H χαμένη κόρη

H χαμένη κόρη



Αυτό το βράδυ, ξαπλώνω δίπλα της, για να διηγηθούμε την μέρα μας πριν κοιμηθεί και ξαφνικά, μου λέει: «Μαμά, ξέρεις, έχεις τρία ονόματα, Μαρία, Μαμά και Μπιντούμ». Είμαι σίγουρη ότι γνωρίζει καλά την Μαμά, δεν ξέρω τι έχει καταλάβει από την Μαρία και δεν έχω καταλάβει πολλά για την Μπιντούμ, αλλά σίγουρα ανυπομονώ να την γνωρίσω. Η κόρη μου, μέσα από την τρίχρονη αθωότητα της, έχει συνοψίσει την βασική θεματολογία της ταινίας Η χαμένη κόρη (Τhe Lost Daughter), την πρώτη σκηνοθετική απόπειρα της ηθοποιού Μάγκι Τζίλενχαλ η οποία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ιταλίδας συγγραφέως Έλενας Φεράντε.
Η Λήδα, πανεπιστημιακός στο επάγγελμα και μεσήλικας στα 48 της χρόνια, φτάνει στις Σπέτσες για να αναζητήσει μια ηρεμία και να εργαστεί στις μελέτες της. Η άφιξη μιας οικογένειας στην παραλία όπου έχει ήδη εγκατασταθεί, θα ξυπνήσει μέσα της μια σειρά από αναμνήσεις, για το παρελθόν της, την ζωή της και τις επιλογές της, καθώς η ίδια ταυτίζεται, αλλά και αντιπαρατίθεται στα πανταχού παρόντα γυναικεία πρότυπα και συμπεριφορές, που την βομβαρδίζουν κατά την διάρκεια της διαμονής της στο νησί.
Η ταινία (2021) συγκέντρωσε μια σειρά βραβείων, αλλά και αμφιλεγόμενων κριτικών, μέσα από ένα αξιοσημείωτο καστ ηθοποιών αλλά και την ειλικρινή ματιά της ίδιας της Μάγκι Τζίλενχαλ, μητέρας σήμερα δύο κοριτσιών. Οι γυναικείες ερμηνείες των Ολίβια Κόλμαν, Τζέσι Μπάκλεϊ, Ντακότα Τζόνσον και Νταγκμάρα Ντομίντσικ ενορχηστρώνουν τις διαφορετικές μελωδίες του ύμνου και του θρήνου μιας γυναίκας, κάθε μια πιστή στον ρόλο της και την ψυχοσύνθεση αυτού. Οι ανδρικοί ρόλοι μικρότεροι αλλά όχι λιγότερο σημαντικοί (Πολ Μεσκάλ, Τζακ Φάρφινγκ, Πίτερ Σάρσγκαρντ, Εντ Χάρις) διαμορφώνουν το κοινωνικό πλαίσιο της ταινίας που ξεδιπλώνεται διακριτικά στο περιθώριο για να μας θυμίσει ότι όσο και αν έχουμε προχωρήσει σήμερα, η φυλετική διάκριση παραμένει δύσκολα διαχειρίσιμη για πολλές πολιτισμένες κοινωνίες. Η σκηνοθέτις αποπειράται μέσω μιας εσωτερικευμένης περιδιάβασης του παρελθόντος της ηρωίδας και μιας κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας του παρόντος χρόνου σε μορφή ψυχολογικού θρίλερ, την μεταφορά ή καλύτερα την μετάφραση όπως η ίδια το θέτει του κειμένου της Φεράντε στην μικρή και μεγάλη οθόνη.

