Ο βαρναλικός και ο καβαφικός «Αλκιβιάδης»: μια διακειμενική ανάγνωση / Τάο Σουν - Χάρτης

Ο βαρναλικός και ο καβαφικός «Αλκιβιάδης»: μια διακειμενική ανάγνωση



Ει­σα­γω­γή

Ο Βάρ­να­λης κι ο Κα­βά­φης, ως δύο κο­ρυ­φαί­οι ποι­η­τές της ίδιας επο­χής, εί­χαν πλα­τιά γνώ­ση της αρ­χαί­ας ιστο­ρί­ας και πο­λι­τι­σμού. Από την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή και την ελ­λη­νο­ρω­μαϊ­κή ιστο­ρία δα­νεί­ζο­νται αρ­κε­τά σύμ­βο­λα, με τα οποία ζω­ντα­νεύ­ουν ιστο­ρι­κές μορ­φές εί­τε για λό­γους πε­ρισ­σό­τε­ρο αι­σθη­τι­στι­κούς, εί­τε για να εκ­φρά­σουν την επο­χή τους ή την φι­λο­σο­φι­κή τους σκέ­ψη. Ωστό­σο, η ιστο­ρία στον Βάρ­να­λη μοιά­ζει εν πολ­λοίς με έναν «κα­θρέ­φτη», που αντα­να­κλά το πα­ρόν πά­νω στο πα­ρελ­θόν, ενώ ο Κα­βά­φης οδη­γεί­ται στον ιστο­ρι­σμό κυ­ρί­ως για προ­σω­πι­κούς λό­γους, από εν­δια­φέ­ρον για τη φι­λο­σο­φι­κή και ερω­τι­κή (αι­σθη­τι­στι­κή) εξε­ρεύ­νη­ση τις ιστο­ρί­ας και δεν γρά­φει «κα­θ’ υπα­γό­ρευ­ση των ιδε­ών ή των γε­γο­νό­των της ιστο­ρί­ας».[1]

Στη με­λέ­τη αυ­τή, επι­λέ­γου­με μια κοι­νή συμ­βο­λι­κή μορ­φή «Αλ­κι­βιά­δη», που δη­μιούρ­γη­σαν και οι δύο ποι­η­τές, επι­χει­ρώ­ντας να ανι­χνεύ­σου­με την πρό­σλη­ψη αυ­τής της ιστο­ρι­κής μορ­φής στους δύο ποι­η­τές μέ­σα από τη δια­κει­με­νι­κή ανά­γνω­ση.






Πιέτρο Τέστα (1611-1650): «Ο μεθυσμένος Αλκιβιάδης διακόπτει το Συμπόσιο» (1648)
Πιέτρο Τέστα (1611-1650): «Ο μεθυσμένος Αλκιβιάδης διακόπτει το Συμπόσιο» (1648)




Ο Αλ­κι­βιά­δης ως ιστο­ρι­κό σύμ­βο­λο στον Βάρ­να­λη

Η ιστο­ρι­κή αυ­τή μορ­φή απα­ντά­ται στο ομώ­νυ­μο ποί­η­μα του Βάρ­να­λη, που δη­μο­σιεύ­τη­κε για πρώ­τη φο­ρά στο πε­ριο­δι­κό Πυρ­σός το 1918. Ανή­κει, λοι­πόν, στην προ-σο­σια­λι­στι­κή πε­ρί­ο­δο του έρ­γου του Βάρ­να­λη. Πρό­κει­ται για ένα άρ­τιο ποί­η­μα από όλες τις πλευ­ρές, στι­χουρ­γία δο­μή, φα­ντα­σία και σύλ­λη­ψη,[2] το οποίο φαί­νε­ται να σφρα­γί­ζει τέ­λεια την παρ­νασ­σι­στι­κή (αλ­λά, εν μέ­ρει, και αι­σθη­τι­στι­κή) πε­ρί­ο­δο της ποί­η­σης του Βάρ­να­λη, προ­σφέ­ρο­ντας για πρώ­τη φο­ρά αρ­κε­τά από τα «αι­ρε­τι­κά» στοι­χεία των αντι­λή­ψε­ών του για τη σχέ­ση θε­ών και αν­θρώ­που, κοι­νω­νί­ας και ατό­μου, λο­γο­τε­χνί­ας και ιδε­ο­λο­γί­ας. Το ποί­η­μα ξε­κι­νά με τα εξής τρία πε­ντά­στι­χα:

Με λύ­γι­σμα μερ­τιάς, γυ­ναί­κειο χέ­ρι
σέρ­νεις μα­ζί σου αιώ­νιο κα­λο­καί­ρι,
αχνούς κρα­σιών και βογ­γη­τά και μέ­λι
στη γλώσ­σα σου, φαρ­μα­κε­ρόν αστέ­ρι
στης Αθη­νάς απά­νου το κα­στέ­λι.

Όχτρη­τες και φι­λί­ες τις εκοι­μού­σες
με το τα­χύ και σφυ­ρι­χτό σου ψέ­μα,
βαμ­μέ­νο στης πα­τρί­δας σου το γαί­μα,
κ’ Ερι­νύ­ες ελου­ζό­ντα­νε και Μού­σες
μες το βα­θύ και λα­γα­ρό σου πνέ­μα.

Φλό­γες εφτά στην ιε­ρή Ολυ­μπία
ανά­ψαν τ’ άρ­μα­τά σου. Τ’ άλο­γά σου
της γε­νιάς σου ανε­βά­σαν, με Πη­γά­σου
φτε­ρά, στην κα­τα­γά­λα­νην αι­θρία,
την αρ­χο­ντιά και την ελευ­θε­ρία.[...][3]

Το ποί­η­μα, πέ­ρα από επί­τευγ­μα τε­χνι­κής τε­λειό­τη­τας αλ­λά και μορ­φι­κής τόλ­μης (ιδιαί­τε­ρα στις ρί­μες και τους ανα­πά­ντε­χους δια­σκε­λι­σμούς), δια­θέ­τει εσω­τε­ρι­κή συ­νά­φεια και συ­νο­χή των νοη­μά­των που το κά­νει σύ­νο­λο αρ­μο­νι­κό. Ο ποι­η­τής μό­νο με 35 στί­χους δί­νει μια αρ­κε­τά σφαι­ρι­κή ει­κό­να τό­σο της μορ­φής όσο και της ζω­ής, του ήθους και του ψυ­χι­σμού ενός προ­βε­βλη­μέ­νου από την Αρ­χαία Γραμ­μα­τεία (ιστο­ριο­γρα­φία και φι­λο­σο­φία, όπως από τον Πλά­τω­να) πο­λι­τι­κού και στρα­τιω­τι­κού της ελ­λη­νι­κής αρ­χαιό­τη­τας και της αθη­ναϊ­κής δη­μο­κρα­τί­ας. Η ζω­η­ρή πα­ρα­στα­τι­κή δύ­να­μη και η πλού­σια φα­ντα­σία του ποι­η­τή ζω­ντα­νεύ­ουν εντε­λώς τις ενέρ­γειες του «ήρωα», και επι­τρέ­πουν να διεισ­δύ­σου­με, μέ­σα από τις φαι­νο­με­νι­κές αντι­φά­σεις των συ­μπε­ρι­φο­ρών του, στο άδυ­το του συ­ναι­σθη­μα­τι­κού κό­σμου του. Εδώ δεν βλέ­που­με το νε­κρό, συμ­βα­τι­κό πορ­τρέ­το ενός αρ­χαί­ου, όπως εκτί­θε­ται στο μου­σείο, αλ­λά δρα­στι­κές και ανά­γλυ­φα παρ­νασ­σι­στι­κές-ει­κο­νι­στι­κές ενέρ­γειές του (π.χ. τη συ­μπο­σια­κή μέ­θη και το διο­νυ­σια­σμό της αρ­χής ή τις αρ­μα­το­δρο­μί­ες, όπου πα­ρι­στά­νε­ται η γρη­γο­ρά­δα των αρ­μά­των με άλο­γα που εί­ναι φτε­ρω­μέ­να σαν τον μυ­θι­κό Πή­γα­σο).
Ο Αλ­κι­βιά­δης (452-404 π.Χ.), Αθη­ναί­ος μα­θη­τής του Σω­κρά­τη, πο­λι­τι­κός και ρή­το­ρας, από νε­α­ρή ηλι­κία ήταν, κα­τά τους ιστο­ρι­κούς, μια από τις πιο αμ­φι­λε­γό­με­νες προ­σω­πι­κό­τη­τες της Ελ­λη­νι­κής Ιστο­ρί­ας. Πρω­τα­γω­νί­στη­σε κα­τά τον Πε­λο­πον­νη­σια­κό Πό­λε­μο ως στρα­τη­γός αλ­λά­ζο­ντας πολ­λές φο­ρές στρα­τό­πε­δο, τασ­σό­με­νος άλ­λο­τε υπέρ της Αθή­νας, άλ­λο­τε της Σπάρ­της και άλ­λο­τε της Περ­σί­ας. Το 415 π.Χ., με­τά από δι­κή του ει­σή­γη­ση, η Αθή­να ξε­κί­νη­σε μια τε­ρά­στια ναυ­τι­κή εκ­στρα­τεία, τη λε­γό­με­νη Σι­κε­λι­κή Εκ­στρα­τεία, για να πλή­ξει συμ­μά­χους της Σπάρ­της στη Σι­κε­λία, υπο­στη­ρί­ζο­ντας εκεί την πό­λη Έγε­στα κα­τά των Συ­ρα­κου­σών. Τη στιγ­μή εκεί­νη ο Αλ­κι­βιά­δης αντι­με­τώ­πι­ζε δί­κη ως ύπο­πτος ανο­σιουρ­γί­ας στην Αθή­να, επει­δή προ­τού ανα­χω­ρή­σει, μέ­σα σε «κραι­πά­λη» από κρα­σί, έσπα­σε τις «Ερ­μές» (δη­λα­δή «ερ­μαϊ­κές στή­λες», προ­το­μές του θε­ού Ερ­μή σε δρό­μους και σταυ­ρο­δρό­μια της πό­λης) και κα­τη­γο­ρή­θη­κε για ιε­ρο­συ­λία. Γι’ αυ­τό το λό­γο, εγκα­τέ­λει­ψε την εκ­στρα­τεία και κα­τέ­φυ­γε στη Σπάρ­τη, η οποία κα­τό­πιν συμ­βου­λής του επε­νέ­βη στη Σι­κε­λία. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν το 413 να εξο­λο­θρευ­τεί, να αιχ­μα­λω­τι­στεί και να στα­λεί σε βα­ριά κα­τα­να­γκα­στι­κή ερ­γα­σία, το αθη­ναϊ­κό στρά­τευ­μα μα­ζί με τον ηγέ­τη του, τον με­τριο­πα­θή πο­λι­τι­κό Νι­κία. Από αυ­τά τα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα και τη δρά­ση του Αλ­κι­βιά­δη αφορ­μά­ται καλ­λι­τε­χνι­κά ο Βάρ­να­λης στη συ­νέ­χεια του ποι­ή­μα­τός του:

Τρε­κλί­ζο­ντας μια νύ­χτ’ απ’ την κραι­πά­λη
έσπα­σες τους θε­ούς στα στε­νο­ρύ­μια
σαν αδεια­νά πο­τή­ρια από κρου­στάλ­λι.
Ω! Πώς απ’ τα μαρ­μά­ρι­να συ­ντρίμ­μια
της Σι­κε­λί­ας αντή­χαν οι με­γά­λ’ οι
θρή­νοι και σαν αη­δό­νια του Ευ­ρι­πί­δη
τα χο­ρι­κά, στερ­νή πα­ρη­γο­ρία!
Μα εσέ­να, τ’ αλα­φρό σου το κο­πί­δι
κ’ η θερ­μή σου καρ­διά κ’ η γνώ­μ’ η κρύα
θα νι­κού­σαν τη Μοί­ρα, Ερ­μο­κο­πί­δη.[4]

Οι δύο αυ­τές στρο­φές σχε­δόν φι­λο­σο­φούν πά­νω σε μιαν από τις πιο κα­κό­φη­μες ενέρ­γειες της ιδιω­τι­κής (αλ­λά και δη­μό­σιας) ζω­ής του Αλ­κι­βιά­δη, που «τρε­κλί­ζο­ντας μια νύ­χτ’ απ’ την κραι­πά­λη» έσπα­σε τα αγάλ­μα­τα του Ερ­μή οδη­γώ­ντας σε τρα­γι­κές επι­πτώ­σεις που αφο­ρούν, κυ­ρί­ως, συλ­λο­γι­κές τύ­χες. Ωστό­σο, ο αι­σθη­τι­στής και ηδο­νό­χα­ρος «αντάρ­της» του κα­θω­σπρε­πι­σμού, ο ποι­η­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας Αλ­κι­βιά­δης, δεν κρί­νε­ται από τις συ­νέ­πειες αυ­τές, ού­τε εί­ναι εκεί­νος που θα θι­γεί τε­λι­κά. Εί­ναι αυ­τός που φτιά­χνει τη μοί­ρα του (όπως ο Ορέ­στης στο ομώ­νυ­μο ποί­η­μα), αδια­φο­ρώ­ντας για το (άψυ­χο και ανή­μπο­ρο) «θεί­ον» (η πα­ρο­μοί­ω­ση των θε­ών με «αδεια­νά κρυ­σταλ­λέ­νια πο­τή­ρια» θυ­μί­ζει αντί­στοι­χες βέ­βη­λες στιγ­μές του Κα­βά­φη, π.χ. τη σκη­νή με τους τρο­μο­κρα­τη­μέ­νους Λά­ρη­τες του Νέ­ρω­να στο ποί­η­μα «Τα βή­μα­τα», ή και του κα­το­πι­νού Κα­ζαν­τζά­κη και άλ­λων «ανταρ­τών» κα­τά του θεί­ου και ιε­ρού στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία). Πα­ράλ­λη­λα, όμως, το συμ­βο­λι­κό πρό­σω­πο φτιά­χνει ή, κα­λύ­τε­ρα, σφρα­γί­ζει τρα­γι­κά και τη μοί­ρα των συ­μπο­λι­τών του στη Σι­κε­λία. Ο ίδιος εί­ναι ανί­κη­τος στις μά­χες και τους αγώ­νες, δεν υπο­κύ­πτει πα­ρά μό­νο στα πά­θη του. Ο ποι­η­τής ξέ­ρει ότι η κα­τα­στρο­φι­κή ιδιω­τι­κή ζωή του εκ­πο­ρεύ­ε­ται κα­τά βά­θος από τον εγω­ι­σμό του, την ωραιο­πά­θεια και τα πά­θη του, «ομα­λά» και «ανώ­μα­λα», αν και στην κα­τά­λη­ξη του ποι­ή­μα­τος δεν φαί­νε­ται να τον επι­κρί­νει γι’ αυ­τάˑ τα νιά­τα και ο ερω­τι­σμός δι­καιο­λο­γούν τα πά­ντα, μά­λι­στα κά­νουν αυ­τόν το διο­νυ­σια­κό νέο άντρα, που εί­ναι έρ­μαιο των πα­θών του, ακό­μη και «απολ­λώ­νιο»!

Για κοί­τα! Στης αυ­γής το κοκ­κι­νά­δι
τρα­γου­δά­νε τα ξάρ­τια κ’ οι φλο­γέ­ρες.
Με θείο στε­φα­νω­μέ­νος δαφ­νο­κλά­δι
σέρ­νεις δε­μέ­να πά­νω σου κο­πά­δι
των οχτρών τα κα­ρά­βια σαν εταί­ρες.

Ανί­κη­τε σε γη και σε πε­λάη
και μό­νο από τα πά­θη νι­κη­μέ­νε,
στα ει­κο­σι­δυό σου πάντ’ αν­θο­βο­λά­ει
η νιό­τη σου, απολ­λώ­νιε, μυ­ρω­μέ­νε,
γλυ­κέ ερα­στή, γλυ­κύ­τα­τ’ ερω­μέ­νε,[5]

Ο ομι­λη­τής του ποι­ή­μα­τος, που εί­ναι γραμ­μέ­νο όπως και ο «Ορέ­στης» με τη μορ­φή λυ­ρι­κής απο­στρο­φής σε δεύ­τε­ρο ενι­κό πρό­σω­πο, μπαί­νει βα­θιά στον εσω­τε­ρι­κό κό­σμο του ιστο­ρι­κού προ­σώ­πουˑ ο συν­δυα­σμός «η θερ­μή σου καρ­διά κ’ η γνώ­μ’ η κρύα» απο­τε­λούν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα ενός αν­θρώ­που φλο­γε­ρού και ταυ­τό­χρο­να υπο­λο­γι­στή, που μπο­ρεί να συν­δυά­ζει το ζέ­ον πά­θος και τη ψυ­χρή σκέ­ψη, το διο­νυ­σια­σμό και το απολ­λώ­νιο πνεύ­μα, ήρω­ας όμως, ακό­μα, αρ­κε­τά νι­τσεϊ­κός και υπό­λο­γος μό­νο στον εαυ­τό του («ανί­κη­τος σε γη και σε πε­λάη, και μό­νο από τα πά­θη νι­κη­μέ­νος»).[6]
Το πε­ρί­ερ­γο εί­ναι πως το κλα­σι­κά αι­σθη­τι­στι­κό αυ­τό ποί­η­μα εν­δέ­χε­ται να εμπε­ριέ­χει, συμ­βο­λι­κά, νύ­ξεις σε συγ­χρο­νι­κές ιστο­ρι­κές εμπει­ρί­ες, ιδί­ως του Α΄ Πα­γκό­σμιου Πο­λέ­μου και του πο­λι­τι­κο­στρα­τιω­τι­κού Δι­χα­σμού ανά­με­σα σε Κων­στα­ντι­νι­κούς και Βε­νι­ζε­λι­κούς. Κα­τά τη γνώ­μη, μά­λι­στα, του Σπ. Γκί­νη, το ποί­η­μα δεν απο­τε­λεί μό­νο μια απλή ανα­φο­ρά στην αρ­χαία ιστο­ρία, αλ­λά βρί­σκε­ται σε συ­νάρ­τη­ση με νε­ό­τε­ρους ιστο­ρι­κούς συ­σχε­τι­σμούς, του προ­σώ­που και της δρά­σης του Αλ­κι­βιά­δη με αντί­στοι­χα πρό­σω­πα και ενέρ­γειες νε­ό­τε­ρων Ελ­λή­νων πο­λι­τι­κών και επι­φα­νών δη­μό­σιων προ­σώ­πων. Για πα­ρά­δειγ­μα, υπο­στή­ρι­ξε, μάλ­λον αβά­σι­μα, ότι μπο­ρεί να γί­νει σύ­γκρι­ση ανά­με­σα στην αρ­χαία Σι­κε­λι­κή Εκ­στρα­τεία, για το ξε­κί­νη­μα και την έκ­βα­ση της οποί­ας πρω­το­στά­τη­σε ο Αλ­κι­βιά­δης, και στη σύγ­χρο­νή του Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία, με τα πα­ρό­μοια θλι­βε­ρά απο­τε­λέ­σμα­τα.[7] Αλ­λά, αν αυ­τή η πα­ρα­τή­ρη­ση ευ­στα­θού­σε, τό­τε θα βρι­σκό­μα­σταν μπρο­στά σε πε­ρί­πτω­ση διαι­σθη­τι­κού ή προ­φη­τι­κού ανα­χρο­νι­σμού, αφού η Μι­κρα­σια­τι­κή Εκ­στρα­τεία ξε­κί­νη­σε μό­λις το 1919, ενώ το ποί­η­μα γρά­φτη­κε ή τε­λεί­ω­σε στα τέ­λη του 1917 και δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1918.
Ο Σπ. Γκί­νης προ­χω­ρεί όμως και σε γε­νι­κό­τε­ρες σκέ­ψεις: Τον Αλ­κι­βιά­δη, όπως εί­πε ο ίδιος ο Βάρ­να­λης, ο ποι­η­τής τον φα­ντά­στη­κε σαν ένα αντι­προ­σω­πευ­τι­κό τύ­πο όλης της αρ­χαί­ας Ελ­λά­δας, τέ­λεια προ­σαρ­μο­σμέ­νο στην ψυ­χο­σύν­θε­ση του Έλ­λη­να της αρ­χαιό­τη­τας.[8] Το ποί­η­μα φαί­νε­ται σαν ένας συ­μπυ­κνω­μέ­νος πί­να­κας ζω­γρα­φι­κής, σαν μια δυ­να­μι­κή προ­σω­πο­γρα­φία, που, με επί­κε­ντρο ένα ξε­χω­ρι­στό άτο­μο, ανα­πα­ρι­στά­νει έναν ενιαίο ιστο­ρι­κό πο­λι­τι­σμό και την πο­ρεία ενός λα­ού. Αν θε­ω­ρή­σου­με πι­θα­νή αυ­τή την εκ­δο­χή, τό­τε ο ποι­η­τής, με το ατο­μι­κό αυ­τό ιστο­ρι­κό σύμ­βο­λο, γε­νι­κεύ­ει όλους τους «Αλ­κι­βιά­δη­δες», που αντι­προ­σω­πεύ­ουν τους αψί­κο­ρους αλ­λά και πε­τυ­χη­μέ­νους, συ­χνά, ως δη­μα­γω­γούς, πο­λι­τι­κά­ντη­δες και συμ­φε­ρο­ντο­λό­γους, τό­σο στην Ελ­λη­νι­κή Ιστο­ρία όσο και στη σύγ­χρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Επο­μέ­νως, ο με­λε­τη­τής φτά­νει στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι η σκέ­ψη του ποι­η­τή επη­ρε­ά­ζε­ται άμε­σα από τις ξε­πε­σμέ­νες μορ­φές των πο­λι­τι­κά­ντη­δων της επο­χής του, και χρη­σι­μο­ποιεί έμ­με­σα την ιστο­ρι­κή μορ­φή του Αλ­κι­βιά­δη, που απο­κτά συμ­βο­λι­κή προ­έ­κτα­ση στα πο­λι­τι­κά πράγ­μα­τα όπως εξε­λίσ­σο­νταν τό­τε.[9]



Ο κα­βα­φι­κός «Αλ­κι­βιά­δης»: πι­κρός επί­λο­γος του βαρ­να­λι­κού

Ο «Αλ­κι­βιά­δης» ως ιστο­ρι­κό σύμ­βο­λο, εί­χε χρη­σι­μο­ποι­η­θεί και στην ποί­η­ση του Κα­βά­φη, στο ποί­η­μα «Η Σα­τρα­πεία», το οποίο γρά­φτη­κε το 1910, άρα νω­ρί­τε­ρα από τον «Αλ­κι­βιά­δη» του Βάρ­να­λη:

Τι συμ­φο­ρά, ενώ εί­σαι κα­μω­μέ­νος
για τα ωραία και με­γά­λα έρ­γα
η άδι­κη αυ­τή σου η τύ­χη πά­ντα
εν­θάρ­ρυν­ση κι επι­τυ­χία να σε αρ­νεί­ται·
να σ’ εμπο­δί­ζουν ευ­τε­λείς συ­νή­θειες,
και μι­κρο­πρέ­πειες, κι αδια­φο­ρί­ες.
Και τι φρι­κτή η μέ­ρα που εν­δί­δεις
(η μέ­ρα που αφέ­θη­κες κι εν­δί­δεις)
και φεύ­γεις οδοι­πό­ρος για τα Σού­σα,
και πηαί­νεις στον μο­νάρ­χην Αρ­τα­ξέρ­ξη
που ευ­νοϊ­κά σε βά­ζει στην αυ­λή του,
και σε προ­σφέ­ρει σα­τρα­πεί­ες και τέ­τοια […].[10]

Το κα­βα­φι­κό ποί­η­μα, βέ­βαια, εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο φι­λο­σο­φι­κό πα­ρά ιστο­ρι­κό, ή, κα­λύ­τε­ρα, ανή­κει στον τύ­πο του ψευ­δοϊ­στο­ρι­κού ποι­ή­μα­τος. Εν­δέ­χε­ται να δια­κρί­νου­με το χα­ρα­κτή­ρα του Αλ­κι­βιά­δη,[11] ο οποί­ος τε­λι­κά πρό­δω­σε τους Αθη­ναί­ους και σε μη Έλ­λη­νες και επρό­κει­το να με­τα­βεί στα Σού­σα προ­κει­μέ­νου να συ­να­ντή­σει το βα­σι­λιά Αρ­τα­ξέρ­ξη (το Μνή­μο­να). Ωστό­σο, το κα­βα­φι­κό ποί­η­μα μπο­ρεί μεν να έχει συ­γκε­κρι­μέ­νους ιστο­ρι­κούς υπαι­νιγ­μούς ή και ιστο­ρι­κές αλή­θειες, ο ιστο­ρι­κός πρω­τα­γω­νι­στής του όμως δεν κα­το­νο­μά­ζε­ται, και έτσι το σύμ­βο­λο γί­νε­ται ευ­ρύ­τε­ρο και πιο απρό­σω­πο, αφού οι τύ­χες του ται­ριά­ζουν σε πε­ρισ­σό­τε­ρα από ένα πο­λι­τι­κά πρό­σω­πα της αρ­χαί­ας Ελ­λά­δας (π.χ. στο Θε­μι­στο­κλή, στο Σπαρ­τιά­τη Δη­μά­ρα­το κ.ά.).
Το ποί­η­μα του Κα­βά­φη, που ανα­φέ­ρε­ται σε μια μάλ­λον απο­γοη­τευ­τι­κή, αν όχι και τρα­γι­κή κα­τά­λη­ξη του ιστο­ρι­κού «ήρωα», μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί ως πι­κρός επί­λο­γος του βαρ­να­λι­κού «Αλ­κι­βιά­δη», όσο κι αν εί­ναι γραμ­μέ­νο πριν από το ποί­η­μα αυ­τό.
Ο Κα­βά­φης, στην αρ­χή κιό­λας του ποι­ή­μα­τος, πε­ρι­γρά­φει την απο­τυ­χία του προ­σώ­που, ένα θέ­μα που τον απα­σχο­λεί ιδιαί­τε­ρα στην ποί­η­σή του: ενώ κά­ποιος εί­ναι πλα­σμέ­νος (έχει τις ικα­νό­τη­τες, τις γνώ­σεις κτλ.) για «ωραία και με­γά­λα έρ­γα», απο­τυγ­χά­νει να τα πραγ­μα­τώ­σει. Οι αι­τί­ες για την απο­τυ­χία του αυ­τή εί­ναι: η «άδι­κη τύ­χη» και οι «ευ­τε­λείς συ­νή­θειες, μι­κρο­πρέ­πειες και αδια­φο­ρί­ες», για όλα την ευ­θύ­νη έχουν οι άλ­λοι και όχι ο ίδιος, σε αντί­θε­ση με τον Αλ­κι­βιά­δη του Βάρ­να­λη. Έπει­τα από απο­τυ­χί­ες και απο­γοη­τεύ­σεις, ο κα­βα­φι­κός «ήρω­ας» απο­φα­σί­ζει να συμ­βι­βα­στεί, προ­δί­δο­ντας τον εαυ­τό του, αφού εγκα­τα­λεί­πει τα όνει­ρα της ζω­ής του, τις ευ­γε­νι­κές του φι­λο­δο­ξί­ες και τον ζω­τι­κό χώ­ρο του δη­μο­κρα­τι­κού και πε­ρισ­σό­τε­ρο απαι­τη­τι­κού πο­λι­τι­σμού του. Ο συ­νέ­πειες αυ­τού του συμ­βι­βα­σμού εί­ναι η οδύ­νη, η απελ­πι­σία και μια ζωή χω­ρίς νό­η­μα, του­λά­χι­στο στο πλαί­σιο του πο­λι­τεύ­μα­τος και της ζω­ής των ελεύ­θε­ρων Αθη­ναί­ων, κα­θώς τα υλι­κά αγα­θά και τα αξιώ­μα­τα που του προ­σφέ­ρει ο απο­λυ­ταρ­χι­κός μο­νάρ­χης Αρ­τα­ξέρ­ξης δεν πρό­κει­ται πο­τέ να αντι­σταθ­μί­σουν τα χα­μέ­να του όνει­ρα και ιδα­νι­κά.

Αντί­θε­τα, στο Βάρ­να­λη κυ­ριαρ­χεί πε­ρισ­σό­τε­ρο ο τύ­πος του αρι­στο­κρα­τι­κής κα­τα­γω­γής Αθη­ναί­ου, του ατο­μι­στή «άρ­χο­ντα», ένα εί­δος ανε­λέ­η­του και σκλη­ρού (για τις τύ­χες όλων των άλ­λων) «υπε­ραν­θρώ­που». Αν η ανά­γνω­σή μας εί­ναι σω­στή, τό­τε εί­ναι πε­ρί­ερ­γο, ή έστω εν­δια­φέ­ρον, το ότι ο Βάρ­να­λης δεν πα­ρα­μέ­ρι­σε ού­τε αγνό­η­σε το ποί­η­μα αυ­τό στη σο­σια­λι­στι­κή του πε­ρί­ο­δο, όταν επέ­λε­ξε να αν­θο­λο­γή­σει και να εν­σω­μα­τώ­σει στο έντυ­πο έρ­γο του με­ρι­κά μό­νο ποι­ή­μα­τα της προ-σο­σια­λι­στι­κής του πα­ρα­γω­γής. Άρα, γι’ αυ­τόν, η αι­σθη­τι­κή αξία κά­πο­τε υπερ­τε­ρού­σε των ιδε­ο­λο­γι­κών ανα­γκών ή θυ­σιών, ιδί­ως της επο­χής του σο­σια­λι­στι­κού ρε­α­λι­σμού. Ή, θα λέ­γα­με γε­νι­κό­τε­ρα για το Βάρ­να­λη και για άλ­λους λο­γο­τέ­χνες και καλ­λι­τέ­χνες, οι δη­μιουρ­γοί δεν εί­ναι πά­ντα έτοι­μοι, ή δεν εί­ναι πά­ντα αρ­κε­τά πει­θή­νιοι σε κομ­μα­τι­κές επι­τα­γές ή εσω­τε­ρι­κούς κα­τα­να­γκα­σμούς, ώστε να θυ­σιά­σουν όλα τα δείγ­μα­τα της προη­γού­με­νης προ­σω­πι­κής καλ­λι­τε­χνι­κής τους ιστο­ρί­ας (εδώ της «αστι­κής τέ­χνης» τους) και να τα «απο­κη­ρύ­ξουν».



Συ­μπε­ρά­σμα­τα

Συγκρι­τι­κά, λοι­πόν, με το ποί­η­μα του Βάρ­να­λη, ο τό­νος του Κα­βά­φη εί­ναι πιο ηθι­κο­δι­δα­κτι­κός και φι­λο­σο­φι­κός: με το ιστο­ρι­κό σύμ­βο­λο υπο­νο­εί­ται ότι κά­θε ηθι­κός συμ­βι­βα­σμός, που συ­νο­δεύ­ε­ται από την εγκα­τά­λει­ψη των ονεί­ρων και των ιδα­νι­κών μας, προ­κα­λεί οδύ­νη και εσω­τε­ρι­κό δι­χα­σμό, κα­θώς, όποια κι αν εί­ναι τα ανταλ­λάγ­μα­τα που κερ­δί­ζου­με, δεν μπο­ρούν να αντι­σταθ­μί­σουν τα χα­μέ­να. Ο Βάρ­να­λης όμως, πα­ρά τα ορι­σμέ­να «ηθι­κού τύ­που» σχό­λια για τον Αλ­κι­βιά­δη μέ­σα στο ποί­η­μα, δί­νει ιδιαί­τε­ρη έμ­φα­ση στην πα­νο­ρα­μι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση μιας αρ­χαί­ας πο­λι­τι­κής φυ­σιο­γνω­μί­ας μέ­σα από το φα­κό ενός πλη­θω­ρι­κού παρ­νασ­σι­σμού, αι­σθη­τι­σμού έως, ίσως, και νι­τσεϊ­σμού. Όταν έγρα­φε ο Βάρ­να­λης το ποί­η­μα, ίσως τα κί­νη­τρά του να μην ήταν κα­θα­ρά ιδε­ο­λο­γι­κά-πο­λι­τι­κά,[12] αλ­λά οι δε­δο­μέ­νες ιστο­ρι­κές συν­θή­κες στις οποί­ες έχει πα­ρα­χθεί το έρ­γο επι­τρέ­πουν στον ανα­γνώ­στη να συ­σχε­τί­σει τη μορ­φή του Αλ­κι­βιά­δη με πο­λι­τι­κές μορ­φές της σύγ­χρο­νης Ελ­λά­δας.





_________________
Ο συγ­γρα­φέ­ας εί­ναι λέ­κτο­ρας του Τμή­μα­τος Ελ­λη­νι­κών Σπου­δών του University of International Business & Economics της Κί­νας.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κεί­με­να
Κ. Βάρ­να­λης, Ποι­η­τι­κά, Πε­ζός Λό­γος, Ελεύ­θε­ρος κό­σμος, Κέ­δρος 1956.
Κ.Π. Κα­βά­φης, Ποι­ή­μα­τα, επιμ. Γ.Π. Σαβ­βί­δης, τ. Α΄, Ίκα­ρος 1983.

Με­λέ­τες
Γ. Δάλ­λας, Κα­βά­φης και Ιστο­ρία, Ερ­μής 1986.
Σπ. Γκί­νης, Κώ­στας Βάρ­να­λης: ιδε­ο­λο­γία και αι­σθη­τι­κή, Γλά­ρος 1982.
Ηρ. Κα­κα­βά­νης, Ο άγνω­στος Βάρ­να­λης και 19 αδη­μο­σί­ευ­τα ποι­ή­μα­τα, Εντός, Αθή­να 2012.
Μ. Μ. Πα­παϊ­ω­άν­νου, Κώ­στας Βάρ­να­λης. Με­λέ­τες, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 22011.
Gregory Jusdanis, The Poetics of Cavafy: Textuality, Eroticism, History, Princeton University Press, Πρίν­στον 1987

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: