Συρτός στα τρία – Ειρήνη Καραγιαννίδου

Επεξεργασμένη εικόνα βασισμένη σε λεπτομέρεια έργου του Ιταλού  Andrea Da Firenze (14ος αι.)
Επεξεργασμένη εικόνα βασισμένη σε λεπτομέρεια έργου του Ιταλού Andrea Da Firenze (14ος αι.)


χο­ρεύ­ει η από­γνω­ση χο­ρό...



Σίγου­ρα δεν εί­μαι ο πλέ­ον αρ­μό­διος να κρί­νει ποί­η­ση, μια ποί­η­ση ―ένα σώ­μα ποι­η­τι­κό, μια συλ­λο­γή τέ­λο­σπά­ντων―, ή και την ποί­η­ση γε­νι­κά· εμέ­να στο τέ­λος τί­πο­τα δε μου μέ­νει, σχε­δόν ού­τε ένας στί­χος ή μια κα­θα­ρή ει­κό­να, πα­ρά μό­νο μια θο­λή ατμό­σφαι­ρα, μια αμπιάνς ας πού­με που δε φέ­ρει μέ­σα της ζω­τι­κή ορ­μή, δε με σα­ρώ­νει μα μό­νο περ­νά από πά­νω μου σα σύν­νε­φο σ' έναν κα­τά τ' άλ­λα γα­λα­νό κι ανά­ξιο λό­γου ου­ρα­νό. Σκέ­φτο­μαι τον Ρίλ­κε, για πα­ρά­δειγ­μα, και τί­πο­τα συ­γκε­κρι­μέ­νο δε θυ­μά­μαι, κα­μία σα­φή ιδέα, μο­νά­χα μια θο­λή αί­σθη­ση μου έρ­χε­ται, σαν μια ει­κό­να γε­μά­τη πα­ρά­σι­τα σε μια τη­λε­ό­ρα­ση στο απέ­να­ντι δια­μέ­ρι­σμα: ένα γκρί­ζο λι­θό­στρω­το σε κά­ποια γερ­μα­νι­κή κω­μό­πο­λη και στο μέ­σον του κά­ποιες οντό­τη­τες φω­τει­νές ―ας πού­με ένα ζευ­γά­ρι, δυο― δυο άγ­γε­λοι θα­μποί χω­ρίς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, δυο λευ­κές σι­λου­έ­τες, και κά­που, ψη­λά, σε κά­ποιον πύρ­γο, μέ­σα απ' τη σχι­σμή ενός παν­τζου­ριού ένα μά­τι που τους κοι­τά­ει με δέ­ος και φό­βο. Ας εί­ναι.

Όταν σκέ­φτο­μαι τον Συρ­τό στα τρία της Ει­ρή­νης Κα­ρα­γιαν­νί­δου σκέ­φτο­μαι ένα θέ­ρος και μια φρά­ση του Πεν­τζί­κη. Σκέ­φτο­μαι το ψυ­χο­σάβ­βα­το στις αρ­χές του κα­λο­και­ριού, μια μέ­ρα πριν την Πε­ντη­κο­στή, την όγδοη βδο­μά­δα με­τά το Άγιο Πά­σχα, σε κά­ποιο χω­ριό της ελ­λη­νι­κής επαρ­χί­ας, με τον πα­πά να δια­βά­ζει τα ονό­μα­τα όλων των πε­θα­μέ­νων και να προ­σεύ­χε­ται για τις ψυ­χές τους, και σκέ­φτο­μαι το ΘΑ­ΝΑ­ΤΟ ΧΟ­ΡΟ ΚΑ­ΛΑ­ΜΑ­ΤΙΑ­ΝΟ: το θά­να­το ως «μια κο­πέ­λα όνει­ρο, μ' ένα φου­στά­νι μούρ­λια, μ' ένα φτε­ρό πα­γω­νιού στο κε­φά­λι, να σέρ­νει χο­ρό, με μα­ντι­λά­κι μπρο­στά, και πί­σω ν' ακο­λου­θούν νέ­οι, γέ­ροι, γυ­ναί­κες, μω­ρά. Κα­λα­μα­τια­νό». Αυ­τά σκέ­φτο­μαι.

Ο ίδιος πά­ντα εσύ
Του θή­τα εφαρ­μό­ζο­ντας κα­νό­νες
θα­νών, Θε­ός
θαύ­μα ή θά­να­τος.

