Η Μπέατριξ Πότερ (1866-1943) ήταν Βρετανίδα
φυσιοδίφις και φυσιολάτρις, συγγραφέας και εικονογράφος, που δημιούργησε
περισσότερα από 20 βιβλία για παιδιά, με αγαπημένους πρωταγωνιστές όπως
ο Πίτερ Ράμπιτ, η Τζεμάιμα Παντλ-ντακ και ο Μπέντζαμιν Μπάνι. Οι
ιστορίες της έχουν γίνει κλασικές, γνωρίζοντας διασκευές και μεταφορές
σε κινούμενα σχέδια, ταινίες, ακόμη και μπαλέτο.
Η ιστορία του Πίτερ Ράμπιτ (1904)
Μια φορά κι έναν καιρό ήσαν τέσσερα κουνελάκια, και τα ονόματά τους ήταν Φλόψι, Μόψι, Κότον-τέιλ και Πίτερ. Ζούσαν με τη Μητέρα τους σε ένα βουναλάκι άμμου, κάτω από τη ρίζα ενός πολύ μεγάλου έλατου.
«Λοιπόν, χρυσά μου», είπε η καλή κυρία Ράμπιτ ένα πρωί, «μπορείτε να πάτε στους αγρούς ή στο δρομάκι, αλλά μην πάτε στον κήπο του κυρίου Μακ Γκρέγκορ. Ο πατέρας σας έπαθε ένα ατύχημα εκεί – τον έφτιαξε πίτα η κυρία Μακ Γκρέγκορ.»
«Τώρα πηγαίνετε, και μην μπείτε σε μπελάδες. Πάω έξω.»
Έπειτα, η καλή κυρία Ράμπιτ πήρε ένα καλάθι και την ομπρέλα της, και πέρασε μέσα από το δάσος για να πάει στο φούρναρη. Αγόρασε μια φραντζόλα μαύρο ψωμί και πέντε σταφιδόψωμα.
Η Φλόψι, η Μόψι και η Κότον-τέιλ, που ήσαν καλά κουνελάκια, προχώρησαν στο δρομάκι για να μαζέψουν βατόμουρα. Όμως ο Πίτερ, που ήταν πολύ άτακτος, έτρεξε κατευθείαν στον κήπο του κυρίου Μακ Γκρέγκορ, και χώθηκε κάτω από το πορτόνι!
Πρώτα έφαγε μερικά μαρούλια και κάτι γαλλικά φασολάκια· και μετά έφαγε κάτι ραπανάκια· και μετά, νιώθοντας κάπως παραφαγωμένος, πήγε να ψάξει λίγο μαϊντανό.
Όμως, προς το τέλος του παρτεριού με τα αγγούρια, ποιον λέτε ότι συνάντησε; Τον κύριο Μακ Γκρέγκορ!
Ο κύριος Μακ Γκρέγκορ ήταν γονατισμένος με τα χέρια του στο χώμα, φυτεύοντας νεαρά λάχανα, όμως πήδηξε ψηλά κι έτρεξε ξοπίσω από τον Πίτερ, κουνώντας μια τσουγκράνα και φωνάζοντας, «Σταμάτα, κλέφτη!».
Ο Πίτερ τρόμαξε πραγματικά πάρα πολύ· έτρεχε ολόγυρα στον κήπο, γιατί είχε ξεχάσει το δρόμο για το πορτόνι. Έχασε το ένα από τα παπούτσια του ανάμεσα στα λάχανα, και το άλλο παπούτσι μέσα στις πατάτες.
Αφού τα έχασε, έτρεξε και με τα τέσσερα πόδια του και πήγε γρηγορότερα, τόσο που νομίζω ότι θα τη γλίτωνε, αν δεν είχε πέσει πάνω σε ένα δίχτυ για φραγκοστάφυλα, κι αν δεν είχαν πιαστεί εκεί τα κουμπιά από το σακάκι του. Ήταν ένα μπλε σακάκι, με μεγάλα μπρονζέ μεταλλικά κουμπιά, ολοκαίνουργιο.
Ο Πίτερ πίστεψε ότι ήρθε πια το τέλος του, και έχυσε μεγάλα δάκρυα· αλλά τους λυγμούς του τους άκουσαν κάποια φιλικά σπουργίτια, που πέταξαν σε αυτόν με μεγάλο ενθουσιασμό, και τον ικέτεψαν να βάλει τα δυνατά του.
Ο κύριος Μακ Γκρέγκορ ήρθε από πάνω με ένα κόσκινο, με το οποίο σκόπευε να πιάσει τον Πίτερ· όμως εκείνος στριφογύρισε και ξέφυγε την τελευταία στιγμή, αφήνοντας το σακάκι του πίσω.
Όρμησε έπειτα μέσα στην αποθήκη με τα εργαλεία, και πήδηξε μέσα σε ένα ποτιστήρι. Θα ήταν όμορφη κρυψώνα, αν δεν είχε τόσο πολύ νερό μέσα.
Ο κύριος Μακ Γκρέγκορ ήταν απόλυτα σίγουρος ότι ο Πίτερ ήταν κάπου στην αποθήκη με τα εργαλεία, ίσως κρυμμένος κάτω από μια γλάστρα. Άρχισε να τις αναποδογυρίζει προσεχτικά, κοιτάζοντας κάτω από κάθε μία.
Σε λίγο ο Πίτερ φτερνίστηκε – «Αψού!», ο κύριος Μακ Γκρέγκορ άρχισε να τον κυνηγάει ώσπου να πεις κύμινο, και προσπάθησε να τον πατήσει με το πόδι του, ο Πίτερ όμως πήδηξε έξω από ένα παράθυρο, αναστατώνοντας τρία φυτά. Το παράθυρο ήταν πολύ μικρό για τον κύριο Μακ Γκρέγκορ, και είχε πια κουραστεί να κυνηγάει τον Πίτερ. Επέστρεψε στη δουλειά του.
Ο Πίτερ κάθισε κάτω να ξεκουραστεί· είχε λαχανιάσει, έτρεμε από το φόβο του και δεν είχε την παραμικρή ιδέα προς τα πού να πάει. Επίσης ήταν πολύ βρεγμένος από το νερό που είχε το ποτιστήρι.
Μετά από κάποια ώρα άρχισε να περιπλανιέται, χοπ από δω, χοπ από κει, όχι πολύ γρήγορα, και κοιτάζοντας παντού τριγύρω.
Βρήκε μια πόρτα σε έναν τοίχο· αλλά ήταν κλειδωμένη, και δεν υπήρχε χώρος να χωθεί από κάτω ένα παχουλό μικρό κουνελάκι.
Μια γριά ποντικίνα έτρεχε μέσα έξω πάνω από το πέτρινο κατώφλι, κουβαλώντας αρακά και φασολάκια για την οικογένειά της στο δάσος. Ο Πίτερ της ζήτησε να του πει το δρόμο μέχρι το πορτόνι, όμως εκείνη είχε ένα τόσο μεγάλο μπιζέλι στο στόμα της, που δεν μπορούσε να απαντήσει. Κούνησε μόνο το κεφάλι της. Ο Πίτερ άρχισε να κλαίει.
Έπειτα, προσπάθησε να βρει το δρόμο διασχίζοντας τον κήπο από τη μέση, όμως μπερδευόταν όλο και περισσότερο. Σε λίγο, έφτασε στη λιμνούλα από όπου ο κύριος Μακ Γκέγκορ γέμιζε τα ποτιστήρια του. Μια άσπρη γάτα κοιτούσε επίμονα κάποια χρυσόψαρα· καθόταν πολύ, πολύ ακίνητη, αλλά κάπου κάπου η άκρη της ουράς της τιναζόταν σα να ήταν ζωντανή. Ο Πίτερ σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να φύγει μακριά χωρίς να της μιλήσει· είχε ακούσει για τις γάτες από τον εξάδελφό του, τον μικρό Μπέντζαμιν Μπάνι.
Γύρισε πίσω προς την αποθήκη με τα εργαλεία, όμως ξαφνικά, πολύ κοντά του, άκουσε το θόρυβο από ένα σκάψιμο –τσαπ, τσαπ, τσαπ, τσαπ. Ο Πίτερ κρύφτηκε κάτω από τους θάμνους. Όμως σύντομα, κι αφού δε γινόταν τίποτε, βγήκε έξω, σκαρφάλωσε σε ένα καροτσάκι και κρυφοκοίταξε πάνω. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ο κύριος Μακ Γκρέγκορ που σκάλιζε κρεμμύδια. Η πλάτη του ήταν γυρισμένη προς τον Πίτερ, και πέρα από αυτόν ήταν το πορτόνι!
Ο Πίτερ κατέβηκε πολύ ήσυχα από το καροτσάκι, και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, σε ένα ίσιο μονοπάτι, πίσω από κάτι θάμνους με μαύρα φραγκοστάφυλα.
Ο κύριος Μακ Γκρέγκορ τον είδε στη γωνία, αλλά τον Πίτερ δεν τον ένοιαζε. Ξεγλίστρησε κάτω από το πορτόνι, και ήταν επιτέλους ασφαλής στο δάσος έξω από τον κήπο.
Ο κύριος Μακ Γκρέγκορ έφτιαξε ένα σκιάχτρο κρεμώντας το μικρό σακάκι και τα παπούτσια, για να διώχνει τα κοτσύφια.
Ο Πίτερ δε σταμάτησε ποτέ να τρέχει, ούτε κοίταξε πίσω του, μέχρι που έφτασε σπίτι, στο μεγάλο έλατο.
Ήταν τόσο κουρασμένος, που παραπάτησε κι έπεσε πάνω στην ωραία, μαλακή άμμο, στο πάτωμα της φωλιάς, κι έκλεισε τα μάτια του. Η μητέρα του ήταν απασχολημένη με το μαγείρεμα· αναρωτήθηκε τι τα είχε κάνει τα ρούχα του. Ήταν το δεύτερο σακάκι και ζευγάρι παπούτσια που ο Πίτερ είχε χάσει μέσα σε δύο εβδομάδες!
Με λύπη μου σας λέω ότι ο Πίτερ δεν ήταν και πολύ καλά εκείνο το βράδυ.
Η μητέρα του τον έβαλε για ύπνο, και έφτιαξε χαμομήλι· έδωσε πολύ λίγο στον Πίτερ, μόνο μια δόση! «Μια κουταλιά της σούπας, την ώρα του ύπνου.»
Βέβαια, η Φλόψι, η Μόψι και η Κότον-τέιλ έφαγαν ψωμί με γάλα και βατόμουρα για βραδινό.