σημαδεύοντας
κείμενα παλιά
με νέους λογαριασμούς
Ω πόσο τα λόγια
φαίνονται προφητικά
χωρίς να είναι
μια δύση χρώματος
βερικοκί
κι ένας ουρανός πράσινο
σαν το μήλο
πάνω απ’ το παλιό δέντρο
που χάρηκα πολύ
πως τόσο φύτρωσε ξαφνικά
ξανά εκεί
στη σωστή θέση
πάνω στον αρχαίο
πλούσιο βόθρο
κεντημένο αριά
με τα άσπρα τα
λουλούδια τα χαρούμενα
αριά
κρύβονταν τόσον καιρό
απ’ το χρόνο
και τώρα ξαναφάνηκε
ολάνθιστο
κορομηλίτσα
του Μάρτη του ψυχρού
μάλλον
παρά μυγδαλιά
ή αχλαδιά
πιο απλό
πιο παιχνιδιάρικο
πιο λιγομίλητο
πιο σκούρο πιο άσπρο
πιο δέντρο χαμηλού μονόχνωτου σπιτιού
ακατανόητου για τους σήμερα
πιο ερωτευμένο
δε φτούρησε ποτέ
να παραμεγαλώσει
χρειάστηκε να ξεριζωθεί
ο κακός ο βόθρος
για ν’ αδειάσει
θάλασσα της κακίας
που δεν άδειαζε με τίποτα
όπως στο φεγγάρι
όλα τα καινούργια ονόματα
που έρχονταν στο φως
και πετάριζαν
εκεί που έλαμπε
καθώς το ανέσυραν
το φεγγάρι
με ήχους τσίγκινους και γυάλινους
και με τσαλίμια από κύκλους καράβολα και κουκουβάγιες
και ογκανίσματα
με κουστωδίες από μάγγανους
και δοκάρια που τριζοβολούσαν
με ακίδες επικίνδυνες
και σαράκια ζωντανά
μούσκεμα και δροσερά
και γέλια ξεχαρβαλωμένα
στα ξυπόλυτα ποδάρια μας τα άταχτα
ίχνη αστραπόβολα
στις παλιές σχιστόπλακες
τις ψιλοφυτρωμένες έναστρες
(Πότε θα δέσει επιτέλους
η βροχή
ουρανό και γη)