Μέ­σα σ' αυ­τό το θά­να­το πο­ρεύ­ο­μαι, έναν θά­να­το ξε­ρό που κι όμως κα­τα­φέρ­νει συ­νέ­χεια να φυ­σά και να φου­σκώ­νει τη μνή­μη. Πρό­κει­ται βέ­βαια για τη μνή­μη που σέρ­νει το χο­ρό, η κο­πέ­λα όνει­ρο ― χω­ρίς αυ­τήν ο θά­να­τος δεν έχει ση­μα­σία, δεν εί­ναι πα­ρά ένα μι­κρο­σκο­πι­κό και αδιά­φο­ρο για τον κό­σμο συμ­βάν όπως κά­ποιος που σκύ­βει να μα­ζέ­ψει/ ένα πα­τη­μέ­νο λου­λού­δι. Εί­ναι πα­νέ­μορ­φη μα και μι­ση­τή συ­νά­μα, κα­θώς μα­ζί με τις μορ­φές των νε­κρών και των χα­μέ­νων συ­ντη­ρεί εξί­σου την ει­κό­να του θα­νά­του, μέ­χρι που στα­δια­κά η μορ­φή του χα­μέ­νου δια­σπά­ται, κα­τα­κερ­μα­τί­ζε­ται και μέ­νει μο­νά­χα ο χα­μός. Πά­νω σ' αυ­τή την πα­ρα­δο­χή χτί­ζε­ται όλη η μυ­θο­λο­γία: η μνή­μη μέ­σα στην ομορ­φιά της εί­ναι ο γάν­τζος του θα­νά­του στη γη των τε­θλιμ­μέ­νων ζώ­ντων.

Το κά­το­πτρο εκεί­νων των φθαρ­τών πραγ­μά­των
Με τις πα­ρα­μορ­φω­τι­κές γω­νί­ες του
Που θρυμ­μα­τί­ζουν την ει­κό­να της μορ­φής
Πο­λύ μι­σώ
Όπως μι­σεί η πέ­τρα όνει­ρο κυ­κλά­μι­νου

Η κά­θε μνή­μη μου έχει το βά­ρος ενός Αρ­μα­γεδ­δώ­να. Το συ­μπα­γές παζλ που άθε­λά μου δη­μιουρ­γώ εί­ναι μια στρε­βλω­μέ­νη κα­τά­στα­ση, χι­μαι­ρι­κή πέ­ρα για πέ­ρα. Δε μπο­ρώ να φα­ντα­στώ τη μορ­φή μιας κα­θα­ρής ευ­τυ­χί­ας ― κι εσύ όλο ανα­ζη­τάς τη θλί­ψη, πιο πολ­λή, πιο πολ­λή, τό­σο πολ­λή θλί­ψη που μό­νο εντός του θα­νά­του μπο­ρεί κι εν­σαρ­κώ­νε­ται, πιο πολ­λή δεν πά­ει. Ίσως κιό­λας γι' αυ­τό να μην ήρ­θες ού­τε μια φο­ρά μα­ζί μου στην εκ­κλη­σία εκτός από κεί­νη την πε­ρι­φο­ρά του Επι­τα­φί­ου μια Με­γά­λη Πα­ρα­σκευή. Απ' όλο το μή­νυ­μα της σπου­δαιό­τε­ρης νί­κης στον κό­σμο εσέ­να πιο πο­λύ σε γο­ή­τευε η ζωή εν τά­φω και η κα­τά­βα­ση στον Άδη: η νέ­κρα. Εί­ναι βέ­βαια κι αυ­τό μέ­ρος του θαύ­μα­τος.

Ὁ ζωῆς τα­μί­ας, πῶς ὁρᾶται νε­κρός ἐκπλητ­τό­με­νοι οἱ Ἄγγε­λοι ἔκρα­ζον· πῶς δ’ ἐν μνή­μα­τι συ­γκλεί­ε­ται Θε­ός; Και όμως. Το γε­γο­νός αυ­τό υπήρ­ξε ασύλ­λη­πτο ως και στους αγ­γέ­λους.

Εκτε­λώ­ντας το κα­θή­κον που κα­νείς δεν του 'χει ανα­θέ­σει
Κι ό,τι χα­ρα­κτη­ρί­ζει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα
εί­ναι κα­τα­βά­θος ένας εμπαιγ­μός, ένα
από­σταγ­μα του θαύ­μα­τος
που πα­ρεμ­βάλ­λε­ται ως εκτρο­πή συ­νέ­πειας του μοι­ραί­ου

Έξω απ' τα γε­γο­νό­τα του θαύ­μα­τος: η μνή­μη σου έχει μάλ­λον κα­θα­ρι­στεί από μέ­να ενώ η δι­κιά μου εμ­μέ­νει. Ο κοι­νός μας χρό­νος ήταν όσος η ζωή ενός πο­ντι­κού, και το λέω με πλή­ρη συ­νεί­δη­ση αφού βέ­βαια ξέ­ρω πως τα με­γά­λα κο­σμι­κά γε­γο­νό­τα δε με­τριού­νται σε πε­ρι­στρο­φές ηλί­ων και ζω­ές εμ­βί­ων. Το δι­κό μας γε­γο­νός δεν ήταν με­γά­λο κο­σμι­κό, αλ­λά σί­γου­ρα κά­τι ήταν. Όταν γυ­ρί­ζει αλ­λού τις χα­ρα­κιές της πα­λά­μης η μοί­ρα, η δι­κιά μου η χα­ρα­κιά εί­ναι μια δια­κε­κομ­μέ­νη κα­μπύ­λη που δεν ολο­κλη­ρώ­νει την έλ­λει­ψη της γύ­ρω από το βα­ρυ­τι­κό αστρι­κό σώ­μα. Οι μέ­ρες μου με­τριού­νται σε ψί­θυ­ρους (Εί­ναι αυ­τά τα σού­σου­ρα των ημιε­ρει­πί­ων/ που σαν αρ­χί­σουν σου θυ­μί­ζουν ό,τι έχα­σες) και σε τε­λεί­ες (όπως την ει­κο­νο­γρα­φούν/ τα τρύ­πια μά­τια των Αγί­ων στο τέ­μπλο του να­ού/ όπως το πέ­ταγ­μα του γλά­ρου Ανά­με­σα/ σε δυο μπλε/ πυ­κνά απο­σιω­πη­τι­κά). Οι στιγ­μές που εί­ναι ευ­χά­ρι­στες παίρ­νουν ασα­φώς το σχή­μα σου και οι στιγ­μές οι πιο δυ­στυ­χι­σμέ­νες εί­ναι γε­μά­τες από την ανυ­παρ­ξία σου. Ζω ακό­μα με ψευ­δαι­σθή­σεις.

Ετού­τη την ψευ­δαί­σθη­ση
που κά­νει του άλ­λου το το­πίο προ­σω­πείο

και ίσως


Φυ­τρώ­νει το ασπρά­δι με βου­νά
κι άντε να βρεις ρο­ές ή άν­θρω­πο
να σιά­ξει τις κα­μπύ­λες.

Πα­ράλ­λη­λα: η σκέ­ψη μου εί­ναι ένα μα­ρα­μέ­νο λου­λού­δι το­πο­θε­τη­μέ­νο πά­νω σ' ένα ανώ­νυ­μο μνή­μα· ού­τε καν λου­λού­δι, ένα στά­χυ. Η σκέ­ψη μου δεν πε­ρι­στρέ­φε­ται απλώς γύ­ρω απ' τον θά­να­το μα πρω­τί­στως του ομοιά­ζει. Ξα­νά: η ανά­μνη­ση δεν εί­ναι ει­κό­να των πε­ρα­σμέ­νων όσο γνώ­ση της πε­ρα­τό­τη­τας των πραγ­μά­των. Ο νε­κρός γί­νε­ται ο θά­να­τός του και γί­νε­ται ο θά­να­τος εν γέ­νει.
Ο συγ­χω­ρε­μέ­νος ο Χάκ­κας ήθε­λε να λέ­ει «τον παν­σέ παν­σέ και την πε­τα­λού­δα πε­τα­λού­δα» μα εί­ναι και κά­τι «παν­σέ­δες που μοιά­ζου­νε πο­λύ με πε­τα­λού­δες». Ο συγ­χω­ρε­μέ­νος ο Χάκ­κας χό­ρε­ψε κα­λύ­τε­ρα ―δη­λα­δή πιο άδι­κα απ' όλους― τον χο­ρό τον κα­λα­μα­τια­νό. Δε στρώ­νε­ται η αδι­κία του κό­σμου κά­τω, δε συμ­μα­ζεύ­ε­ται κι ού­τε καν μπο­ρείς να τη ζυ­γί­σεις, να πεις αυ­τή η αδι­κία εί­ναι τό­ση κι ετού­τη εί­ναι δι­πλά­σιά της. Μό­νο ίσως στο πε­ρί­που, λί­γο, διαι­σθη­τι­κά. Κι η ποί­η­ση που ανέ­μι­ζε μιαν άρ­νη­ση θα­νά­του έχει κα­τα­δι­κα­στεί με την κα­μπού­ρα της ―σαν την κα­μή­λα― να έρ­πε­ται σε έρη­μους αμ­μό­λο­φους ζη­τια­νεύ­ο­ντας μο­νά­χα λί­γο γάρ­γα­ρο χρό­νο. Δεν ξέ­ρω αν τε­λι­κά κά­νω όντως κρι­τι­κή ή κά­ποιου εί­δους ντα­νταϊ­στι­κό πεί­ρα­μα ίσα για να πω αυ­τά που μ' έχουν φθεί­ρει. Ας εί­ναι. Ό,τι εί­ναι.