Περήφανη για τα τρία μου «ονόματα» δεν αργώ να ανακαλέσω την καταιγίδα γλυκόπικρων συναισθημάτων που κατρακυλούν καθώς κανείς παρακολουθεί ανύποπτα την ταινία, τον τρόπο που μπορεί να διεκδικήσει χώρο σιγά σιγά μέσα μας ξετυλίγοντας το κουβάρι της γυναικείας φύσης όπως μόνο η τέχνη μπορεί να το κάνει. Η Χαμένη κόρη μας συγκινεί σιωπηλά μέσα από τα άβολα ερωτήματα της για την μητρότητα, μας αγγίζει συθέμελα και μας επιτρέπει να παραδεχτούμε ότι κάποιες αλήθειες είναι τόσο πολύπλοκες και μυστηριώδεις που δεν μπορούν να πολωθούν σε μια απάντηση. Εξυπηρετούν καλύτερα τον σκοπό τους ως αιωρούμενα ερωτήματα στην ψυχή μας. Μέσα από την ταινία της η Τζίλενχαλ τολμά τουλάχιστον να τα μοιραστεί μαζί μας σε μια κρυφή συνεννόηση ή καλύτερα κατανόηση μεταξύ γυναικών. Η ταινία δομείται άλλωστε πάνω στα υπονοούμενά της, μόνοι μας ολοκληρώνουμε τις ιστορίες γύρω από τα δεδομένα και τα λεγόμενα των χαρακτήρων της και έτσι οικειοποιούμαστε (ή όχι) αυτή την αφήγηση.
H Λήδα έχει σπουδάσει μετάφραση της ιταλικής λογοτεχνίας και όπως μας ενημερώνει σε κάποια στιγμή της ταινίας ο άντρας της ―πανεπιστημιακός και ο ίδιος, σε μια δήλωση θαυμασμού προς το πρόσωπό της―, η Λήδα είναι μια από τις πιο σημαντικές επιστήμονες στον τομέα της. Οι αναμνήσεις που ανακαλεί στην ταινία όμως διαδραματίζονται γύρω από την περίοδο που αυτή και ο σύντροφος της προσπαθούν να μεγαλώσουν τα δύο μικρά κορίτσια τους. Και εκεί εμφανίζεται ξαφνικά και η ασυμμετρία στους ρόλους. Ο άντρας δουλεύει, η γυναίκα ασφυκτιά. Αν ωστόσο αντικαταστήσω το φύλο με τον ρόλο, ο πατέρας δουλεύει και η μητέρα ασφυκτιά, θα ριψοκινδύνευα ίσως να παρουσιάσω μια ανωμαλία παρά μια άδικη πραγματικότητα. Μια από τις πιο πολυσυζητημένες φράσεις της Λήδας στην ταινία είναι όταν δηλώνει για τον εαυτό της «Eίμαι μια αφύσικη μητέρα», (‘’Ι am an unnatural mother ‘’). Κι όμως αν σπεύδαμε να αποφασίσουμε ότι ακόμα και η ίδια παραδέχεται την ανικανότητα της ως μητέρα μάλλον θα είχαμε καταλάβει πολύ λίγα για την ταινία αλλά και ακόμα λιγότερα για τη ζωή μιας σύγχρονης γυναίκας και το ρόλο της ως μητέρα. Υπάρχει άραγε η έννοια της φυσικής μητέρας που τόσο συχνά οι κοινωνίες επιβάλλουν σε μια γυναίκα από την στιγμή που γίνεται μάνα;
Δεν είναι πλέον λίγες οι έρευνες στην ψυχολογία που έχουν αποδείξει ότι αυτό που η κοινωνία ονομάζει μητρικό ένστικτο δεν είναι μια αυτόματη φυσική διαδικασία που συμβαίνει μόνο στην γυναίκα. Το συναισθηματικό δέσιμο δεν έχει μόνο θηλυκό πρόσημο αφού αποδεδειγμένα πλέον ο ρόλος του φροντιστή είναι που προκαλεί την φυσική ορμόνη της ωκυτοκίνης την ορμόνη της αγάπης και του συναισθηματικού δεσίματος, ικανή να παραχθεί εξίσου στην γυναίκα και στον άντρα. Η ψυχολόγος Λίζα Βαρβόγλη μας το διευκρινίζει άλλωστε:

«Αυτό που συχνά ονομάζουμε «μητρικό ένστικτο» δεν είναι τίποτε άλλο από την ικανότητα του γονιού, μητέρας ή πατέρα, να έχει καλύτερη ικανότητα παρατήρησης του παιδιού, να καταλαβαίνει τη διάθεση και τις ανάγκες του μωρού, κάτι που προκύπτει από έναν συνδυασμό κινήτρου και ποιοτικού χρόνου που περνάει ο γονιός με το παιδί του».

Η ιστορία της ανθρωπότητας έχει δει κακές μητέρες και σίγουρα η Λήδα δεν είναι μια από αυτές. Μια πιο προσεκτική ματιά στις λεπτομέρειες της ταινίας το αποδεικνύει άλλωστε. Ναι ως νεαρή μαμά προσπαθεί να συνδυάσει την δουλειά της, την τέχνη της με τo μεγάλωμα των κοριτσιών της και είναι προφανές ότι η μερίδα του λέοντος πέφτει σε αυτήν και όχι στον άντρα της. Πολλές οικιακές στιγμές αποδεικνύουν την αφοσίωση της Λήδας και την αγάπη της, το δόσιμο του εαυτού της και το μοίρασμα του είναι της, την γενναιοδωρία της να επιτρέπει τη γινόμενη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση διαμόρφωση των παιδιών της, να επωμίζεται το βάρος της ευθύνης αυτού και τέλος να θέτει στον εαυτό της, την αγωνιώδη διερώτηση αν είναι καλή μητέρα. Θα ήταν άδικο να την ονομάσουμε αφύσικη μάνα επειδή χάνει την υπομονή της στις γνωστές σε όλους μας ακραίες εκφάνσεις της παιδικότητας, επειδή ζητά δεκαπέντε λεπτά παραπάνω για να ολοκληρώσει το γραπτό της πριν ο χρόνος της κατακερματιστεί και πάλι σε οικιακό χωροχρόνο και πέντε λεπτά παραπάνω για να ξεκουράσει το σώμα της με κλειστά τα μάτια, ξαπλωμένη στο πάτωμα ανάμεσα στις κόρες της λίγο πριν αυτό λεηλατηθεί και πάλι από την παιδική αγάπη. Επειδή κάποτε ασφυκτιά κοντά τους και της λείπουν όταν βρίσκεται μακριά τους. Ποιος γονέας που έχει μεγαλώσει τα παιδιά του δεν θα ταυτιστεί με αυτές τις σκηνές και πόσο αληθινές είναι. «H προσοχή είναι η πιο σπάνια και αγνή μορφή γενναιοδωρίας» μας λέει η Σιμόν Βέιλ την οποία θα επικαλεστεί ο άντρας της Τζίλενχαλ, Πίτερ Σάρσγκαρντ παίζοντας τον δικό του μικρό αλλά διακριτό ρόλο στην ταινία. Κι αν η συνεχής παρατήρηση και προσοχή του γονέα προς το παιδί του είναι αδιαμφησβήτητη και δεδομένη, ποιος συνεχίζει να τροφοδοτεί αυτή την ανάγκη για προσοχή στην ενήλική ζωή μας, ποιος είναι ο δότης αυτής της γενναιοδωρίας και πόσο μια μάνα ―η ύψιστη ενσάρκωση του δότη αυτού στην ανθρώπινη μνήμη― δικαιούται να είναι ο υποδοχέας αυτής της προσοχής.




