Προσκόμματα και απαιτητικές λύσεις για την ανάβαση στα υψίπεδα της τέχνης

Φωτ. Στέφανος Αλιπράντης
Φωτ. Στέφανος Αλιπράντης

Αλέξιος Μάινας, «Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας», εκδ. Μικρή Άρκτος


Γεγονός είναι ότι η αισθητική μας είναι ταυτόχρονα καλλιτεχνική ιδιότητα-στόχος και εργαλείο ευζωίας, και ότι εξελισσόμαστε καλλιεργώντας την. Εκτείνεται σε όλους τους τομείς της ζωής, στις σχέσεις με τους άλλους, στις επιλογές της καθημερινότητάς μας, ακόμα και στην πολιτική ή στον αθλητισμό. Για τα μικρά παιδιά το ωραίο είναι απαραίτητο για τη ζωή. Στην ενηλικίωση το ωραίο γίνεται μια σύνθετη εννοιολογική οντότητα ανεξάρτητη από τις πρωτογενείς ανάγκες, αλλά μετουσιώνεται σε μια νέα αυθύπαρκτη ανάγκη μας, εξίσου σημαντική για την επιβίωση. Μέσα από την τέχνη –σίγουρα όχι απλά ως αναπαράσταση του πραγματικού ή του κόσμου των ιδεών– δημιουργεί τους δικούς του κανόνες, αλλά επαναφομοιώνεται από την πραγματικότητα και γίνεται μια χειροπιαστή καθημερινή αξία. Όσο πιο υψηλές μορφές του ωραίου μπορούμε να συλλάβουμε, τόσο εντείνουμε την ικανότητά μας να αντλούμε το απαραίτητο για τη ζωή και να πετάμε τα άχρηστα.

Μελετώντας τις επίμονες και ειλικρινείς –χωρίς αμφιβολία πια– μορφολογικές και στοχαστικές αναζήτησεις της ποιητικής γραφής του Αλέξιου Μάινα, με αφορμή το πρόσφατο, τέταρτο συνολικά προσωπικό βιβλίο του Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας, δεν μπορώ παρά ν’ αναρωτηθώ: Είναι η ποίηση εξύμνηση του ωραίου; Έχει ως στόχο τη σύλληψή του και την διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου; Είναι η αισθητική ο πυρήνας γύρω από τον οποίο δημιουργούνται τα ποιήματα;

Ειδικά για συνειδητοποιημένους δημιουργούς, για έργα όπου «η έμπνευση και η επιμέλεια δίνουν τα χέρια» (από δοκίμιο του Μάινα), εκείνους που οργανώνουν με ακρίβεια τις συλλήψεις τους, σκύβοντας επί μήνες και χρόνια πάνω στο ίδιο χαρτί/υλικό πριν το δημοσιεύσουν, ισχύει το εξής: Κάθε ποίημα μιλάει για την ποίηση συνολικά, περιέχει μια ιδέα για το τι είναι η ποίηση, όσο και το συνολικό έργο, στο οποίο δυνάμει εγγράφεται μια θεώρηση της ιστορίας της ποίησης. Η ποίηση και οι κόσμοι της τίθενται σε κάθε έργο ως πρόβλημα. Έτσι, λόγω της μεγάλης, φαινομενικά εξαντλητικής –των τρόπων της– διαδρομής της ποίησης, θεμελιώδες θέμα κάθε σοβαρής-μεθοδικής ποιητικής σύνθεσης είναι η ποιητική η ίδια: το πρόβλημα τού να γράφει κανείς ποίηση στις μέρες μας. Πλέον ο ποιητής περισσότερο αυτό –παρά τις προβληματικές ατόμου, κοινωνίας και ιστορικής ώρας– καλείται να επιλύσει ως πρόβλημα που απειλεί τη γραφή του: το νόημα ύπαρξής της ως καλλιτεχνικής απόπειρας, το ποια θέση μπορεί να έχει στη σκυταλοδρομία μιας μεγάλης ποιητικής και γλωσσικής παράδοσης.

Τέτοια είναι σίγουρα η προβληματική που θέτει στον εαυτό του το εν λόγω βιβλίο με τις 1 (Θεωρία) + 5 (Πράξεις) ενότητες, που φωτίζουν πολύπλευρα όχι μόνο το δυστοπικό τοπίο της πανδημίας και γενικότερα του θανάτου ή της κοινωνικής απομόνωσης στη ζωή μας, αλλά ξετυλίγουν ταυτόχρονα και τις δυνατότητες να συνθέσει κανείς σήμερα φιλοσοφική ποίηση υψηλών λυρικών αξιώσεων – ακόμα και να προτείνει ρηξικέλευθες χρήσεις της ομοιοκαταληξίας (όπως έχω αναπτύξει αλλού https://www.hartismag.gr/hartis-37/dokimio/sto-ergasthri-ths-stixopoihtikhs-toy-alexioy-maina). Η πρόθεση ή στόχευση μιας τέτοιας ποιητικής σπουδής, μιας τόσο μεθοδικής αναμέτρησης με τη γλώσσα –πέρα από μορφικά και τεχνικά ζητήματα– είναι να διερευνύσει την ικανότητα του ανθρώπου να εκφράζει με λόγια την υπαρξιακή του κατάσταση. Μελετώντας κανείς την ποίηση μέσω των αξιότερων πονημάτων κάθε εποχής, ανακαλύπτει την ιστορία της συνείδησης, με τον τρόπο που, μελετώντας την τέχνη γενικότερα, ανακαλύπτει τον άνθρωπο. Καθώς το τυχαίο και αιφνίδιο παρεμβαίνει στις ανθρώπινες προσπάθειες, όπως το άλογο-ασυνείδητο στις επιθυμίες, έτσι και η γλώσσα και τα εργαλεία μιας τέχνης στο περιεχόμενο και στα σημαινόμενά της. Το αποτέλεσμα είναι η διερεύνηση της ανθρώπινης κατάστασης, των περιορισμών του ανθρώπου και των ψυχικών του πτυχών. Ειδικά η ποίηση συντροφεύει σταθερά την έξαψη, τον πόθο και την απόγνωση, πότε ως πρελούδιο και πότε ως εφύμνιο, επανεφευρίσκοντας παιγνιωδώς το πλήρες πάνελ των αποχρώσεων του θυμικού.

Ως προς τα νοήματα, αυτό είναι το θέμα της πρόσφατης συλλογής του Μάινα: η εγγενής αδυναμία του ανθρώπου να υπερκεράσει τα εμπόδια που τον κρατούν απολύτως θνητό και ευάλωτο, έρμαιο νόμων που υπαγορεύει το χάος και το απρόβλεπτο, αλλά και η δική του αριστεία στο σφάλλειν. Η φυσική κατάσταση ενός εύθραυστου πράγματος είναι να ’ναι σπασμένο. Dura lex, sed lex. Σκληρός ο νόμος που υπαγορεύει στον άνθρωπο η φύση (ως περιβάλλον/συγκυρία) και η φύση του (ως ουσία του). Κάθε πεπρωμένο αργά ή γρήγορα τραγικό. Δικαίως, λοιπόν, ο ποιητής-στοχαστής επί των «προσκομμάτων» και απειλών της ανθρώπινης ευτυχίας-ευτοπίας, που υπονοείται με τη λέξη «κάμπος» του τίτλου, ξετυλίγει μεθοδικά τις συνέπειές τους στη ζωή και στον ψυχισμό μας. Αφορμή, όπως ειπώθηκε, τα πολυεπίπεδα δεινά της πρόσφατης πανδημίας και όσων έφερε στην επιφάνεια, οι αιφνίδιοι θάνατοι μελών της οικογένειας, ακόμα και νέων ανθρώπων, ο εγκλεισμός που βιώσαμε παγκοσμίως, ο επηρεασμός του τρόπου ζωής, το μούδιασμα ή ο φόβος, που υπάρχει –όχι αδίκως– ακόμα. Στο βιβλίο υπάρχει πράγματι επαρκές υλικό για να «ανασυστήσει τα συναισθήματα πίεσης, φόβου, ανασφάλειας και ανελευθερίας που χαρακτήρισαν την περίοδο αυτή της ανθρώπινης ιστορίας» (από κριτική του Γεράσιμου Βουτσινά στην Ποιητική).

Πρόκειται για μια ποίηση επέκεινα του αυστηρά ιδιωτικού, επέκεινα του επιμεριστικού ή του συχνά αλαζονικού και τελικά πολιτικά επιζήμιου υδροκεφαλισμού της εξαίρεσης. Θεωρώ ότι μια ποίηση που οδηγεί πιο άμεσα στο γενικό και πανανθρώπινο πέραν των τάσεων εξομολόγησης και ομφαλοσκόπησης, έχει περισσότερο ενδιαφέρον, καθότι δεν αφουγκράζεται απλά αυτό που ξεβράζει η μνήμη, το ασυνείδητο και η χρονίζουσα πλέον γύρω μας ατμόσφαιρα της δυσθυμίας και της εριστικότητας (που υποδύεται την κοινωνική ευαισθησία), από το φανάρι του δρόμου ώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια τέτοια φιλοσοφική ποίηση δεν συγκροτείται απλά από ανάγκη για έκφραση του ανικανοποίητου ή του χαμένου, αλλά διατυπώνει νέα ερωτήματα στον ανθρωπολογικό και στον ιστορικό άξονα.

Η εκφραστική ανάγκη ασφαλώς υπάρχει και είναι έκδηλη στην πληθωρική, ενίοτε χειμαρρώδη δημιουργικότητα του Μάινα, το αργότερο από το πρώτο του βιβλίο (Το περιεχόμενο του υπόλοιπου, 2011) αλλά και νωρίτερα – για όσους τον γνώρισαν τα πρώτα χρόνια δημοσιεύσεών του, τα δεκαεπτά χρόνια (ενήλικου βίου) που προηγήθηκαν του πρώτου βιβλίου. Η ορμητικότητα –όχι μόνο του καλλιτεχνικού ταμπεραμέντου– και η διεισδυτική ματιά, η εγρήγορση για την αδικία και η οξύτητα απέναντι στα κακώς κείμενα, «το ιδεώδες της συμπάθειας» (όπως το λέει σε κριτική της η Στυλιανή Παντελιά) τέθηκαν ολοένα και περισσότερο υπό τον έλεγχο μιας μετριοπαθούς –ως προς τη συνολική στάση– ευθυκρισίας και μιας ακαδημαϊκού βεληνεκούς θεωρητικής σκευής, τιθασεύτηκαν και υπηρετούν αισθητικά κάτι μεγαλύτερο. Ο Μάινας δεν γράφει για να αιχμαλωτίσει τις φορτισμένες στιγμές και τις φευγαλέες σκέψεις του – δεν θα είχαν επαρκή αξία έτσι τα ποιήματά του, δεν θα είχαν την αξία που έχουν.

Ο Μάινας, όπως στο Ξυράφι του Όκαμ (2014), χρησιμοποιεί τις στιγμές ως αφορμές. Κι έχει μια σχέση υλική, ερωτική με τις «αφορμές» του. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας εργασίας και ποιητικής μετουσίωσης γίνεται αυθύπαρκτο. Η τέχνη, η αναγκαία πλέον διαμόρφωση και διατύπωση της αφορμής ή έμπνευσης, αναλαμβάνει τον πλήρη έλεγχο και καταλήγει να υπάρχει ανεξάρτητα, υπάρχει από μια τρόπον τινά κειμενική αναγκαιότητα – το αντίθετο του «ποιητή»-μαϊμού, του βαβελικού γραφιά των ημερών μας του «τέλους της ποίησης», που πατάει τυχαία πλήκτρα στη γραφομηχανή της ποιητικής κοινής (όπως τη λέει εύστοχα ο κριτικός Κώστας Βούλγαρης, που διαγιγνώσκει πρώτος δημόσια το εκτόπισμα του εν λόγω ποιητή). Στο τέλος ο εξέχων δημιουργός δεν έχει καμιά σημασία, θα μπορούσε και να μην υπάρχει. Η ποίηση ωριμάζει και αυτονομείται πάνω από τον καλλιτέχνη, αδιάφορη για το πεπρωμένο του: μια σκέψη που συγγενεύει με το παγκόσμιο ή υπερπροσωπικό «πνεύμα» που επικαλούνται ο Γκαίτε, ο Βαλερύ και ο Μπόρχες ως παραγωγό της υψηλής λογοτεχνίας.

Περισσότερο απ’ ό,τι στα προηγούμενα βιβλία του, ο Μάινας εδώ αναγκάζει τον αναγνώστη να κάνει κι αυτός βήματα, να ξεβολευτεί, να δει πίσω από το πέπλο του πρωτοκειμενικά χειροπιαστού, να διερωτηθεί για τη σύνθετη μορφή, να αφουγκραστεί τη φιλοσοφική ειρωνεία, το λεπτό χιούμορ, το απόκρημνο-σκοτεινό βάθος και την ένταση με την οποία κρατάει τα γκέμια του λόγου. Στο έργο αυτό έχει γίνει λεπτοδουλειά – τα έχουμε ξεσυνηθίσει αυτά. Ο όρος «ποιητής» είναι ένας τίτλος που η ιστορία έχει αποδώσει σε περισσότερους από όσους τον δικαιούνται. Σίγουρα ο Αλέξιος Μάινας ανήκει σε αυτήν την κλειστή ομάδα. Αν κρίνουμε από την ανεπαρκή προβολή της γραφής του, η –εδώ– ολοφάνερη αρμονία, οι κατακτημένες πρωτότυπες τεχνικές, η νίκη της τέχνης πάνω στα εγγενή προσκόμματα του υλικού της, το κοσμοπολίτικο-απροκατάληπτο πνεύμα, το ίσως υπερβολικά γενναιόδωρο απέναντι σε συναδέλφους ήθος, η επίμονη αναζήτηση της εφικτής σοφίας στο κρημνώδες της ζωής και στην αντάρα του σιναφιού, παραμένουν κρυμμένα για τους πολλούς (συναδέλφους), και κρυμμένα από τους πολλούς (αναγνώστες), που με λίγη ενθάρρυνση θα μπορούσαν να απολαύσουν ξανά μια ποίηση με αξιώσεις. Aποτιμώντας μόνο το κείμενο και τις δυνατότητές τους, για πόσους από τους «ποιητές» των ημερών μας –σε πείσμα των βραβεύσεων και της αξιοπερίεργης προβολής τους– μπορεί να ειπωθεί αυτό χωρίς την αίσθηση εξαπάτησης του κοινού;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: