χορεύει η απόγνωση χορό...
Σίγουρα δεν είμαι ο πλέον αρμόδιος να κρίνει ποίηση, μια ποίηση ―ένα σώμα ποιητικό, μια συλλογή τέλοσπάντων―, ή και την ποίηση γενικά· εμένα στο τέλος τίποτα δε μου μένει, σχεδόν ούτε ένας στίχος ή μια καθαρή εικόνα, παρά μόνο μια θολή ατμόσφαιρα, μια αμπιάνς ας πούμε που δε φέρει μέσα της ζωτική ορμή, δε με σαρώνει μα μόνο περνά από πάνω μου σα σύννεφο σ' έναν κατά τ' άλλα γαλανό κι ανάξιο λόγου ουρανό. Σκέφτομαι τον Ρίλκε, για παράδειγμα, και τίποτα συγκεκριμένο δε θυμάμαι, καμία σαφή ιδέα, μονάχα μια θολή αίσθηση μου έρχεται, σαν μια εικόνα γεμάτη παράσιτα σε μια τηλεόραση στο απέναντι διαμέρισμα: ένα γκρίζο λιθόστρωτο σε κάποια γερμανική κωμόπολη και στο μέσον του κάποιες οντότητες φωτεινές ―ας πούμε ένα ζευγάρι, δυο― δυο άγγελοι θαμποί χωρίς χαρακτηριστικά, δυο λευκές σιλουέτες, και κάπου, ψηλά, σε κάποιον πύργο, μέσα απ' τη σχισμή ενός παντζουριού ένα μάτι που τους κοιτάει με δέος και φόβο. Ας είναι.
Όταν σκέφτομαι τον Συρτό στα τρία της Ειρήνης Καραγιαννίδου σκέφτομαι ένα θέρος και μια φράση του Πεντζίκη. Σκέφτομαι το ψυχοσάββατο στις αρχές του καλοκαιριού, μια μέρα πριν την Πεντηκοστή, την όγδοη βδομάδα μετά το Άγιο Πάσχα, σε κάποιο χωριό της ελληνικής επαρχίας, με τον παπά να διαβάζει τα ονόματα όλων των πεθαμένων και να προσεύχεται για τις ψυχές τους, και σκέφτομαι το ΘΑΝΑΤΟ ΧΟΡΟ ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟ: το θάνατο ως «μια κοπέλα όνειρο, μ' ένα φουστάνι μούρλια, μ' ένα φτερό παγωνιού στο κεφάλι, να σέρνει χορό, με μαντιλάκι μπροστά, και πίσω ν' ακολουθούν νέοι, γέροι, γυναίκες, μωρά. Καλαματιανό». Αυτά σκέφτομαι.
Ο ίδιος πάντα εσύ
Του θήτα εφαρμόζοντας κανόνες
θανών, Θεός
θαύμα ή θάνατος.
Μέσα σ' αυτό το θάνατο πορεύομαι, έναν θάνατο ξερό που κι όμως καταφέρνει συνέχεια να φυσά και να φουσκώνει τη μνήμη. Πρόκειται βέβαια για τη μνήμη που σέρνει το χορό, η κοπέλα όνειρο ― χωρίς αυτήν ο θάνατος δεν έχει σημασία, δεν είναι παρά ένα μικροσκοπικό και αδιάφορο για τον κόσμο συμβάν όπως κάποιος που σκύβει να μαζέψει/ ένα πατημένο λουλούδι. Είναι πανέμορφη μα και μισητή συνάμα, καθώς μαζί με τις μορφές των νεκρών και των χαμένων συντηρεί εξίσου την εικόνα του θανάτου, μέχρι που σταδιακά η μορφή του χαμένου διασπάται, κατακερματίζεται και μένει μονάχα ο χαμός. Πάνω σ' αυτή την παραδοχή χτίζεται όλη η μυθολογία: η μνήμη μέσα στην ομορφιά της είναι ο γάντζος του θανάτου στη γη των τεθλιμμένων ζώντων.
Το κάτοπτρο εκείνων των φθαρτών πραγμάτων
Με τις παραμορφωτικές γωνίες του
Που θρυμματίζουν την εικόνα της μορφής
Πολύ μισώ
Όπως μισεί η πέτρα όνειρο κυκλάμινου
Η κάθε μνήμη μου έχει το βάρος ενός Αρμαγεδδώνα. Το συμπαγές παζλ που άθελά μου δημιουργώ είναι μια στρεβλωμένη κατάσταση, χιμαιρική πέρα για πέρα. Δε μπορώ να φανταστώ τη μορφή μιας καθαρής ευτυχίας ― κι εσύ όλο αναζητάς τη θλίψη, πιο πολλή, πιο πολλή, τόσο πολλή θλίψη που μόνο εντός του θανάτου μπορεί κι ενσαρκώνεται, πιο πολλή δεν πάει. Ίσως κιόλας γι' αυτό να μην ήρθες ούτε μια φορά μαζί μου στην εκκλησία εκτός από κείνη την περιφορά του Επιταφίου μια Μεγάλη Παρασκευή. Απ' όλο το μήνυμα της σπουδαιότερης νίκης στον κόσμο εσένα πιο πολύ σε γοήτευε η ζωή εν τάφω και η κατάβαση στον Άδη: η νέκρα. Είναι βέβαια κι αυτό μέρος του θαύματος.
Ὁ ζωῆς ταμίας, πῶς ὁρᾶται νεκρός ἐκπληττόμενοι οἱ Ἄγγελοι ἔκραζον· πῶς δ’ ἐν μνήματι συγκλείεται Θεός; Και όμως. Το γεγονός αυτό υπήρξε ασύλληπτο ως και στους αγγέλους.
Εκτελώντας το καθήκον που κανείς δεν του 'χει αναθέσει
Κι ό,τι χαρακτηρίζει την πραγματικότητα
είναι καταβάθος ένας εμπαιγμός, ένα
απόσταγμα του θαύματος
που παρεμβάλλεται ως εκτροπή συνέπειας του μοιραίου
Έξω απ' τα γεγονότα του θαύματος: η μνήμη σου έχει μάλλον καθαριστεί από μένα ενώ η δικιά μου εμμένει. Ο κοινός μας χρόνος ήταν όσος η ζωή ενός ποντικού, και το λέω με πλήρη συνείδηση αφού βέβαια ξέρω πως τα μεγάλα κοσμικά γεγονότα δε μετριούνται σε περιστροφές ηλίων και ζωές εμβίων. Το δικό μας γεγονός δεν ήταν μεγάλο κοσμικό, αλλά σίγουρα κάτι ήταν. Όταν γυρίζει αλλού τις χαρακιές της παλάμης η μοίρα, η δικιά μου η χαρακιά είναι μια διακεκομμένη καμπύλη που δεν ολοκληρώνει την έλλειψη της γύρω από το βαρυτικό αστρικό σώμα. Οι μέρες μου μετριούνται σε ψίθυρους (Είναι αυτά τα σούσουρα των ημιερειπίων/ που σαν αρχίσουν σου θυμίζουν ό,τι έχασες) και σε τελείες (όπως την εικονογραφούν/ τα τρύπια μάτια των Αγίων στο τέμπλο του ναού/ όπως το πέταγμα του γλάρου Ανάμεσα/ σε δυο μπλε/ πυκνά αποσιωπητικά). Οι στιγμές που είναι ευχάριστες παίρνουν ασαφώς το σχήμα σου και οι στιγμές οι πιο δυστυχισμένες είναι γεμάτες από την ανυπαρξία σου. Ζω ακόμα με ψευδαισθήσεις.
Ετούτη την ψευδαίσθηση
που κάνει του άλλου το τοπίο προσωπείο
και ίσως
Φυτρώνει το ασπράδι με βουνά
κι άντε να βρεις ροές ή άνθρωπο
να σιάξει τις καμπύλες.
Παράλληλα: η σκέψη μου είναι ένα μαραμένο λουλούδι τοποθετημένο πάνω σ' ένα ανώνυμο μνήμα· ούτε καν λουλούδι, ένα στάχυ. Η σκέψη μου δεν περιστρέφεται απλώς γύρω απ' τον θάνατο μα πρωτίστως του ομοιάζει. Ξανά: η ανάμνηση δεν είναι εικόνα των περασμένων όσο γνώση της περατότητας των πραγμάτων. Ο νεκρός γίνεται ο θάνατός του και γίνεται ο θάνατος εν γένει.
Ο συγχωρεμένος ο Χάκκας ήθελε να λέει «τον πανσέ πανσέ και την πεταλούδα πεταλούδα» μα είναι και κάτι «πανσέδες που μοιάζουνε πολύ με πεταλούδες». Ο συγχωρεμένος ο Χάκκας χόρεψε καλύτερα ―δηλαδή πιο άδικα απ' όλους― τον χορό τον καλαματιανό. Δε στρώνεται η αδικία του κόσμου κάτω, δε συμμαζεύεται κι ούτε καν μπορείς να τη ζυγίσεις, να πεις αυτή η αδικία είναι τόση κι ετούτη είναι διπλάσιά της. Μόνο ίσως στο περίπου, λίγο, διαισθητικά. Κι η ποίηση που ανέμιζε μιαν άρνηση θανάτου έχει καταδικαστεί με την καμπούρα της ―σαν την καμήλα― να έρπεται σε έρημους αμμόλοφους ζητιανεύοντας μονάχα λίγο γάργαρο χρόνο. Δεν ξέρω αν τελικά κάνω όντως κριτική ή κάποιου είδους ντανταϊστικό πείραμα ίσα για να πω αυτά που μ' έχουν φθείρει. Ας είναι. Ό,τι είναι.
Και όμως
Σε κάθε αιωνιότητα λιποτακτούνε οι στιγμές
που ανήκουνε στην αγιοσύνη
Στο τέλος μου γίνεται γνωστό πως η εξουσία του θανάτου δεν είναι ισχυρότερη του θαύματος που συντελείται, μεταξύ άλλων, διαμέσου και της μνήμης: ο θάνατος υπάρχει για να εξυπηρετεί το θαύμα και μόνον. Ο θάνατος υπάρχει για να νικάται. Στα χέρια των νεκρών θ' ανοίξει η πίστη, αυτή που διατηρείται μέσω του μνήματος, είτε πρόκειται για μνημείο ή ακόμα και για την πιο μικρή αναφορά, ένα «θυμάσαι τον τάδε;». Όσο θυμάμαι νικιέμαι, ναι, μα περισσότερο όσο θυμάμαι νικάω. Το θάρρος δε θα τανε σπουδαίο χωρίς τη μνήμη του νεκρού και του θανάτου ― θα ήταν ολότελα κούφιο. Ο χορός δε θα χε νόημα χωρίς τη μνήμη να τον σέρνει.
Αν κάτι παραμένει βαθύτατα θλιβερό είναι πως αυτή η πορεία προς το θαύμα και τη νίκη επί του θάνατου είναι τόσο απελπιστικά μόνη. Διότι τις στιγμές της αιωνιότητας που μοιραζόμαστε δε μπορούμε να τις επιβάλλουμε στον κόσμο ως αλήθειες άχρονες. Παραμένουν αποκόμματα που ξεφεύγουν στιγμιαία από τη φθορά μα πάλι φθείρονται, απλά με έναν πολύ δικό τους τρόπο. Η αδυναμία μας να τα εντάξουμε σε μια υπερβατικότητα και να τα καρφιτσώσουμε ως οδοδείκτες φανερώνει την περατότητά τους. Συνεχίζουν να φέρουν αξία ως στιγμές, αλλά δεν είναι πια δικές μας, δικές μου ή δικές σου ή κάποιου αλλουνού. Εμείς αδυνατούμε να τις συντηρήσουμε στην ολότητά τους.
Αν είχε πρόωρα φυτρώσει μέσα μας
λίγο χορτάρι εκεί στη χάσκουσα σχισμή
Η ώρα θερινή θα βλάσταινε στο πέτο
Το κίτρινο του φόβου μας
Θα ήταν καναρίνι.
Παρόλα αυτά, η θλιβερή μνήμη αυτού που χάθηκε είναι ο θαμπός οδηγός της θαυματουργής πορείας. Ο οδηγός που, χωρίς να φαίνεται καθαρά, πορεύεται μόλις ελάχιστα βήματα μπροστά μας. Και ίσως, κάνω ακόμα μια σκέψη: στα ισπανικά το σε ονειρεύομαι λέγεται sueño contigo που κατά λέξη μεταφράζεται ονειρεύομαι μαζί σου. Δεν υφίσταται στ' αλήθεια η ανυπαρξία σου στο όνειρο και στην ανάμνησή μου. Αυτή είναι η αντίφαση του θαύματος: δεν υπάρχει χωρίς το θάνατο, και μέσω αυτού μας ενώνει στον πόλεμο εναντίον του. Μέσω της θύμησής του.
Κι αυτό σημαίνει πως όσο σέρνεται χορός, μέσα στην αδικία του και τη λύπη, τόσο εμείς θα συνυπάρχουμε με μια ελαφρά απόκλιση ― ως εκεί όμως. Ακόμα κι αν με τον καιρό/ οι συλλαβές που λένε τα ονόματα/ παλιώνουν ετούτος ο συρτός είναι σπουδαιότερος από σύμφωνα και φωνήεντα που συνθέτουν τ' ονόματά μας ή τα μεμονωμένα πράγματα του κοσμικού μας χρόνου· τον σέρνει η κοινή μας μνήμη που όσο κι αν σβήνεται από την φθοροποιό δύναμη του θανάτου, τόσο ανανεώνεται απ' την αιώνια αναμέτρησή της ―την αναμέτρησή μας!― μαζί του: μέχρι τη νίκη.
Τέλος, παραθέτω το καλύτερο ποίημα της συλλογής:
Τα ονόματα εκείνων που ξεχάστηκαν δες
κάποτε σηκώνουν μπαϊράκι – Γλωσσίδια ξέφρενα
χτυπούν τους θόλους, καμώνονται τους ζωντανούς
βαθμιαία εκποιώντας την υπομονή μας
αθροίζουνε τις μνήμες τους με αυτοψίες πρωθύστερες
κι όλα τα ενδεχόμενα της σχετικότητας πολιορκούν –
σαν αχθοφόρος μονάχα από περίσσιο πείσμα
η ετυμηγορία των αβάπτιστων
φορτώνεται, όπως σε τσέπη μελλοθάνατων φορτώνεται
το υστερόγραφο κι ύστερα μούγκα
Μακάριοι οι νοήμονες που κήδεψαν μ' αξιοπρέπεια
τα ομόθυμα φωνήεντα, μακάριοι οι ονειροπόλοι που
ανανεώνουνε τα επιμύθια στο πι και φι, μακάριοι
κυρίως οι αναλφάβητοι, που δε σκαμπάζουν γρυ
από νι και σίγμα.