Κάποια Δευτέρα κάποιας περασμένης άνοιξης
Σήμερα δε με ξύπνησε το χέρι της μητέρας. Με έβγαλε από το όνειρο το βυθισμένο στο λασπωμένο χώμα του καταπράσινου λιβαδιού, ο θόρυβος από τις γυμνές πατούσες της. Έτρεχε ανάμεσα από τα καλάθια με τα παλιά παιχνίδια μου. Σιγοτραγουδούσε. Κοντά σου θα πετάξω, αγάπη μου. Πλησίασε στο κρεβάτι μου και προσπάθησε να μου χώσει μια φλούδα από το μανταρίνι που ξεφλούδιζε, στη μύτη. Ανασηκώθηκα κι έσπρωξα μακριά το χέρι της. Μακριά μου να πετάξεις, αγάπη μου, μουρμούρισα. Γέλασε κι έσπρωξε όλο το φρούτο στο στόμα μου. Σκούπισε το διάφανο ζουμί που έτρεξε στο σαγόνι μου με το μανίκι της. Με το ίδιο λερωμένο χέρι μου πέταξε πάνω στα σεντόνια, ένα μαυρισμένο νόμισμα. Από το βυθό της λίμνης, μουρμούρισε, δώρο για σένα. Για την ευχή σου. Όταν η μητέρα άνοιξε το παράθυρο, σκέπασα το κεφάλι μου με το σεντόνι και γύρισα προς τον τοίχο. Ο αέρας που μπήκε, μύριζε ακόμα μανταρίνι. Και βρεγμένα ρούχα.
Ήθελα να φορέσω τη ροζ μπλούζα με τα αστέρια στα μανίκια. Στέγνωνε ακόμα στην απλώστρα. Ντύθηκα στα μπλε.
Η Τρίτη εκείνης της εβδομάδας, εκείνης της άνοιξης
Η σημερινή δεν με αφήνει να ζωγραφίσω. Με ενοχλεί. Είναι η πιο ψηλή κι αδύνατη απ’ όλες. Ξυπόλυτη κι αυτή. Με πολλά ξανθά, φουντωτά μαλλιά. Στεκόταν συνέχεια πίσω από την πλάτη μου. Σαν ακατάδεκτη βασίλισσα. Δεν της άρεσαν, πιστεύω, τα υγρά χρώματα που χρησιμοποιούσα και που γρήγορα ξεραίνονταν και κολλούσαν και μαύριζαν τα σχέδια και σκούραιναν το φόντο. Μου τραβούσε τα πινέλα, έχωνε τα χέρια της στις μπογιές και πασάλειβε τις ζωγραφιές μου. Το ανέμελο χαμόγελό μου σαν απάντηση πρέπει να την εξαγρίωσε. Τράβηξε τη ζωγραφιά σαν να ήθελε να τη σκίσει.
Τι είναι;
Ένα ξαφνικό κύμα αντιπάθειας για τη ζωγραφική σου, νομίζω.
Προσπάθησα να την αγκαλιάσω με το μπράτσο μου.
Μήπως ήρθε η ώρα να πετάξεις μακριά;
Όχι, όχι. Για τίποτα στον κόσμο. Το λατρεύω αυτό το μέρος. Στ’ αλήθεια. Θα μπορούσα να ζήσω εδώ χρόνια.
Γιατί εμένα όλα αυτά μου ακούγονται σαν να με αποχαιρετάς;
Η νύχτα ήταν σκοτεινή και ζεστή. Την άφησα ν’ απομακρυνθεί. Στάθηκε όρθια στο μισοσκότεινο δωμάτιο κι άγγιξε τα ξανθά, φουντωτά μαλλιά της. Δεν ήθελα να την πλησιάσω. Δεν ήθελα να σηκωθώ από την καρέκλα του γραφείου μου.
Ξέρεις, της είπα χωρίς να γυρίσω. Είναι επικίνδυνο να περιμένουμε άλλο. Μερικά πράγματα, όσο τα περιμένουμε, απλά απομακρύνονται. Μόνα τους.
Κάθε Τετάρτη
Αυτήν την έβρισκα πάντα κρυμμένη στη ντουλάπα. Άφηνε μισάνοιχτη τη μια πόρτα για να με παρακολουθεί. Νόμιζε ότι δεν θα το καταλάβαινα. Με τα λεπτά της χέρια τσαλάκωνε τα ρούχα μου και μπέρδευε τις κάλτσες. Μόλις την κοίταζα, χαμήλωνε τα μάτια και γύριζε από την άλλη το κεφάλι. Δεν της είχα μιλήσει ποτέ. Μερικές φορές ήθελα να την τραβήξω και να καθίσουμε μαζί στο άσπρο χαλάκι, μπροστά από το κρεβάτι μου. Άλλες πάλι ήθελα να της προσφέρω ένα ζευγάρι άσπρες φτερούγες. Και ν’ ανοίξω το παράθυρο.
Δεν την ήξερα καθόλου.
Ήταν η μόνη που φορούσε κάλτσες. Κοντές. Άσπρες.
Μια ανοιξιάτικη Πέμπτη
Ήταν πολύ επίμονη. Δεν με άφησε ούτε να τελειώσω τα μαθήματά μου. Έδεσε με έναν κόμπο την άκρη του φουστανιού της και με έσπρωξε στο τρένο που κυλούσε πάνω στις ράγες του, τις απλωμένες γύρω-γύρω στο δωμάτιό μου. Το τρένο μπήκε ορμητικά σε ένα τούνελ. Άκουσα τη φωνή της να προσπαθεί να καλύψει τον θόρυβο του τρένου. Το κεφάλι της έγειρε προς τα μπρος. Κάτι προσπαθούσε να μου πει. Έσπρωξα το σώμα μου προς τα πίσω. Μοιάζαμε με ξύλινες μαριονέτες. Τώρα πραγματικά χαμογελούσα. Το τρένο προχωρούσε με μεγάλη ταχύτητα στο σκοτεινό τούνελ.
Γιατί; Μου φώναξε.
Ανασήκωσα τους ώμους κι έγνεψα με το κεφάλι πως δεν μπορούσα ν’ ακούσω με τέτοιο θόρυβο.
Την άλλη μέρα
Δεν κοιμήθηκα καθόλου όλο το βράδυ. Όταν βγήκαμε από το τούνελ, νόμιζα ότι θα μου εξηγούσε. Όμως εκείνη σηκώθηκε, έλυσε τον κόμπο από το φόρεμά της κι έφερε το δάχτυλό της στα χείλια. Ακόμα ταλαντευόταν λιγάκι.
Κατεβαίνω εδώ, μου είπε.
Να σου πω, δεν θα σε ξαναδώ; Πρέπει να σε ξαναδώ.
Χωρίς άλλη κουβέντα ή ματιά, εκείνη απομακρύνθηκε. Κρύφτηκε στη γωνιά της πόρτας. Αργότερα, πολύ αργότερα με πλησίασε. Όλη τη νύχτα έβαζε τις παλάμες της στα μάγουλά μου, στο μέτωπό μου, στο λαιμό μου. Έβηχα δυνατά και φυσούσα τη μύτη μου. Το σώμα μου έτρεμε κάτω από το νυχτικό. Περίμενα το χέρι της μητέρας να με ξυπνήσει.
Είναι παράλογο να κάνεις τόση φασαρία, της είπα.
Το προτελευταίο Σάββατο
Λαμπερή λιακάδα χύνεται σήμερα από το παράθυρο μέσα στο δωμάτιο. Η Μαρία βοηθάει τη μητέρα στο καθάρισμα. Έχει γονατίσει στο πάτωμα και με τα μεγάλα κόκκινα χέρια της σκουπίζει κάτω από το κρεβάτι μου. Η μητέρα τινάζει τα σεντόνια από το παράθυρο. Ακούγεται κάπου μακριά κάποιος να παίζει πιάνο. Ο πατέρας είναι καθηγητής στο ωδείο. Μερικές μαθήτριές του έρχονται και στο σπίτι για ιδιαίτερα. Πολλές φορές νομίζω ότι τα δάχτυλά τους θα ξεκολλήσουν. Παίζουν πιάνο όλη την ημέρα.
Περίμενα να τελειώσουν το καθάρισμα. Περίμενα μέχρι να φύγουν από το δωμάτιο. Μόνο τότε έριξα μια ματιά έξω από το παράθυρο. Ησυχία. Αναρωτιόμουν αν θα γύριζε καμία μετά το φαγητό. Όχι πως τις περίμενα, όμως να, απλώς σκεφτόμουνα πως θα ήταν το δωμάτιο, χωρίς το σκοτεινό δίχτυ που ύφαιναν οι σκιές τους πίσω από την πόρτα, ανάμεσα στα καλάθια με τα παλιά παιχνίδια και στη μισάνοιχτη ντουλάπα.
Δεν τους αρέσει το καθάρισμα. Σίγουρα.
Αντιπαθούν το τίναγμα. Σίγουρα.
Ούτε και σ’ εμένα αρέσουν.
Η τελευταία Κυριακή
Πέρασαν όλες μία-μία από μπροστά μου. Κι εκείνη η ψηλή με τα θαμπά μαλλιά κι εκείνη με τις άσπρες κάλτσες. Μερικές σιγοτραγουδούσαν. Μαζεύονταν σε κύκλο. Δεν τους μίλησα. Δεν έβρισκα τίποτα να τους πω. Αισθάνονταν τόσο τέλειες και χαρισματικές που δεν μπορούσα να τις επιδιορθώσω με τη φαντασία μου. Με κοίταζαν με τα τεράστια μάτια τους κι εγώ σκεφτόμουνα ότι νύσταζα. Ξάπλωσα κι έκλεισα κι εγώ τα δικά μου. Πρόλαβα ν’ ακούσω τη μελωδία από το μακρινό πιάνο.