«Η κατάσταση των πραγμάτων» του Βιμ Βέντερς

«Η κατάσταση των πραγμάτων» του Βιμ Βέντερς



Κάπου στην Πορτογαλία, ένα κινηματογραφικό συνεργείο ξεμένει από φιλμ ενώ γυρίζει τη δική του εκδοχή της ταινίας του Ρότζερ Κόρμαν, «Day the World Ended». Ο παραγωγός έχει εξαφανιστεί κι έτσι ο σκηνοθέτης επιστρέφει στο Λος Άντζελες προκειμένου να τον εντοπίσει, ελπίζοντας να καταφέρει να ολοκληρώσει την ταινία του.
Τι σπουδαίος auteur που είναι ο Βέντερς στο «The State of Things»! Πόσο σαγηνευτικό σκηνοθετικό βλέμμα, πόσο μαγευτική σύνθεση κάδρου, τί αντίληψη της ποιητικής δύναμης του χώρου, τί εικαστική αίσθηση! Όλα εδώ είναι γι’ αυτόν ―όπως λέει και μια ηρωίδα του κάποια στιγμή― ζήτημα ισορροπίας σκοταδιού και φωτός, ίσκιων και φωτών∙ ένας δυιστικός οντολογικός λουμινισμός κυριαρχεί στο φιλμ, μετατρέποντας το ασπρόμαυρο σε μια απεριόριστη χρωματική δυνητικότητα που περιμένει να εκραγεί (και που τελικά εκρήγνυται). Εν ολίγοις, δεν έχω ξαναδεί ασπρόμαυρη ταινία με τόσο πολύ χρώμα.
Αλλά, επίσης, και τι μείζων διανοούμενος που είναι ο Βέντερς στο «The State of Things»! Υπάρχουν άραγε σήμερα κινηματογραφικοί δημιουργοί που να στοχάζονται έτσι την τέχνη τους και την ύπαρξη, το νόημα και την ανυπαρξία του, τη ζωή και τον θάνατο, όπως ο Βέντερς εδώ; Αμφιβάλω. Στο πρώτο επίπεδο της ιστορίας (ή μήπως της άρνησής της; ) έχουμε να κάνουμε μ’ ένα κινηματογραφικό συνεργείο που σταματά τα γυρίσματα επειδή τους έχει τελειώσει το φιλμ. Αυτή η ομάδα ανθρώπων που σταματούν να εργάζονται περιμένοντάς απ’ τον παραγωγό της ταινίας να τους στείλει τα απαραίτητα για την ολοκλήρωσή της, είναι οι Βλαντιμίρ κι οι Εστραγκόν του «Περιμένοντας τον Γκοντό» πολλαπλασιασμένοι. Δεν κάνουν τίποτα όσο αναμένουν ή, μάλλον, κάνουν το τίποτα (το «τίποτα» όπως το ορίζει η κοινωνική μυρμηγκοφωλιά τουλάχιστον, εντός της οποίας αν δεν είναι κανείς «χρήσιμος», αυτομάτως καθίσταται ύποπτος μεταφυσικής ανταρσίας), ζουν για τους εαυτούς τους, αφήνονται στη γυμνή ζωή, την ύπαρξη χωρίς σχέδιο, χωρίς «σενάριο» και «σκηνοθεσία», αφήνονται απλώς να είναι. Κι ο Βέντερς αναρωτιέται αν οι «ιστορίες», δεν έχουν άλλο λόγο ύπαρξης απ’ το να μεταμφιέσουν, να μυθοποιήσουν («να συμβολοποιήσουν» θα έλεγε ο Λακάν) το σκέτο γεγονός της ζωής που περνάει, χωρίς εγγενές νόημα και σκοπό, χωρίς συγκεκριμένη αφηγηματική δομή, χωρίς επεξηγηματικό συγκείμενο. Η ζωή δεν χρειάζεται τις ιστορίες («Stories only exist in stories. Whereas life goes by without the need to turn into stories»), γιατί όλες οι ιστορίες έχουν να κάνουν με τον θάνατο, αφού κάπου πρέπει να καταλήγουν, κάπως πρέπει να τελειώνουν, και το τέλος κάθε ιστορίας (ρητό ή άρρητο) είναι πάντα ο θάνατος.
Έτσι, λοιπόν, το «The State of Things», με το να είναι μια ταινία «χωρίς ιστορία» (φαινομενικό, βέβαια, κι αυτό), μετατρέπεται σ’ έναν αναπάντεχο ύμνο στη ζωή. «Δεν μπορείς να φτιάξεις μια ταινία χωρίς ιστορία, όπως δεν μπορείς να φτιάξεις ένα σπίτι χωρίς τοίχους. Η ιστορία είναι οι τοίχοι μιας ταινίας», λέει κάποια στιγμή στον Γερμανό σκηνοθέτη, ο παραγωγός της ταινίας που κρύβεται σ’ ένα τροχόσπιτο το οποίο κινείται συνέχεια. Τι ειρωνεία όμως! Του το λέει αυτό ενώ έχει παραδεχτεί λίγο πριν ότι τώρα πια το σπίτι του θα είναι αυτό το τροχόσπιτο. Αφού, λοιπόν, μπορεί να υπάρχει σπίτι χωρίς τοίχους, έτσι μπορεί να υπάρχει και ταινία χωρίς ιστορία: μια ταινία ελεύθερη δηλαδή, για τη ζωή που περνάει χωρίς να είναι υποχρεωμένη να μεταμορφωθεί σε αφήγηση, που δραπετεύει απ’ την ιστορία άρα και απ’ τον θάνατο, μια ταινία που απλώς κυλάει. Ό,τι απλώς κυλάει, αντιστέκεται στην παγίωση, στον ορισμό, στην εννοιολογική ταξινόμηση και καταγραφή, άρα και πάλι στον θάνατο. Διότι αυτό που ορίζεται και επεξηγείται, παύει να κινείται, απολιθώνεται, πεθαίνει. Το «The State of Things» αρνείται να νοηματοδοτήσει, αντίθετα προσεγγίζει το πρόβλημα του νοήματος μέσα απ’ το πρίσμα της ποίησης, της ομορφιάς για την ομορφιά (να ένα υψηλό αντι-νόημα με το οποίο οι καλλιτέχνες αντικαθιστούν τις επιταγές της εξουσίας που ζητάει όλα τα πρόσωπα και τα πράγματα να δίνουν την αναφορά τους, να αρθρώνουν τον «λόγο» τους -και με τις δύο έννοιες της λέξης- και να δικαιολογούνται απ’ αυτόν, να αφηγούνται την ιστορία τους): ο σκηνοθέτης, Friedrich Munro, αναζητά τον Gordon για να του δώσει λύση στο πρόβλημα της ανολοκλήρωτης ταινίας, νιώθει να τον πιέζει η οφειλή της ολοκλήρωσης του έργου, χωρίς να διαισθάνεται ότι η απάλειψη αυτής της εκκρεμότητας, ισοδυναμεί με τον θάνατο∙ για να βρει κάτι το πλήρες νόημά του, πρέπει να τελειώσει, να ολοκληρωθεί, άρα κι η ζωή, μόνο δια του τέλους της εμποτίζεται με νόημα, μετατρέπεται σε «ιστορία». Οι ζωντανοί δικαιούνται να βρίσκονται εκτός της περιοχής του νοήματος, σ’ αυτό έγκειται η ευτυχία τους (αν το συνειδητοποιήσουν). Ο Munro και οι συνεργάτες του, τεχνικοί και ηθοποιοί, είναι πιο ζωντανοί στη no man’s land της εκκρεμότητας, εκεί όπου τα πράγματα παραμένουν γοητευτικά ανολοκλήρωτα, απολαυστικά ατελεύτητα∙ περιμένοντας τον Go(r)do(n)t.


Μετά από τη σύντομη περιπλάνησή του στην πόλη, ο Munro βρίσκει τον Gordon και μαζί τις εξηγήσεις που είχε τόσο μεγάλη ανάγκη. ο Βέντερς, ίσως ο απόλυτος κινηματογραφικός ποιητής της αστικής περιπλάνησης (περισσότερο ενδεχομένως κι απ’ τον Αντονιόνι), εντυπωσιάζει με την ασύλληπτη η ομορφιά αυτών των σκηνών όπου ο Munro διασχίζει το νυχτερινό τοπίο της πόλης, βυθισμένος στη μυστηριακή άλω του κοινότοπου που έχει γίνει πρωτοφανέρωτο, του «άνθρακα» της αστικής καθημερινότητας που η αλχημεία του κινηματογραφικού φακού ―της σπουδαίας τέχνης εν γένει― έχει μετατρέψει σε πολύτιμο χρυσάφι. Αλλά μετά τη συζήτηση με τον παραγωγό, που σηματοδοτεί το τέλος αυτής της περιπλάνησης ―αφού οι εξηγήσεις πάντα βάζουν ένα τέλος στην περιπέτεια― έρχεται αιφνιδιαστικά ο θάνατος: εκτός κάδρου, άγνωστοι εκτελεστές, πυροβολούν τον Gordon και τον Munro με το που βγαίνουν απ’ το τροχόσπιτο (μόλις σταματάει η κίνηση δηλαδή). Ο σκηνοθέτης βγάζει την κάμερα, προσπαθεί να καταγράψει τους δολοφόνους, προσπαθεί να αιχμαλωτίσει στον φακό του το ιλιγγιώδες γεγονός του θανάτου τη στιγμή που συμβαίνει.
Όμως αυτό δεν γίνεται, οι δολοφόνοι παραμένουν εκτός κάδρου∙ μόνο η ζωή μπορεί να συλληφθεί καθώς κυλάει, καθώς κινείται, καθώς ―απλώς― περνάει. Το πλάνο γεμίζει με εικόνες, μόνο με φως και σκοτάδι και ό,τι άλλο αυτά τα δύο δημιουργούν καθώς παλεύουν αέναα μεταξύ τους. Η κινηματογραφική τέχνη, όπως και κάθε τέχνη δηλαδή, είναι ανήμπορη να πει κάτι ουσιαστικό για τον θάνατο. Δεν υπάρχει τίποτα κακό σ’ αυτό όμως: η ζωή έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον∙ και γι’ αυτήν μπορεί να μιλήσει το σινεμά. Για την ακρίβεια, μόνο γι’ αυτήν μπορεί να μιλήσει, και μόνο γι’ αυτήν μιλάει πάντα, είτε έτσι είτε αλλιώς. Το κεντρικό θέμα κάθε ιστορίας είναι, πράγματι, ο θάνατος∙ επειδή έχει προηγηθεί, όμως, η ζωή ― συναρπαστικά όμορφη ακόμα και μέσα στην πλήρη νοηματική της αταξία και αναρχία, στη γλυκιά ασημαντότητά της.

Αυτή είναι, τελικά, η κατάσταση των πραγμάτων.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: