Του Σεπτεμβρίου το κορμί σε φύλλα καρυδιάς
τα δέντρα το κηδέψανε στο χώμα του Οκτωβρίου.
Μ’ ένα τσαμπί φωτός πρωινού στην κρύπτη της καρδιάς
έβγα να πολεμήσεις τον χειμώνα και το κρύο.
Ποτήριον κεκέρασται, ὃ δεῖ σε πιεῖν.
Η ραγισμένη σου ψυχή σφυρίζει «ἀμήν».
Κράτησε φυλαχτό σου τη φιλία με τα πουλιά
και τα χαράματα κάψε την ήσυχη φωλιά ―
το σπίτι, το παλάτι, την ασφάλεια.
Εσύ ετάχθηκες για τούτα τα παράλια,
σκύλος της ερημιάς να φεύγεις σκονισμένος.
Γύρε όπως κλώνος θολερής ελπίδας τσακισμένος
ή, τέλος πάντων, δροσερός σαν ελεγεία
γίνε ένα ξύλο σάπιο στα άδεια ναυπηγεία.