Είκοσι κάπου χρόνια μετά, η Λήδα φαίνεται να διατηρεί μια κανονική σχέση με τις κόρες της, επικοινωνούν τηλεφωνικά για να μιλήσουν για τα απλά καθημερινά πράγματα της ζωής, η Λήδα δίνει τις συμβουλές της, τα κορίτσια έχουν την έννοια της, η σχέση φαίνεται να έχει επιβιώσει τις αντισυμβατικές επιλογές για τις οποίες η Λήδα ενοχοποιείται. Δεν έχει ξεκόψει από τις ενήλικες πλέον κόρες της, είναι ακόμα η μαμά τους. Αν και οι συναισθηματικές εντάσεις στην ταινία ξεχειλίζουν από παντού δεν είναι σίγουρο ποιος είναι πιο σαστισμένος και μπερδεμένος· η Λήδα ή η κοινωνία μέσα στην οποία πρέπει να διαμορφώσει τον εαυτό της και τα παιδιά της. Νιώθει τύψεις γιατί αναγνωρίζει το «λάθος» της ή μοναξιά επειδή δεν μπορεί να βρει την θέση της σε ένα κόσμο που φοβάται την αμφιβολία και το λάθος. H Τζίλενχαλ επαναλαμβάνει μέσα από τα λόγια της Σιμόν Βέιλ: … «όποτε κάποιος έχει προσπαθήσει να καταστείλει την αμφιβολία, τότε υπάρχει η τυραννία»). (“whenever someone tries to suppress doubt, there is tyranny”)
Οι κοινωνίες έχουν κατά καιρούς ορίσει σπασμωδικά τη μητρότητα επικαλούμενες ακραίες διηγήσεις γύρω από αυτήν. Άλλοτε ψάλλοντας το ίδιο αυτιστικό τροπάρι της ιδανικής μάνας που θυσιάζει τα πάντα για τα παιδιά της και που θεωρεί υποχρέωση της να ακυρώσει οποιαδήποτε άλλη έκφανση της γυναικείας της φύσης για να ταιριάξει σε αυτό το ασφαλές κοινωνικό πρότυπο (ρόλος που στην ταινία υποδύεται η Κάλη) και άλλοτε προβάλλοντας την καπάτσα γυναίκα που έχει επιτύχει να τα συνδυάσει όλα, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο βρίσκεται σε συνεχή θλίψη και απέχει από την συναισθηματική πληρότητα που της έχουν υποσχεθεί (η Τζίλενχαλ δεν γοητεύεται καθόλου από αυτό τον δεύτερο επίσης ουτοπικό ορισμό της γυναικείας φύσης που δεν είναι παρόν στην ταινία). H πραγματικότητα απέχει από αυτά τα άκρα και από την σαφήνεια τους, η πλειοψηφία βρίσκεται στον ενδιάμεσα χώρο μέσα σε μια ανασφάλεια και ένα χάος, ιδιότητες της ύπαρξης σιωπηλές, λιγότερο δημοφιλείς και ελκυστικές. Η σκηνοθέτις το λέει άλλωστε στην συνέντευξή της στη New York Times, ερωτηθείσα γιατί είναι τόσο σπάνιο να βλέπουμε στην μεγάλη οθόνη την διπλή όψη της μητρότητας. Απαντά ότι η ταινία επιχειρεί να κανονικοποιήσει ένα μεγάλο φάσμα συναισθημάτων που βιώνει η σύγχρονη μάνα όταν η πληθωρικότητα της επιθυμίας της (διανοητική, καλλιτεχνική, σεξουαλική) μοιάζει να ξεπερνά τα επιτρεπόμενα όρια της κοινωνίας. Αν σήμερα έχουμε εξελιχθεί κοινωνικά μέσα από πολύχρονους αγώνες των φεμινιστικών κινημάτων να διεκδικούμε το δικαίωμα μιας γυναίκας στην μη μητρότητα, σίγουρα η Μάγκι Τζίλενχαλ μας θυμίζει ότι έχουμε ακόμα δρόμο στο δικαίωμα μιας μάνας να επαναδιεκδικεί την ολότητα της γυναικείας της φύσης.
Η Λήδα, μπορεί να είναι και καλά, αλλά αυτό θα ήταν πιο άβολο για τον θεατή παρά για την ίδια. Oπως κάθε μάνα, αφήνει την υπέροχη και σπαρακτική εμπειρία της μητρότητας να την καθορίσει, να την πονέσει, να την γεμίσει και να την αδειάσει, αλλά δεν είναι διατεθειμένη να αρνηθεί τον υπόλοιπο εαυτό της και αυτό είναι και το μαρτύριο της, ο λόγος της κοινωνικής της καταδίκης. Κι αν εμείς οι υπόλοιποι δεν θέλουμε να ξέρουμε πολλά για τούτη τη μάνα που διαιωνίζει το είδος μας κάθε φορά, ας της δώσουμε την αγάπη και το χώρο να ζει στις αντιφάσεις της, κάπου κάπου ας την ξαλαφρώνουμε από αυτό τον ρόλο της μάνας, διότι μόνη της δύσκολα θα το κάνει, γυρίζοντας πίσω, ας της κλείσουμε το μάτι λέγοντας ευχαριστώ, συγνώμη και δεν πειράζει, για μια φορά, ας την απολαύσουμε από μακριά σαν γυναίκα και όχι σαν μάνα· είναι τόσο όμορφη…