Και όμως

Σε κά­θε αιω­νιό­τη­τα λι­πο­τα­κτού­νε οι στιγ­μές
που ανή­κου­νε στην αγιο­σύ­νη

Στο τέ­λος μου γί­νε­ται γνω­στό πως η εξου­σία του θα­νά­του δεν εί­ναι ισχυ­ρό­τε­ρη του θαύ­μα­τος που συ­ντε­λεί­ται, με­τα­ξύ άλ­λων, δια­μέ­σου και της μνή­μης: ο θά­να­τος υπάρ­χει για να εξυ­πη­ρε­τεί το θαύ­μα και μό­νον. Ο θά­να­τος υπάρ­χει για να νι­κά­ται. Στα χέ­ρια των νε­κρών θ' ανοί­ξει η πί­στη, αυ­τή που δια­τη­ρεί­ται μέ­σω του μνή­μα­τος, εί­τε πρό­κει­ται για μνη­μείο ή ακό­μα και για την πιο μι­κρή ανα­φο­ρά, ένα «θυ­μά­σαι τον τά­δε;». Όσο θυ­μά­μαι νι­κιέ­μαι, ναι, μα πε­ρισ­σό­τε­ρο όσο θυ­μά­μαι νι­κάω. Το θάρ­ρος δε θα τα­νε σπου­δαίο χω­ρίς τη μνή­μη του νε­κρού και του θα­νά­του ― θα ήταν ολό­τε­λα κού­φιο. Ο χο­ρός δε θα χε νό­η­μα χω­ρίς τη μνή­μη να τον σέρ­νει.
Αν κά­τι πα­ρα­μέ­νει βα­θύ­τα­τα θλι­βε­ρό εί­ναι πως αυ­τή η πο­ρεία προς το θαύ­μα και τη νί­κη επί του θά­να­του εί­ναι τό­σο απελ­πι­στι­κά μό­νη. Διό­τι τις στιγ­μές της αιω­νιό­τη­τας που μοι­ρα­ζό­μα­στε δε μπο­ρού­με να τις επι­βάλ­λου­με στον κό­σμο ως αλή­θειες άχρο­νες. Πα­ρα­μέ­νουν απο­κόμ­μα­τα που ξε­φεύ­γουν στιγ­μιαία από τη φθο­ρά μα πά­λι φθεί­ρο­νται, απλά με έναν πο­λύ δι­κό τους τρό­πο. Η αδυ­να­μία μας να τα εντά­ξου­με σε μια υπερ­βα­τι­κό­τη­τα και να τα καρ­φι­τσώ­σου­με ως οδο­δεί­κτες φα­νε­ρώ­νει την πε­ρα­τό­τη­τά τους. Συ­νε­χί­ζουν να φέ­ρουν αξία ως στιγ­μές, αλ­λά δεν εί­ναι πια δι­κές μας, δι­κές μου ή δι­κές σου ή κά­ποιου αλ­λου­νού. Εμείς αδυ­να­τού­με να τις συ­ντη­ρή­σου­με στην ολό­τη­τά τους.

Αν εί­χε πρό­ω­ρα φυ­τρώ­σει μέ­σα μας
λί­γο χορ­τά­ρι εκεί στη χά­σκου­σα σχι­σμή
Η ώρα θε­ρι­νή θα βλά­σται­νε στο πέ­το
Το κί­τρι­νο του φό­βου μας
Θα ήταν κα­να­ρί­νι.

Πα­ρό­λα αυ­τά, η θλι­βε­ρή μνή­μη αυ­τού που χά­θη­κε εί­ναι ο θα­μπός οδη­γός της θαυ­μα­τουρ­γής πο­ρεί­ας. Ο οδη­γός που, χω­ρίς να φαί­νε­ται κα­θα­ρά, πο­ρεύ­ε­ται μό­λις ελά­χι­στα βή­μα­τα μπρο­στά μας. Και ίσως, κά­νω ακό­μα μια σκέ­ψη: στα ισπα­νι­κά το σε ονει­ρεύ­ο­μαι λέ­γε­ται sueño contigo που κα­τά λέ­ξη με­τα­φρά­ζε­ται ονει­ρεύ­ο­μαι μα­ζί σου. Δεν υφί­στα­ται στ' αλή­θεια η ανυ­παρ­ξία σου στο όνει­ρο και στην ανά­μνη­σή μου. Αυ­τή εί­ναι η αντί­φα­ση του θαύ­μα­τος: δεν υπάρ­χει χω­ρίς το θά­να­το, και μέ­σω αυ­τού μας ενώ­νει στον πό­λε­μο ενα­ντί­ον του. Μέ­σω της θύ­μη­σής του.

Κι αυ­τό ση­μαί­νει πως όσο σέρ­νε­ται χο­ρός, μέ­σα στην αδι­κία του και τη λύ­πη, τό­σο εμείς θα συ­νυ­πάρ­χου­με με μια ελα­φρά από­κλι­ση ― ως εκεί όμως. Ακό­μα κι αν με τον και­ρό/ οι συλ­λα­βές που λέ­νε τα ονό­μα­τα/ πα­λιώ­νουν ετού­τος ο συρ­τός εί­ναι σπου­δαιό­τε­ρος από σύμ­φω­να και φω­νή­ε­ντα που συν­θέ­τουν τ' ονό­μα­τά μας ή τα με­μο­νω­μέ­να πράγ­μα­τα του κο­σμι­κού μας χρό­νου· τον σέρ­νει η κοι­νή μας μνή­μη που όσο κι αν σβή­νε­ται από την φθο­ρο­ποιό δύ­να­μη του θα­νά­του, τό­σο ανα­νε­ώ­νε­ται απ' την αιώ­νια ανα­μέ­τρη­σή της ―την ανα­μέ­τρη­σή μας!― μα­ζί του: μέ­χρι τη νί­κη.

Τέ­λος, πα­ρα­θέ­τω το κα­λύ­τε­ρο ποί­η­μα της συλ­λο­γής:

Τα ονό­μα­τα εκεί­νων που ξε­χά­στη­καν δες
κά­πο­τε ση­κώ­νουν μπαϊ­ρά­κι – Γλωσ­σί­δια ξέ­φρε­να
χτυ­πούν τους θό­λους, κα­μώ­νο­νται τους ζω­ντα­νούς
βαθ­μιαία εκ­ποιώ­ντας την υπο­μο­νή μας
αθροί­ζου­νε τις μνή­μες τους με αυ­το­ψί­ες πρω­θύ­στε­ρες
κι όλα τα εν­δε­χό­με­να της σχε­τι­κό­τη­τας πο­λιορ­κούν –
σαν αχθο­φό­ρος μο­νά­χα από πε­ρίσ­σιο πεί­σμα
η ετυ­μη­γο­ρία των αβά­πτι­στων
φορ­τώ­νε­ται, όπως σε τσέ­πη μελ­λο­θά­να­των φορ­τώ­νε­ται
το υστε­ρό­γρα­φο κι ύστε­ρα μού­γκα

Μα­κά­ριοι οι νο­ή­μο­νες που κή­δε­ψαν μ' αξιο­πρέ­πεια
τα ομό­θυ­μα φω­νή­ε­ντα, μα­κά­ριοι οι ονει­ρο­πό­λοι που
ανα­νε­ώ­νου­νε τα επι­μύ­θια στο πι και φι, μα­κά­ριοι
κυ­ρί­ως οι αναλ­φά­βη­τοι, που δε σκα­μπά­ζουν γρυ
από νι και σίγ­μα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: