιό­που­λου. Το κεί­με­νο που με­τα­φρά­στη­κε ήταν μια ερω­τι­κή εξο­μο­λό­γη­ση προς την ίδια την πορ­το­γα­λι­κή γλώσ­σα, διά χει­ρός Κλα­ρί­σε Λι­σπέ­κτορ, που δια­βά­ζου­με πα­ρα­κά­τω:



[Α]
ΕΡΩ­ΤΙ­ΚΗ ΕΞΟ­ΜΟ­ΛΟ­ΓΗ­ΣΗ

    Θα κά­νω μια ερω­τι­κή εξο­μο­λό­γη­ση: αγα­πώ την πορ­το­γα­λι­κή γλώσ­σα. Δεν εί­ναι κα­θό­λου εύ­κο­λη. Δεν εί­ναι εύ­πλα­στη. Και κα­θώς δεν έχει δου­λευ­τεί βα­θιά από τη δια­νό­η­ση, τεί­νει σε μία έλ­λει­ψη οξύ­τη­τας και με­ρι­κές φο­ρές αντι­δρά ρί­χνο­ντας μια γε­ρή κλο­τσιά σε όσους θρα­σύ­τα­τα τολ­μούν να την με­τα­τρέ­ψουν σε ένα ιδί­ω­μα συ­ναι­σθη­μά­των και σπιρ­τά­δας. Και αγά­πης.
    Η πορ­το­γα­λι­κή γλώσ­σα εί­ναι μια αλη­θι­νή πρό­κλη­ση για όποιον γρά­φει. Προ­πα­ντός για όποιον γρά­φει αφαι­ρώ­ντας από τα πράγ­μα­τα και από τα πρό­σω­πα το πρώ­το επι­φα­νεια­κό επι­κά­λυμ­μα.
    Με­ρι­κές φο­ρές η πορ­το­γα­λι­κή γλώσ­σα αντι­δρά σε μια πο­λύ πε­ρί­πλο­κη σκέ­ψη. Άλ­λο­τε τρο­μά­ζει με κά­ποια φρά­ση απρό­βλε­πτη. Μου αρέ­σει πο­λύ να τη χει­ρί­ζο­μαι ― όπως μου άρε­σε να ιπ­πεύω ένα άλο­γο και να το οδη­γώ με τα χα­λι­νά­ρια, πό­τε αρ­γά και πό­τε με καλ­πα­σμό.
    Θα ήθε­λα στα χέ­ρια μου η πορ­το­γα­λι­κή γλώσ­σα να φτά­σει στο απώ­γειό της. Την ίδια επι­θυ­μία έχουν όλοι όσοι γρά­φουν κα­λά. Ένας Κα­μό­ες και άλ­λοι ισό­τι­μοι δεν αρ­κούν για να μας κλη­ρο­δο­τή­σουν δια πα­ντός μια ήδη έτοι­μη γλώσ­σα.
    Όλοι εμείς που γρά­φου­με παίρ­νου­με τη σκέ­ψη από τον τύμ­βο της και της δί­νου­με ζωή.
    Έχου­με αυ­τές τις δυ­σκο­λί­ες. Δεν μί­λη­σα όμως για τη μα­γεία να πα­λεύ­εις με μια γλώσ­σα που δεν έχει προ­χω­ρή­σει σε βά­θος. Όσα κλη­ρο­νό­μη­σα δεν μου αρ­κούν. 
    Εάν ήμουν μου­γκή, κι επι­πλέ­ον δεν μπο­ρού­σα να γρά­ψω, και με ρω­τού­σαν σε ποια γλώσ­σα θα ήθε­λα να ανή­κω, εγώ θα έλε­γα την Αγ­γλι­κή, που εί­ναι γλώσ­σα ακρι­βής και όμορ­φη.
    Αλ­λά επει­δή δεν γεν­νή­θη­κα μου­γκή και έμα­θα να γρά­φω, για μέ­να ήταν απο­λύ­τως ξε­κά­θα­ρο ότι ήθε­λα να γρά­φω στα πορ­το­γα­λι­κά. Μά­λι­στα θα ήθε­λα να μην εί­χα μά­θει άλ­λες γλώσ­σες, μό­νο και μό­νο ώστε να έχω παρ­θε­νι­κή και κα­θα­ρή προ­σέγ­γι­ση της πορ­το­γα­λι­κής γλώσ­σας.

    (Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος)



    Giorgio de Chirico: Πορ­τρέ­το της Clarice Lispector,1945

    [Β]
    ΕΡΩ­ΤΙ­ΚΗ ΕΞΟ­ΜΟ­ΛΟ­ΓΗ­ΣΗ

    Πρό­κει­ται για μια ερω­τι­κή εξο­μο­λό­γη­ση: αγα­πώ την πορ­το­γα­λι­κή γλώσ­σα. Δεν εί­ναι εύ­κο­λη. Δεν εί­ναι εύ­πλα­στη. Και, στον βαθ­μό που δεν έχει δου­λευ­τεί σε βά­θος από τον στο­χα­σμό, έχει την τά­ση να αγνο­εί τις αβρό­τη­τες και να αντι­δρά δί­νο­ντας στ’ αλή­θεια μια κλο­τσιά σε όσους τολ­μούν αψή­φι­στα να την με­τα­μορ­φώ­σουν σε γλωσ­σι­κή έκ­φρα­ση του συ­ναι­σθή­μα­τος και της ευαι­σθη­σί­ας. Και του έρω­τα.
    Η πορ­το­γα­λι­κή γλώσ­σα συ­νι­στά πραγ­μα­τι­κή πρό­κλη­ση για όποιον γρά­φει. Κυ­ρί­ως για όποιον γρά­φει αφαι­ρώ­ντας από τα πρό­σω­πα και τα πράγ­μα­τα το επι­φα­νεια­κό πρώ­το στρώ­μα.
    Εί­ναι φο­ρές που αντι­δρά μπρο­στά σε μια πιο πε­ρί­πλο­κη σκέ­ψη. Εί­ναι φο­ρές που σκιά­ζε­ται μπρο­στά στο απρό­βλε­πτο στοι­χείο μιας φρά­σης. Εμέ­να μου αρέ­σει o χει­ρι­σμός της — όπως μου άρε­σε να κα­βα­λάω άλο­γο και να το οδη­γώ με τα χα­λι­νά­ρια, κά­ποιες φο­ρές αρ­γά, κά­ποιες άλ­λες καλ­πά­ζο­ντας.
    Με την πορ­το­γα­λι­κή γλώσ­σα εγώ ήθε­λα να φτά­σω να έχω μια ευ­χέ­ρεια στο έπα­κρο. Αυ­τή εί­ναι και η επι­θυ­μία που έχουν όλοι όσοι γρά­φουν. Ένας Κα­μό­ενς και άλ­λοι όμοιοί του δεν στά­θη­καν αρ­κε­τοί να μας πα­ρα­δώ­σουν εσα­εί μια ήδη ολο­κλη­ρω­μέ­νη γλωσ­σι­κή κλη­ρο­νο­μιά. Όλοι εμείς που γρά­φου­με με­τα­πλά­θου­με συ­νε­χώς το μαυ­σω­λείο της γλώσ­σας σε κά­τι ικα­νό να της δί­νει ζωή.
    Αυ­τές εί­ναι οι δυ­σχέ­ρειες που αντι­με­τω­πί­ζου­με. Όμως δεν μί­λη­σα για την γοη­τεία της πά­λης με μια γλώσ­σα η οποία δεν έχει γνω­ρί­σει την εμ­βά­θυν­ση. Η κλη­ρο­νο­μιά που μου έχει δο­θεί δεν μου εί­ναι επαρ­κής.
    Αν ήμουν μου­γκή και χω­ρίς την ικα­νό­τη­τα να γρά­φω, και με ρω­τού­σαν σε ποια γλώσ­σα θα ήθε­λα να ανή­κω, θα έλε­γα τα αγ­γλι­κά, μια γλώσ­σα με ακρί­βεια και ομορ­φιά.
    Επει­δή όμως δεν γεν­νή­θη­κα μου­γκή και έχω την ικα­νό­τη­τα να γρά­φω, μου έγι­νε εντε­λώς ξε­κά­θα­ρο πως αυ­τό που όντως ήθε­λα ήταν να γρά­φω στα πορ­το­γα­λι­κά. Μέ­χρι που ήθε­λα να μην έχω μά­θει άλ­λες γλώσ­σες. Μό­νο και μό­νο για να μπο­ρώ να βλέ­πω με παρ­θε­νι­κή και αγνή μα­τιά την πορ­το­γα­λι­κή.

    (Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης)

    Το κεί­με­νο της Λι­σπέ­κτορ έδω­σε δύο με­τα­φρά­σμα­τα με πλού­το υφο­λο­γι­κών δια­φο­ρών. Πριν δού­με τις δια­φο­ρε­τι­κές κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σεις δια­φο­ρών, αξί­ζει να επι­ση­μά­νου­με ότι και οι δύο με­τα­φρα­στές επέ­λε­ξαν τον ίδιο τί­τλο: «Ερω­τι­κή εξο­μο­λό­γη­ση», λέ­ξη προς λέ­ξη με­τά­φρα­ση του Declaração de amor.
    Στο πρω­τό­τυ­πο, η Λι­σπέ­κτορ μι­λά για κά­τι άυ­λο  – την πορ­το­γα­λι­κή γλώσ­σα –, συν­θέ­το­ντας πλή­θος ει­κό­νων και συ­ναι­σθη­μα­τι­κών απο­κρί­σε­ων, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του εν­δο­σκο­πι­κά λυ­ρι­κού ύφους της. Η γρα­φή αυ­τή εί­ναι ανοι­χτή σε πολ­λα­πλούς τρό­πους σύν­δε­σης, προ­σω­πι­κής ταύ­τι­σης ή από­κλι­σης, άρα και σε πολ­λα­πλές ερ­μη­νεί­ες. Το πλού­σιο υφο­λο­γι­κά υπό­βα­θρο του πρω­το­τύ­που, επο­μέ­νως, οδη­γεί σε εξί­σου πλού­σιες υφο­λο­γι­κές επι­λο­γές στη με­τά­φρα­ση. Για πα­ρά­δειγ­μα, τη φρά­ση “Eu queria que a língua portuguesa chegasse ao máximo nas minhas mãos”, ο Κρί­των Ηλιό­που­λος απο­δί­δει ως «Θα ήθε­λα στα χέ­ρια μου η πορ­το­γα­λι­κή γλώσ­σα να φτά­σει στο απώ­γειό της», και ο Νί­κος Πρα­τσί­νης ως «Με την πορ­το­γα­λι­κή γλώσ­σα εγώ ήθε­λα να φτά­σω να έχω μια ευ­χέ­ρεια στο έπα­κρο». Αυ­τές οι δύο αρ­κε­τά δια­φο­ρε­τι­κές με­τα­ξύ τους δια­τυ­πώ­σεις πα­τά­νε γε­ρά στο πρω­τό­τυ­πο: ο Ηλιό­που­λος απο­δί­δει λέ­ξη προς λέ­ξη το «στα χέ­ρια μου», ενώ ο Πρα­τσί­νης απο­δί­δει το κτη­τι­κό «μου» ως ρή­μα και με­τα­τρέ­πει το ου­σια­στι­κό «τα χέ­ρια μου» στο ομόρ­ρι­ζο «ευ­χέ­ρεια».
    Έχει εν­δια­φέ­ρον ότι άλ­λες δια­φο­ρε­τι­κές απο­δό­σεις έχουν να κά­νουν με το ίδιο το θέ­μα του κει­μέ­νου, την πορ­το­γα­λι­κή γλώσ­σα. Το «Μου αρέ­σει πο­λύ να τη χει­ρί­ζο­μαι» (μου αρέ­σει + ρή­μα), του Ηλιό­που­λου και το «Εμέ­να μου αρέ­σει ο χει­ρι­σμός της» (μου αρέ­σει + ου­σια­στι­κό), του Πρα­τσί­νη εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κές επι­λο­γές για την από­δο­ση του απα­ρεμ­φά­του. Το πορ­το­γα­λι­κό πρω­τό­τυ­πο λέ­ει “Eu gosto de manejá-la”, και το απα­ρέμ­φα­το υπο­χρε­ω­τι­κά πρέ­πει να ανα­λυ­θεί στα ελ­λη­νι­κά, εί­τε σε ρή­μα εί­τε σε ου­σια­στι­κό. Κι εδώ όμως έχου­με κά­ποιες δια­φο­ρές: ο Ηλιό­που­λος προ­σθέ­τει εμ­φα­τι­κά το «πο­λύ» (εν­δε­χο­μέ­νως για να το­νί­σει το Eu στην αρ­χή της πρό­τα­σης), ενώ την έμ­φα­ση αυ­τή ο Πρα­τσί­νης τη δί­νει προ­τάσ­σο­ντας το «Εμέ­να».
    Άλ­λο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της κά­θε γλώσ­σας εί­ναι ότι τα φω­νή­μα­τά της, οι ήχοι της, μπο­ρεί να εί­ναι μο­να­δι­κοί ή να μην απα­ντούν στη γλώσ­σα του με­τα­φρά­σμα­τος. Το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό αυ­τό ανα­δύ­ε­ται ως πρό­βλη­μα στη με­τά­φρα­ση των κυ­ρί­ων ονο­μά­των, όπως συμ­βαί­νει με το όνο­μα του Camões, του με­γά­λου Πορ­το­γά­λου ποι­η­τή που έγρα­ψε το έπος Os Lusíadas. Το έρ­ρι­νο -õ- στο όνο­μά του δεν έχει αντι­στοι­χία στα ελ­λη­νι­κά. Ο Ηλιό­που­λος προ­τεί­νει «Κα­μό­ες», προ­τι­μώ­ντας να ακο­λου­θή­σει μια αντι­στοι­χία με τη γρα­φή της λέ­ξης, στην οποία δεν υπάρ­χει -n-, ενώ ο Πρα­τσί­νης γρά­φει «Κα­μό­ενς», δί­νο­ντας μια ιδέα στο ανα­γνω­στι­κό κοι­νό για το ότι υπάρ­χει κά­τι εκεί, που εί­ναι πο­λύ κο­ντά στο -ν-.
    Έχου­με επί­σης και κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις στις οποί­ες η ερ­μη­νεία πα­ρα­μέ­νει στα χέ­ρια του με­τα­φρα­στή ή της με­τα­φρά­στριας, για­τί μια πορ­το­γα­λι­κή λέ­ξη μπο­ρεί να έχει πολ­λα­πλά ισο­δύ­να­μα στα ελ­λη­νι­κά. Αυ­τή εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση της λέ­ξης amor, που μπο­ρεί να εί­ναι και αγά­πη και έρω­τας, και οι δύο με­τα­φρα­στές επι­λέ­γουν ο κα­θέ­νας από μια δυ­να­τή εκ­δο­χή για το με­τά­φρα­σμά του. Τέ­λος, ορι­σμέ­νες δια­φο­ρές, μας εξή­γη­σαν οι με­τα­φρα­στές από κο­ντά, οφεί­λο­νται στις δι­κές τους γλωσ­σι­κές προ­τι­μή­σεις: ο Κρί­των Ηλιό­που­λος, για πα­ρά­δειγ­μα, εξή­γη­σε ότι απο­φεύ­γει στις με­τα­φρά­σεις του την αντω­νυ­μία «οποί­ος-α-ο» (και όπως έγρα­ψα πα­ρα­πά­νω, de gustibus, κτλ.).

    Κλεί­νο­ντας, θα λέ­γα­με ότι με την ανά­λυ­ση δύο με­τα­φρά­σε­ων του ίδιου κει­μέ­νου μπο­ρούν να γί­νουν κα­τα­νοη­τά όχι μό­νο κει­με­νι­κά/υφο­λο­γι­κά στοι­χεία του πρω­το­τύ­που, αλ­λά και τα δο­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της γλώσ­σας, το συ­ντα­κτι­κό και η γραμ­μα­τι­κή της. Ερ­χό­μα­στε να επα­λη­θεύ­σου­με, έτσι, το γνω­μι­κό που λέ­ει ότι δεν μπο­ρού­με να μπού­με δυο φο­ρές στο ίδιο πο­τά­μι, κα­θώς και την εντύ­πω­ση ότι η προ­σέγ­γι­ση του ίδιου κει­μέ­νου εί­ναι κά­θε φο­ρά μια δια­φο­ρε­τι­κή εμπει­ρία – εί­τε μι­λά­με από την σκο­πιά της ανά­γνω­σης, εί­τε από αυ­τήν της με­τά­φρα­σης.

    «Αυ­γό» της Ταρ­σι­́λα ντο Αμα­ράλ




    Σημ. Το κεί­με­νο αυ­τό γρά­φτη­κε με αφορ­μή την Πα­γκό­σμια Ημέ­ρα της Πορ­το­γα­λι­κής Γλώσ­σας, που έχει θε­σπι­στεί από την UNESCO να εορ­τά­ζε­ται στις 5 Μα­ΐ­ου. Η γρά­φου­σα εί­χε τη χα­ρά να συ­ντο­νί­σει τα δύο πορ­το­γα­λό­φω­να – ή αλ­λιώς, λου­σό­φω­να – translation slam, ενώ για την επι­λο­γή των πρω­τό­τυ­πων κει­μέ­νων τα εύ­ση­μα πη­γαί­νουν στον Julio de Oliveira Silva, Επι­κε­φα­λής του Πο­λι­τι­στι­κού Το­μέα της Πρε­σβεί­ας της Βρα­ζι­λί­ας στην Αθή­να.

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: