ΠΡΟ-ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία και ένας από αυτούς είναι η μη γραμμική χρονική σειρά· συνεπώς, έτσι όπως η ιστορία χωρίζεται σε τρία μέρη, η σειρά της κινηματογραφικής αφήγησης είναι: 3, 1 και 2
____________
3 Ένας περίκομψος βυζαντινός ναός μπροστά από την λίμνη της Αχρίδας, που μοιάζει να κρέμεται πάνω από το νερό, μεταξύ ουρανού και γης. Ένα μικρό περιβόλι παράπλευρα της εκκλησίας όπου ως νεαρός μοναχός Κίριλ, δεσμευμένος με όρκους σιωπής, θαύμαζα τις κατακόκκινες ντομάτες. Η στιγμή που το πορτοκαλί φως του ήλιου υπεξαιρείται από τα γκρίζα σύννεφα. Μακρινές βροντές στην άλλη πλευρά της λίμνης. Η ατμόσφαιρα που βαραίνει, ακριβώς όπως πριν τη βροχή. Και τώρα που τα θυμάμαι και τα ξαναζώ σαν ταινία, η αξεπέραστη μουσική των Anastasia [Anastacuja]: βυζαντινοί ψαλμοί, βαλκανικές μελωδίες, παραδοσιακά όργανα, τελετουργικοί ήχοι, το ροκ που κάποιοι ονόμασαν σκοτεινό.
Το βράδυ αποσύρθηκα στο κελί μου να κοιμηθώ αλλά μόλις ξάπλωσα βρέθηκα πάνω σ’ ένα σώμα που τινάχτηκε ως την άλλη γωνία του δωματίου. Μέσα στο σκοτάδι υπόλευκο ξεχώρισε το πέλμα της. Το βλέμμα μου σκόνταψε και μελωμένο έπεσε πάνω του και εκείνη το κάλυψε αμέσως. Είχε τα μαλλιά της άγρια κομμένα και ήταν φοβισμένη σαν αγρίμι. Δεν μίλησε, δεν μίλησα. Μόνο ξάπλωσε λίγο παραπέρα και με κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν στο σκοτάδι. Θα μάθαινα πως την έλεγαν Ζαμίρα.
Την επόμενη μέρα έφτασα με καθυστέρηση την ώρα της θείας λειτουργίας και ο ηγούμενος Μάρκος με κοίταξε ενοχλημένος. Λίγο αργότερα η στενή πόρτα του ναού, μοναδική πηγή φωτός στο εσωτερικό του ναού μαζί τα μικρά παράθυρα, σκοτείνιασε. Ένας ψηλός μαυροντυμένος άντρας με μια ακολουθία οπλισμένων αντρών στεκόταν έξω και περίμενε να τελειώσουμε. Ενημέρωσε τον ηγούμενο πως μια μουσουλμάνα Αλβανίδα σκότωσε έναν δικό «μας» Χριστιανό και, βέβαιος πως κρύβεται στο μοναστήρι, απαίτησε να την παραδώσουμε. Ένοιωσα να πνίγομαι από την αγωνία. Ο ηγούμενος τους είπε ότι δεν γνωρίζει κάτι και τους υπενθύμισε την χριστιανική προτροπή «να γυρίσουν και το άλλο μάγουλο», αλλά εκείνοι απάντησαν ότι το έχουν ήδη γυρίσει και επιλέγουν το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Είχε φτάσει, του είπαν, η στιγμή να εκδικηθούν για πέντε αιώνες αίματος. Έψαξαν παντού αλλά δεν την βρήκαν. Ένας από αυτούς στάθηκε στο παράθυρο και σημάδεψε έξω. Ταράχτηκα και του όρμησα αλλά τελικά στόχευε μια γάτα. Προδόθηκα αλλά οι μοναχοί τους εξήγησαν την υπερβολική μου ευαισθησία. Οι άντρες κύκλωσαν τη μονή ώστε να μη βγει κανείς.
Κάποια στιγμή ο ηγούμενος άνοιξε απότομα την πόρτα του κελιού μου και μας βρήκε με την Ζαμίρα όρθιους στη μέση του δωματίου. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά παρά να φύγουμε. Ο μοναχισμός τελείωσε για μένα. Άλλαξα το ράσο με μια μπλε μπλούζα και διέκοψα την σιωπή μου. Ο πατέρας Μάρκος με αγκάλιασε και με αποχαιρέτησε. Ξεγλιστρήσαμε την νύχτα ενώ οι φρουροί είχαν σωριαστεί μεθυσμένοι έξω από τις πύλες. Προχωρούσαμε στο σκοτάδι μέχρι την ανατολή και ήμασταν στα βουνά όταν ο ήλιος ήταν ψηλά. Την καθησύχαζα πως θα πάμε στον θείο μου τον Αλεξάνταρ κι ας μην καταλάβαινε τι της έλεγα. Όταν νοιώσαμε πως είμαστε ελεύθεροι και μόνοι στον κόσμο, βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από τους συγγενείς της. Ο παππούς της την χτύπησε πολλές φορές για τον φόνο που «μπορεί να ξεκινήσει έναν πόλεμο», και ο αδελφός της με έδιωξε με την απειλή του όπλου. Σήκωσα την μικρή μου βαλίτσα και κίνησα να φύγω όταν η Ζαμίρα έτρεξε να με ακολουθήσει, λαχανιάζοντας μια λέξη που ίσως σήμαινε παράκληση ή αγάπη. Ο αδελφός της την πυροβόλησε πισώπλατα και σωριάστηκε στο έδαφος. Γονάτισα συντετριμμένος να της ζητήσω συγνώμη κι εκείνη, με μπλαβισμένο πρόσωπο μου έκανε το νεύμα της σιωπής. Οι λέξεις δεν είχαν πλέον καμία σημασία.