Η πραγματικότητα, η ύπαρξη, είναι η διαλεκτική στιγμή σε μια τριλογία, όπου η αρχή και το τέλος της δεν μπορούν να παρουσιαστούν στο υπάρχον άτομο, αφού αυτό το ίδιο, ως υπάρχον άτομο, βρίσκεται στη διαλεκτική στιγμή.
S. KIERKEGAARD
Eισαγωγή οι πυκνωτές
Εάν
δεν υπήρχε το φεγγάρι
δεν θα είχαν φύλλα τα δέντρα
ασκεπής και έρημος
αμίλητος
θα έμενε ο τρόμος μας.
Θα έτρεμε
ο μόνος
και θα άνθιζε
πάμπλουτη η έρημος. [,,,]
Δημήτρης Λεοντζάκος, Ιωνάς (ΧΧΙΙΙ, σελ. 49), Ενύπνιο 2023
Θα προτιμήσω ― έναντι τυπικής εισαγωγής, να ξεκινήσω αυτό το μικρό-δοκίμιο με μια ουσιώδη εξομολόγηση. Για μένα, τα βιβλία του Δημήτρη Λεοντζάκου, σχεδόν πάντα αποκτούν οντολογικές διαστάσεις. Είναι βιβλία, είναι αντικείμενα, είναι έργα, είναι και “γραμμένα πράγματα τέχνης”,[1] είναι οντολογίες. Έτσι, που είναι αδύνατον να μην σε κάνουν να χτίσεις μια προσωπική, μια φαινομενολογική διακριτή σύνδεση μαζί τους, μια σχέση διάρκειας που ενίοτε λειτουργεί και ως ευμετάβλητη και υποστηρικτική συμφωνία (από κοινού) για μια φυγή υπομονής, μια υπομονετική άσκηση και διαφυγή, μια (καθόλου συγκυριακή) συνομιλία διάρκειας με τη μορφή οντολογικής προσήλωσης. Ή αλλιώς, νεύματα από φασματικές διακυμάνσεις. Νεύματα που πορεύονται μέσω ακολουθιών, οργανικά γλωσσικών και ριζικά στοχαστικών. Και κάθε φορά, η φασματική αυτή διακύμανση του νεύματος της κάθε εργασίας (του κάθε βιβλίου) καταφθάνει και καταφέρνει να εγκολπώνει με διαυγή τρόπο το είναι της εικόνας της γλώσσας (δηλαδή την ίδια την ποίηση) φροντισμένο, δοσμένο στην δυνατότητα του να υπάρχει ως παφλασμός, πάνω στην αμμώδη εκτύλιξη των στοχασμών. Άρα, πρόκειται περί ευγενών νευμάτων (που συχνά δεν ξεχνούν το ίδιον τους ως παίγνια) που σε καλούν για μια συν-επιβίβαση που λειτουργεί ως ευχή και άσκηση στην υπομονή αλλά ταυτόχρονα και ως μαρτυρική κατάθεση της υπόρρητης, της ελάχιστης ανυπομονησίας. Καταφέρνουμε και συνομιλούμε με τις εργασίες αυτές του Δ.Λ. και παρατηρούμε την ίδια ώρα τον αέρα που προκαλούν αυτές οι ανάγνωσεις σε εμάς, ως ένα υπερβατικό, διανοητικό τράνταγμα.
Μιλάμε δηλαδή για βιβλία που, την ίδια στιγμή είναι οι ορυκτοί πόροι αλλά και οι εξορυκτικοί μηχανισμοι των εαυτών τους. Μια αλληγορία, μια παραδοξότητα που ο Blanchot θα υμνούσε κατά κάποιο τρόπο, όπου η εικονιστική και στοχαστική ύπαρξη ως προέκταση των βιβλίων είναι τόσο προσεκτικά και ισχυρά δοσμένη, και σχεδόν απαρνιέται τον εαυτό της, όταν προσπελαστεί αποκομμένη από το όλον που την περιέχει. Πηγαίνοντας λίγο πιο πέρα: όργανα που προφέρουν το μη περατό ως φλόγα και συνάμα πορεύονται συντροφικά στο Είναι ως καθημερινοί φθόγγοι ταυτίσεων, ως περατώσεις, νύχτα και μέρα. Δηλαδή, το ίδιο το κρυπτογραφημένο όλον περιέχει και το κλειδί και το μήνυμα ταυτόχρονα. Κομματάκια ύμνων το κλειδί, η ομιλία των πραγμάτων το μήνυμα. Βέβαια, στα βιβλία του Δ.Λ. δεν υπάρχει κρυπτογράφηση ούτε μυστικισμός, απλώς εγγράφεται το άχρονο. Φυσικά και χωρίς επινοήσεις.
Γιατί, εδώ είναι που πρέπει να πούμε πόσο διαλεκτικοί είναι οι τριγμοί που δημιουργούν τα βιβλία αυτά στη σχέση μας με τον “γραμμένο” άχρονο χρόνο, δηλαδή το -δυνατότερα και πιθανότερα- αμετάβλητο μέσα μας, άσχετο με το πέρας, αποκομμένο και απορυθμισμένο από το βέλος του “τώρα για τώρα εδώ και μόνον εδώ”· τελικά ένα ιδιότυπο συγκείμενο, που ίσως προ-υπάρχει μέσα μας και που αναδημιουργούν αυτά τα βιβλία για εμάς. Μήπως τελικά μέσα μας κατοικούν από πριν όλα τα κομμάτια των ύμνων; Και μήπως τελικά αυτά τα βιβλία διακριτικά και με προσήνεια τα ανασυνθέτουν για να τα επιστρέψουν πίσω σε εμάς εν τέλει, μαζί με το θεμέλιο της επιταγής στη αχρονία; Πιστεύω, πως όταν μιλάμε για το έργο του Δ.Λ., μιλάμε για μια γάργαρη, καθαρή και διαυγή ροή· για την άχρονη οντολογία της αντοχής που ανυπόμονα ψιθυρίζει.
Θα πω: αυτή η ποίηση είναι οι γρίλιες, το παιχνίδι της αντοχής του κόσμου. Τα βιβλία αυτά είναι οι πυκνωτές του χρόνου, αυτού που υπομονετικά απαρνιέται τον εαυτό του.
Η καρδιά μετρονόμος
Πάσχεις από έναν πόνο
μεγάλο κι απόκοσμο
όπως κι εμείς
πάσχουμε απ’ τα μάτια σου.
Η ασθένεια αυτή μοιάζει
με ένα δέντρο
που φυτρώνει ολομόναχο
κάπου στην ύπαιθρο.
Ό,τι πιο κοντινό έχει στη γη
ο άνεμος είναι
και το φως.
Μην μιλάς άλλο στα άνθη.
Δεν σ’ακούω.
(Ιωνάς, XVII, σελ. 39)
Το νέο βιβλίο του Δ.Λ. (και μάλιστα το 13ο) έχει τίτλο: Ιωνάς. Ξεκινώντας από τα βασικά, έχουμε ένα βιβλίο 57 σελίδων, με μία σύνθεση 25 άτιτλων, αριθμημένων ποιημάτων-συνθεμάτων. Στη συνέχεια, θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για ένα έργο που συναναστρέφεται με μία εγγενή ελεγειακή υπόσταση, ένα έργο που απελευθερώνει ―πολύ προσεκτικά― έναν υφέρποντα αρμονικό λυρισμό, έναν λυρισμό ίσως κρυμμένο, φυσικά ριζωμένο στην υπόσταση του να διαρκέσει διακριτικά. Άλλωστε, ξεκινάμε την ανάγνωση του Ιωνά με το πρώτο μότο να είναι από το «βιβλίο της φτώχειας και του θανάτου» του Rilke (σε μετάφραση του Δ.Λ.):
Είσαι φτωχός σαν τη βροχούλα της άνοιξης
που πέφτει στους τσίγκους απαλά και ακούγεται
Έπειτα, στην επόμενη γραμμή έχουμε το δεύτερο μότο από την Φυσική του Ε. Αρανίτση:
Ο σωστός τρόπος να παραμείνεις φτωχός είναι: σιγά σιγά.
Και έπειτα, στο σώμα του βιβλίου, αρχίζουμε τη συμπόρευση με κάτι που μοιάζει με την ελάχιστη προσευχή-μια ωδή (όπως δηλώνει ο ποιητής), και μέχρι το τέλος βρισκόμαστε συντροφιά με έναν συνεχή ελεγειακό ψίθυρο που κλείνει με το τελευταίο ποίημα-επιστροφή στον Ιωνά. Έτσι κλείνει ως βρόχος το ύφασμα που ξεκινά με τον τίτλο του βιβλίου και φτάνει να ξανά-συναντήσει τον Ιωνά στο τέλος. Με αυτό τον τρόπο, τοποθετούμε και εδώ λοιπόν μπροστά μας (ακολουθώντας τον βρόχο του βιβλίου) ως κεντρική μορφή τον Ιωνά.
Και συγκεκριμένα, εμμένω σκεπτόμενος τη διάσταση των στιγμών που τον αναλογίζομαι στην ύστατη ακμή της ροής του, στην απόλυτη στιγμή αβεβαιότητας και προσευχής, στο βάθος του καιρού (και όλων των καιρών;) και στη μέση της διάρκειας (στη μέση κάθε
διάρκειας;) όπου βρίσκεται μέσα στο κήτος, εκεί που η αρχή της παραμονής του στην κοιλιά (η αρχική κατάποση) έχει φύγει, έχει ξεχαστεί, και το τέλος της παραμονής αυτής μοιάζει αρχικά μάταιο, μοιάζει αδύνατο, ίσως ενδεχόμενο πίστης, πάντως μακρινό και αβέβαιο ως αποτέλεσμα προσευχής, βγαλμένο από τον χωροχρόνο της γραμμικής του εξέλιξης, να έχει μετατραπεί σε μια ρημαγμένη προσμονή.
Πηγαίνοντας την σκέψη κάπως παράπλευρα, αναρωτιέμαι εάν ο Ιωνάς ήταν αρκούντως υπομονετικός (παρόλη την όποια μόνιμη προσευχή του) μέσα στην κοιλιά του κήτους. Και αντίστοιχα θα με ενδιέφερε πολύ το ανθρώπινο χαρακτηριστικό της στιγμιαίας ανυπομονησίας του. Και μάλιστα, θα μπορούσε να είναι ανυπόμονος είτε για να βγει, είτε για να μπορεί να ελπίζει πως με κάποιον τρόπο θα βγει. Ίσως και να ευχόταν αρχικά να μην πεθαίνει το κήτος. Θα μπορούσε λοιπόν ο στοχασμός να τοποθετήσει τον άνθρωπο-πλάσμα Ιωνά σε μια συνεχή ταλάντωση μεταξύ ανυπομονησίας και και υπομονής. Με την προσευχή, την ανθρώπινα εφικτή, να είναι η περίοδος αυτής της ταλάντωσης. Επίσης, δεν μπορώ να μην σκεφτώ πως για εκείνες τις στιγμές, υπάρχει αρκετά κοντά του η καρδιά του κήτους. Γνωρίζουμε ή υποθέτουμε ότι η καρδιά του κήτους χτυπούσε μιας και το κήτος ζούσε και ταξίδευε και έτσι, έστω και για εκείνη την πιο κρυφή στιγμή, ο Ιωνάς ήταν απείρως κοντά και στην καρδιά του κήτους. Βρισκόμαστε δηλαδή κοντά στο σύνολο των στιγμών που η καρδιά του κήτους χτυπά, με τον Ιωνά πλάι της να την αισθάνεται απείρως κοντά του, να δονείται, δίνοντας ζωή στο κήτος, που είναι το μόνο που μπορεί εκείνη την ώρα να τον κρατήσει ζωντανό ενόσω εκείνος προσεύχεται ανυπόμονος
για να απελευθερωθεί από αυτό. Ή μήπως, ήταν εντελώς ανυπόμονος να υπομείνει των χτύπων της καρδιάς του κήτους, γιατί του πρόσφεραν εκείνη τη στιγμή καταφύγιο; Η καρδια του κήτους τελικά, είναι ο μετρονόμος της προσευχής του Ιωνά. Και αυτό γιατί ο Ιωνάς γνωρίζει ότι η καρδιά του κήτους εκείνη τη στιγμή τον κρατά ζωντανό, αλλά και η καρδιά του κήτους είναι εκείνη που του μαρτυρά την προσμονή και τον προτρέπει στην προσευχή για την απελευθέρωση, ως η μόνη μορφή ζωής εκείνη τη στιγμή τόσο κοντά του, η πιο άρρητη και μακρινή σημασία πίστης.
Αυτές ήταν λοιπόν οι δικές του στιγμές, οι στιγμές του Ιωνά μέσα στην κοιλιά, στιγμές που μπορεί να ήταν από πολλές εως μία, μία και τόσο δυνατή, που τις περιέχει όλες. Ο Ιωνάς ίσως υπήρξε μόνο για μία στιγμή μέσα στην κοιλιά τελικά, στιγμή όμως σε τέτοια ένταση, που τον κάνει να βρίσκεται μέσα εκεί και σε κάθε άλλη στιγμή. Έπειτα, μπορεί ο ίδιος να συλλάβει τον εαυτό του μόνο για εκείνη τη στιγμή όπου προσεύχεται, όπου προσμένει ανυπόμονος την απελευθέρωση και ταυτόχρονα υπομένει τους χτύπους της καρδιάς του κήτους. Και εμείς, στοχαστικά συλλαμβάνουμε τον Ιωνά σε κάθε στιγμή και σε κάθε επόμενη και προηγούμενη στιγμή να βρίσκεται εκεί. Πάντα για εμάς θα βρίσκεται εκεί και πάντα η στιγμή της απελευθέρωσης του έπεται. Έτσι, και η στιγμή της κατάποσης πάντα θα προϋπάρχει. Δηλαδή, κάποτε εισήλθε, και άπαξ και δια παντός, ίσως και να βγεί, αφού
ο μετρονόμος― η καρδιά του κήτους δώσει το βήμα της μιας αυτής στιγμής.
Ίσως τελικά αυτό που μας λέει ο Kierkegaard στο μότο, ακριβώς το ίδιο θα ισχύει και για τον Ιωνά. Δεν θα μπορεί λοιπόν ο Ιωνάς ως υποκείμενο, εκείνη τη διαλεκτική στιγμή της ύπαρξής του μέσα στο κήτος, να συλλάβει τη στιγμή της αρχής όπου το κήτος τον κατάπιε, αλλά ούτε θα μπορέσει ποτέ να συλλάβει και το τέλος. Άρα, τι άλλο μένει ακριβώς εκείνη τη στιγμή της σύλληψης του τώρα, στιγμή που τις περιέχει όλες, τώρα που ο Ιωνάς βρίσκεται στην κοιλιά του κήτους δίχως αρχή και δίχως τέλος; Η απάντηση είναι: τίποτα. Αυτό ακριβώς είναι που μένει, το τίποτα, ή καλύτερα το λίγο πριν το τίποτα, μιας και υπάρχει κάτι, και αυτό το κάτι φυσικά δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από τη φωτεινή, ουσιώδη και σχεδόν καταδικασμένη, την απόλυτη ένδεια.
Λάδι από την άβυσσο:
ρυάκι
απ’ την αλφάβητο
κι αλάτι από τα μάτια.
Υπέρ των ονείρων μας
ποτέ ακίνητος
ποτέ ακατοίκητος
Ιωνάς
ο ασυντρόφευτος ύπνος”
(Ιωνάς, ΧΧV, σελ. 54)
Έκλειψη αφόρητη
[...] Μεγάλη λίμνη ο άνθρωπος
βουλιάζει
σαν νεροβούβαλος
και φαίνεται
υφαίνεται
φαντασμαγορικός
μέσα στον ύπνο
όπως φλέγεται
γυμνό
σαν λεπτό χαρτάκι
το όνειρο
Άλλωστε
τι μας μαθαίνουν τα σύννεφα;
Κλείστε,
σφαλίστε τα μάτια!
Φεύγουμε!
(Ιωνάς, ΧΧΙΙΙ, σελ. 40)
Έτσι λοιπόν, συνεχίζουμε στον βρόχο του έργου επιβεβαιώνοντας τα αρχικά μότο, θέτοντας ως κέντρο του στοχασμού την ένδεια. Η ένδεια που τα παρασύρει όλα. Αυτή η ανέχεια, η φτώχεια που ξεκινά ως ρυάκι, γίνεται χείμαρρος που τραβά, μαζεύει, παρασύρει, εκβάλει, μέχρι να ξανά-γίνει ρυάκι σε κάτι που μοιάζει με κιρκαδιανό ρυθμό ως στάση και κίνηση μέσα στο έργο. Έχουμε δηλαδή ένα αμιγώς χειρονομιακό έργο που δηλώνει, ξορκίζει και αγκαλιάζει ως φυσική του υποκειμένου την ένδεια, είτε ως απαρχή αλλά και ως αποτέλεσμα. Θα ήταν λοιπόν ο θάνατος και η ανθρώπινη φθαρτότητα ο πυρήνας της ένδειας; Η ουσιώδης πενία που οφείλει το υποκείμενο να καλύψει, η απόλυτη έλλειψη επιβεβαίωσης που έχει ανάγκη την ίδια την επιβεβαίωση του ―απλώς και ατελώς― υπάρχειν; Μήπως η ένδεια είναι εδώ και μια συντελεσμένη αφαίρεση; Και ίσως για τον Ιωνά τελικά, η ταλάντωση από την ανυπομονησία στην προσευχη να είναι μια συντελεσμένη αφαίρεση, με τη μορφή της απόλυτης ένδειας. Εδώ, για το βιβλίο του Δ.Λ. και για το υποκείμενο, η υπομονή ως ένδεια είναι ουσιώδης όπως λέει ο Blanchot:[2] [...] “διότι είναι αναπόφευκτη η ανυπομονησία μέσα σε αυτόν τον χώρο (τον χώρο προσέγγισης του θανάτου και της προσέγγισης του έργου), [...] όπου πρέπει να υποστείς την άσταση κλήση του απόμακρου: αναπόδραστη και απαραίτητη”.
Το υποκείμενο δηλαδή απογυμνώνει τον εαυτό του ή αποδέχεται την απογύμνωση του. Έτσι τελικά τι μένει; Ίσως, η στιγμή της ύπαρξης που συνεχώς επαναλαμβάνεται αλλά ποτέ δεν είναι ίδια με τον πρότερο ή μελλοντικό εαυτό της: η ίδια η ύπαρξη στέκεται εδώ, χωρίς τίποτα. Και υπάρχει ακόμα κάποιος χρόνος, λίγο φως και ένα σώμα. Βεβαία τελικά το σώμα έχει και κάποια καρδιά. Και ταυτόχρονα αποδέχεται και την άστατη αυτή κλήση του απόμακρου. Έτσι, τοποθετείται ως άξονας του έργου σχεδόν σε όλη την έκτασή του, η απεύθυνση στο δεύτερο πρόσωπο έτσι ώστε το απόμακρο να προσεγγιστεί, φυσικά όχι να προσπελαστεί, αλλά να ειδωθεί ως σκιά πέρα από το υπάρχειν, ως μια γραμμή απεύθυνσης σε ελεγειακό τόνο. Έτσι, η απεύθυνση γίνεται τελικά προς την ίδια την καρδιά του κήτους, μια οντότητα που συνεχώς
για εμάς θα καταπίνει τον Ιωνά. Γιατί το κήτος έχει απομείνει πλέον μόνο για το υποκείμενο, μιας και τίποτα άλλο δεν έχει μείνει, τίποτα παρά μόνο μια έτερη, μια αλλιώτικη δόνηση από την δική του, που του θυμίζει πως δεν έχει τίποτα πια, παρά μόνο την προσμονή, την ανυπομονησία και ίσως, κάποια προσευχή. Και όλα αυτά έχουν ως καρπό και ως ρίζα την ένδεια, ταυτόχρονα. Έτσι έχουμε τον συνεχή ψίθυρο ένδειας σε απεύθυνση, σε αποστροφή, τελικά απεύθυνση στην ίδια την αποστροφή και την σκιά της ως φθαρτότητα μονάχα δική μας, ως πρόσφορο, αντίδωρο, ματαιότητα και διαδρομή. Εκεί, που μας προετοιμάζει με τη δήλωση ―στο οπισθόφυλλο του βιβλίου― ο ποιητής, καθαρά:
Εγώ και η ύπαρξη περισσεύουμε.
Αφαιρέστε μας απ’ την ορατότητα.
Έτσι και εμείς, ακολουθώντας, μένουμε απογυμνωμένοι μαζί με το υποκείμενο, μας αφαιρούν από την ορατότητα, παραδομένοι στην απεύθυνση και στην ανέχεια, σε μια συμφιλιωτική φτώχεια τετελεσμένης γνώσης που δεν είναι όμως στέρηση, ούτε και στέρηση του έργου, αλλά η ανυπόμονα υπομονετική ένδεια που αναγγέλλει τελικά τη συνάντηση με τον Ιωνά και το ίδιο το έργο σε μια λυτρωτική συνεύρεση: με την “άναρχη αρχή ― της αγάπης το άθυρμα” (σελ. 12.), όπως μας τονίζει ο Δ.Λ.. Ξεχνώντας το προυπάρχον, για εκείνη τη μια στιγμή που είναι τόσο δυνατή που αρκεί για όλες, για εκείνη τη διαλεκτική στιγμή της ύπαρξης, όπως ο Ιωνάς, όπως ο Δ.Λ., έτσι και εμείς. Φτάνουμε να προσεγγίσουμε τη αδιάλλακτη αρχή μας και συνδιαλεγόμαστε με το απαράλλαχτο δικό μας τέλος. Ξεχνάμε, αφήνουμε και παραδινόμαστε σε τούτο τον τεκτονικό ψίθυρο ένδειας που γίνεται ρυάκι, ή αφήνουμε αυτό το βιβλίο να γίνει κρατήρας μυχιότητας που γεννά το ρυάκι, έχοντας μοναχά κουράγιο και μια δόση ελπίδας για τα ρέκβιεμ του πρότερου, για τις ελεγείες μιας αφόρητης έκλειψης.
Ρυάκι η ένδεια.
Φεγγίτης η κόλασή της.
Όσο ατελείωτη
όσο απύθμενη κι αν δείχνει η κόλαση
η απάντησή μου
είναι μία:
λεύκες γάργαρες
με αεράκι [...]
(Ιωνάς,Χ, σελ. 27)